—της Elizabeth Sulis Gear | μετάφραση για το dim/art: Γιώργος Θεοχάρης—
Πολλοί ίσως ξαφνιαστούν όταν μάθουν ότι υπάρχουν Μεξικανοί και Κουβανοί με κορεατική καταγωγή. Μετά από αυτή την αποκάλυψη, χρήσιμο θα ήταν να θυμηθούμε την εν πολλοίς ξεχασμένη τραγωδία η οποία έπληξε τους προγόνους αυτών των μειονοτήτων. Το 1905, 1.033 Κορεάτες επιβιβάστηκαν στο επιβατηγό Ilford με προορισμό το Μεξικό. Όπως τους το περιέγραφαν, οι μετανάστες φαντάζονταν αυτό το ταξίδι στον νέο κόσμο ως ένα βήμα προς την ευημερία – θα άφηναν πίσω τους μια χρεοκοπημένη και πάμπτωχη χώρα, η οποία αργότερα την ίδια χρονιά θα έπεφτε στα νύχια της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Η πραγματικότητα που τους περίμενε ήταν μια ζωή καταναγκαστικής εργασίας, δεσμευμένης με συμβόλαιο, στις φυτείες του Μεξικού· θα δούλευαν στη συγκομιδή του χενέκουεν, ενός είδους αγαύης που τότε ήταν γνωστό ως «το πράσινο χρυσάφι του Μεξικού». Πολλοί το έσκασαν για την Κούβα με το όνειρο ότι θα έβρισκαν δουλειά στην τότε κερδοφόρα βιομηχανία του ζαχαροκάλαμου, αλλά όταν έφτασαν εκεί η βιομηχανία βρισκόταν ήδη σε κατακόρυφη πτώση. Η πατρίδα τους ήταν ήδη γιαπωνέζικη αποικία. Ήταν καταδικασμένοι να δουλέψουν και πάλι σκληρά σε φυτείες χενέκουεν. Ο φωτογράφος Michael Vince Kim, αργεντίνικης, αμερικανικής και κορεατικής καταγωγής ο ίδιος, ερεύνησε αυτή την ιστορία ως φυσική προέκταση της προηγούμενης δουλειάς του η οποία εστίαζε στη γλώσσα, την ταυτότητα και τη μετανάστευση, ονομάζοντας τη σειρά αυτή Aenikkaeng (το «χενέκουεν» στα κορεατικά).
Το νέο θέμα του καλλιτέχνη ήταν φυσική συνέπεια της προηγούμενης δουλειάς του, όταν είχε ασχοληθεί με την ιστορία των Koryo-Saram (την ιστορία των Κορεατών που εκδιώχθηκαν βίαια από την Ανατολική Ρωσία προς την Κεντρική Ασία ως μέρος του προγράμματος εθνοκάθαρσης του Στάλιν), κάνοντας επιτόπια έρευνα για την πτυχιακή του εργασία όταν σπούδαζε γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Μολονότι η δημιουργία αυτού του φωτορεπορτάζ μπορεί να φαντάζει κάπως συμπτωματική, δεν είναι: η οικογενειακή σχέση του Kim με αυτή τη ιστορία μετανάστευσης είναι προφανής. «Οι γονείς μου μεγάλωσαν στη μεταπολεμική Κορέα και μετανάστευσαν στην Αργεντινή κατά τη δεκαετία του 1970 για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον», γράφει. Σε μια συζήτηση με τον πατέρα του, έμαθε για την ιστορία των Κορεατών στο Μεξικό και την Κούβα, και εντυπωσιάστηκε. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «είναι ένα από εκείνα τα τραγικά επεισόδια της σύγχρονης ιστορίας της Κορέας, τα οποία συχνά τα παραβλέπουν και τα ξεχνούν όλο και περισσότερο οι νέες γενιές. Αν αναλογιστεί κανείς την οικονομική επιτυχία της Νότιας Κορέας σήμερα, φαίνεται παράξενο στον υπόλοιπο κόσμο να συνδέσει τη χώρα με τον πόλεμο, τη φτώχεια και την τραγωδία, αλλά κάποιοι άνθρωποι στο πρόσφατο παρελθόν, όπως οι γονείς μου, τα έχουν ζήσει όλα αυτά».
Φτάνοντας στην Αμερική, οι Κορεάτες αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Οαξάκα, στη δυτική ακτή του Μεξικού. Από κει συνέχισαν με τρένο για τη Βερακρούς, όπου τους φόρτωσαν σε ένα φορτηγό ατμόπλοιο για το Προγκρέσο, στη χερσόνησο του Γιουκατάν. Από το Προγκρέσο, πάλι με τρένο, κάλυψαν τα τελευταία λίγα χιλιόμετρα μέχρι τον τελικό τους προορισμό, τη Μέριδα. «Εκεί τους πέρασαν από ιατρικές εξετάσεις», γράφει ο Michael, «και, προς μεγάλη τους έκπληξη, τους χώρισαν σε ομάδες και τους πούλησαν σε πλειοδότες από τις φυτείες χενέκουεν. Στην ουσία πουλήθηκαν ως σκλάβοι». Η διαφορά μεταξύ των διαφημίσεων, οι οποίες απεικόνιζαν μια ειδυλλιακή ζωή με εργασία 9 ωρών την ημέρα στο Μεξικό, και της πραγματικότητας ήταν τρομακτική. Οι Κορεάτες δούλευαν από το χάραμα μέχρι το σούρουπο στο δυσάρεστα ζεστό και υγρό κλίμα του Γιουκατάν, στη συγκομιδή και επεξεργασία της αγκαθωτής αγαύης που είναι γνωστή ως χενέκουεν. «Τα προνόμια που τους είχαν υποσχεθεί, όπως εκπαίδευση για τα παιδιά των εργατών και δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, απλώς δεν υπήρχαν», συνεχίζει ο Michael. Ο πενιχρός μισθός τους ήταν σε νόμισμα που γινόταν δεκτό μόνο στη χασιέντα όπου εργάζονταν, και συνεπώς τους ήταν άχρηστο αν ήθελαν να δραπετεύσουν. Ο Michael πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στη Μέριδα και σε μικρότερες πόλεις στην περιοχή όπου βρίσκονταν οι χασιέντες. Επίσης, επισκέφτηκε πολλές φορές το Προγκρέσο.
Ανάμεσα σε εκείνους που είχαν επιβιβαστεί στο Ilford βρίσκονταν αγρότες, στρατιωτικοί, αριστοκράτες και ζητιάνοι. Τα ναύλα και άλλες παροχές περιλαμβάνονταν στο υποτιθέμενο πενταετές συμβόλαιο που τους είχαν προσφέρει. Οι εργάτες περίμεναν ότι θα επέστρεφαν στην Κορέα όταν θα έληγε το συμβόλαιό τους, αλλά εκείνο που δεν τους είχαν πει ήταν ότι κανείς τους δεν θα είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα ναύλα της επιστροφής. Πολλοί κατέληξαν να χρωστάνε στις φυτείες γιατί τα εισοδήματά τους δεν κάλυπταν ούτε τις απολύτως βασικές τους ανάγκες. «Κάποιοι δραπέτευσαν από τις φυτείες και κοιμόντουσαν πάνω σε δέντρα για να αποφύγουν τους ιαγουάρους που τριγύριζαν στη ζούγκλα του Γιουκατάν», γράφει ο Michael. «Άλλοι μπαρκάρισαν ξανά με νέες φιλοδοξίες πλουτισμού, αν και τελικά τους ήταν γραφτό να δουλέψουν και πάλι σε φυτείες χενέκουεν στην Κούβα». Συνεχίζοντας την έρευνά του στην Κούβα, ο φωτογράφος πέρασε ένα διάστημα στην Αβάνα, τη Ματάνθας και την Καρδένας, τις πόλεις με τις μεγαλύτερες κορεατικές κοινότητες στη χώρα.
Το πλέον αξιοσημείωτο πολιτισμικό στοιχείο που έχουν διατηρήσει αυτές οι κορεατικές κοινότητες είναι το kimchi, το βασικό φαγητό της κορεατικής διατροφής, το οποίο συνήθως φτιάχνεται από λάχανο που έχει υποστεί ζύμωση, νιφάδες από κόκκινο τσίλι και διάφορα μπαχαρικά. Χωρίς τα συστατικά που είχαν συνηθίσει στην Κορέα, οι μετανάστες προσάρμοσαν τις συνταγές τους χρησιμοποιώντας τοπικά συστατικά. Στο Μεξικό, κάποιοι Μεξικανοί κορεατικής καταγωγής χρησιμοποιούν το πανταχού παρόν πιπέρι jalapeño στο kimchi τους· η κουβανέζικη εκδοχή είναι σαφώς λιγότερο γευστική επειδή τα διαθέσιμα καρυκεύματα είναι λιγότερα.
Η κορεατική γλώσσα σύντομα εξαφανίστηκε, καθώς οι Μεξικανοί και οι Κουβανοί κορεατικής καταγωγής ενσωματώθηκαν στις νέες τους κοινότητες. Ακόμα και τα ονόματά τους αφομοιώθηκαν από την Λατινοαμερικανική κουλτούρα – για παράδειγμα, το κορεατικό επώνυμο «Kim» συχνά γινόταν «Kin» και το «Ko» γινόταν «Corona». Τα τελευταία χρόνια, η κορεατική κυβέρνηση έχει κάνει προσπάθειες να επαναφέρει τους Λατινοαμερικανούς κορεατικής καταγωγής στη γλώσσα και την πολιτισμική κληρονομιά των προγόνων τους μέσω προγραμμάτων πολιτισμικών ανταλλαγών στη Νότια Κορέα. Ο Michael συνάντησε επίσης κάποιους Μεξικανούς κορεατικής καταγωγής οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ταυτίζονταν περισσότερο με τον πολιτισμό των Μάγια του Γιουκατάν παρά με τον σύγχρονο μεξικανικό πολιτισμό. «Πολλοί, μάλιστα, μου είπαν ότι δεν αισθάνονται ούτε Κορεάτες ούτε Μεξικανοί, αλλά Κορεάτες του Γιουκατάν, γιατί οι περισσότεροι Μεξικάνοι κορεατικής καταγωγής έχουν και αίμα των Μάγια του Γιουκατάν στις φλέβες τους».
Ίσως η πιο διακριτή αντίθεση μεταξύ αυτής της δουλειάς και της προηγούμενης του καλλιτέχνη είναι ο χρόνος που πέρασε και η αναπόφευκτη ανασκευή των αναμνήσεων. Όταν βρισκόταν στο Καζακστάν, είχε συναντήσει ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την εθνοκάθαρση του 1937, οι οποίοι μπορούσαν να αφηγηθούν εμπειρίες από πρώτο χέρι, δίνοντάς του τη δυνατότητα να περιγράψει το παρελθόν με πιο άμεσο τρόπο. «Η μετανάστευση στο Μεξικό έλαβε χώρα πάνω από 30 χρόνια πριν από αυτό και από την πρώτη γενιά δεν ζούσε πια κανείς», εξηγεί ο Michael. Έκανε μια μεγάλη περιοδεία στα μέρη που σχετίζονται με τις περιπέτειες των Κορεατών μεταναστών για να δώσει ζωή στις ιστορίες που του είχαν αφηγηθεί. «Το αποτέλεσμα είναι ίσως πιο σουρεαλιστικό και ποιητικό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, αλλά αυτή ειλικρινά δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση».
All images © Michael Vince Kim
Πηγή: featureshoot
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Εικαστικά
Στο:Εικαστικά Tagged: Elizabeth Sulis Gear, Γιώργος Θεοχάρης, Κορέα, Κούβα, Μεξικό, Φωτογραφία, εικαστικά, Koryo-Saram, Michael Vince Kim
from dimart http://ift.tt/2lYbOWv
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου