—του Αλέξανδρου Ζωγραφάκη—
Πολλές φορές συνδιαλέγομαι με ήρωες βιβλίων ή με συγγραφείς που έχω αγαπήσει. Μου αρέσει να φαντάζομαι τις αντιδράσεις τους σε δικά μου προβλήματα. Έτσι εξάλλου μου ήρθε η ιδέα να τους βάλω σε κείμενα όπου θα εμφανίζονται σε καταστάσεις μιας πεζής καθημερινότητας. — Α. Ζ.
* * *
«Η είσοδος είναι από την Στησιχόρου, πίσω από το Μαξίμου», διευκρίνιζε το μήνυμα. Η πρόσκληση ήταν για τις 10 μ.μ.. Δεν άργησα ούτε λεπτό. Το κουδούνι είχε μόνο τα αρχικά του. Μου άνοιξε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. Χαμογέλασε με τρόπο που έδειξε ότι με περίμενε. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ», είπε και άρχισε να βηματίζει με τη νωχελικότητα κάποιου που έχει ζήσει χρόνια στον συγκεκριμένο χώρο. Το βλέμμα μου αδιαφόρησε για τις διακοσμητικές λεπτομέρειες του αριστοκρατικού διαμερίσματος, και αιχμαλωτίστηκε από τα καλοσχηματισμένα, αν και ευμεγέθη για τα γούστα μου, οπίσθιά της.
Με οδήγησε σε ένα μεγάλο και λιτά επιπλωμένο δωμάτιο. Δυο βιβλιοθήκες με μεταλλικό σκελετό και γυάλινα ράφια απασχολούσαν, εξ’ ολοκλήρου, τους τοίχους δεξιά και αριστερά μου. Τα βιβλία, κάτω από τον απαλό φωτισμό που διαχεόταν στον χώρο από τρία επιδαπέδια αμπαζούρ, σου έδιναν την εντύπωση ότι αιωρούνταν αλφαδιασμένα. Στη μέση τού δωματίου, ατάκτως τακτοποιημένη, αναγνώρισα την πλήρη γκάμα τής σειράς Barcelona του Mies van der Rohe. Δυο πολυθρόνες, καναπές―αυτός με το κυλινδρικό δερμάτινο μαξιλάρι στη μια άκρη του―δυο υποπόδια, και ένα χαμηλό τραπέζι. Μπροστά από το σύνολο στεκόταν σιωπηλή μια μεγάλη κυρτή LCD οθόνη. Από πίσω, οι μεγάλες μπαλκονόπορτες πλαισιώνονταν από μαύρες βελούδινες κουρτίνες. Μπήκα στον πειρασμό να πλησιάσω τις βιβλιοθήκες αλλά το θεώρησα αγένεια. Προχώρησα προς το μπαλκόνι. Διέκρινα την πίσω, φωτισμένη, πλευρά τού Μαξίμου, και λίγο πιο πέρα, τον σκοτεινό όγκο τού Εθνικού Κήπου.
Μύρισα τον καπνό από το τσιμπούκι του. «Ελπίζω να μην δυσκολεύτηκες με την διεύθυνση», μου είπε με σταθερή φωνή. Του είπα ότι γνώριζα την περιοχή γιατί το γραφείο τού πατέρα μου βρισκόταν επί της Μουρούζη. «Πού ακριβώς;» με ρώτησε. «Δίπλα στην πολυκατοικία που έμενε η Ελένη Βλάχου, στο 3», είπα, μάλλον για να του δείξω ότι γνώριζα τη γειτονιά. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Μου ένευσε να καθίσω. «Η Μπουλ έχει ετοιμάσει κάτι για εμάς», είπε και την ίδια στιγμή άνοιξε η δίφυλλη συρόμενη πόρτα από πίσω μας. Η γυναίκα που μου είχε ανοίξει την εξώπορτα μας έφερε ένα δίσκο με μια ποικιλία τυριών.
Η μυρωδιά τους εισέβαλε βίαια στα ρουθούνια μου. «Ami Du Chambertin, Epoisses de Bourgogne, Vieux Lille», μου είπε ενώ περνούσε τον δείκτη του πάνω από κάθε τυρί αντίστοιχα. «Τα κάνω παραγγελία. Δύσκολα τα βρίσκεις στην Αθήνα», συμπλήρωσε. Μου έκανε νόημα να δοκιμάσω. Έκοψα ένα μικρό κομμάτι από το πρώτο και το πλησίασα στο πρόσωπό μου. Η μυρωδιά του με απώθησε αλλά μόλις το βύθισα στο στόμα μου, άλλαξα γνώμη. Η γεύση του έφερνε προς το βούτυρο―κρεμώδες βούτυρο για την ακρίβεια. Παρατηρούσε τις αντιδράσεις μου σα να είχε σκοπό να κρατήσει σημειώσεις. Το βλέμμα του με αφουγκραζόταν. Η έκφρασή μου τον ικανοποίησε. «Χαίρομαι που σου αρέσει. Δεν είναι εύκολο τυρί. Κανένα τυρί αξιώσεων δεν είναι εύκολο, ξέρεις». Η Μπουλ μπήκε ξανά στο δωμάτιο και γέμισε τα ποτήρια μας με μεταλλικό νερό. Ενώ έσκυβε, το βλέμμα μου στάθηκε στο μεγάλο, και βαρύ στήθος της που ασφυκτιούσε μέσα στο λευκό της πουκάμισο. Αποχώρησε διακριτικά. «Δεν πίνω πια αλκοόλ. Οι καταχρήσεις τού παρελθόντος δεν μου το επιτρέπουν», είπε. Ήμουν σίγουρος ότι με είχε δει να περιεργάζομαι τις ανατομικές χάρες τής Μπουλ. «Τα τυριά αυτά, ξέρεις, μοιάζουν με τις γυναίκες», είπε, και άναψε το τσιμπούκι του. Τον κοίταξα με απορία. Πίσω από ένα σύννεφο καπνού, εμπλουτισμένου με τις μυρωδιές των παρακείμενων τυριών, διέκρινα ένα μειδίαμα. «Αν ποτέ έχανα την όσφρησή μου, νομίζω θα έμενα ανίκανος. Τα τυριά αυτά είναι αφροδισιακά ακριβώς επειδή υπάρχει μια, εκ πρώτης όψεως, ή πιο σωστά οσφρήσεως, ένταση ανάμεσα στο άρωμά τους και στη γεύση τους. Γρήγορα όμως τα λατρεύεις και αποκτάς μια, ας την πω, ψυχολογική εξάρτηση από δαύτα. Πώς να στο πω; Το άρωμά τους είναι σα να τα προστατεύει από τους αδαείς. Από αυτούς που δεν μπορούν να τα αγαπήσουν ολοκληρωτικά», μου είπε. Προς στιγμήν μπερδεύτηκα. «Μιλάμε πάντα για τυριά;» ρώτησα. Χαμογέλασε, και άναψε πάλι το τσιμπούκι του.
* * *
They Live
Στο:They Live Tagged: Georges Simenon, Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
from dimart http://ift.tt/2kN8OYv
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου