Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

TRAPPIST-1

—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—

«Ο TRAPPIST-1, ο 2MASS J23062928-0502285, να τον πω αλλιώς, δηλαδή, μπας και με προσέξεις, είναι ένας παγωμένος, λευκός, νάνος. Στα 39 έτη φωτός, 12 παρσέκ…»

Τον διέκοψε. Αλλά χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ακίνητη. Καθισμένη επακριβώς στις 90 μοίρες. Μετρημένη ορθή γωνία η πλάτη της. Με τη σπονδυλική στήλη καμπύλη συστήματος σε απόλυτη στήριξη, στην οθόνη της μπροστά, και μόνο. «Είμαι σημαντικά αναβαθμισμένη σε σχέση με όσες γνώρισες στη σύντομη ζωή σου. Γι’ αυτό πάψε τους αστρονομικούς όρους. Χρησιμοποίησε καθημερινούς. Ανθρώπινους. Αλλιώς γίνεσαι βαρετός. Συγγνώμη».

«Μα, ήθελα μόνο να σου πω πως βρίσκεται στον αστερισμό του Υδροχόου…»

Χαμογέλασε μόνη της. Αλλά δεν σχολίασε. Μόνο σηκώθηκε κι έδειξε με τεντωμένο χέρι τα τεράστια περιμετρικά παράθυρα του σκάφους. «Κοίτα!»

Οι εφτά πλανήτες φαίνονταν καθαρά. Αν και όχι μόνο αυτοί. Υπόλευκα ουράνια σώματα έπλεαν μες στο μαύρο. Μερικά με στάμπες στις επιφάνειές τους. Ως διογκωμένοι πανάδες μελανίνης σε καμένο δέρμα. Λεκέδες πιθανής ύπαρξης ζωής. Στερεοποιημένες θύελλες είναι το σωστό να λέμε την αλήθεια. Αλλά αυτό ήταν μια καλή ερώτηση. Θα τον ρώταγε.

Οπότε γύρισε και τον κοίταξε. Με το χέρι τεντωμένο, πάντα. Αλλά τελικά δεν τον ρώτησε. «Κοίτα! Θα χαθούν σε λίγο! Τώρα τους βλέπουμε όλους! Πόσο όμορφοι!»

Εκείνος σηκώθηκε για να βαδίσει στη γέφυρα του σκάφους κατά μήκος των παραθύρων. Ξεκίνησε τον περίπατο κρατώντας την κουπαστή σε κάθε του βήμα. Ως καπετάνιος πλοίου αλλοτινών αιώνων που το έχει φάει η θάλασσα και τρίζει ολόκληρο. «Η Γη είναι πιο όμορφη».

Το σκάφος −περισσότερο ασημένιο, τουλάχιστον στον κεντρικό χώρο διακυβέρνησης, παρά λευκό, με δεκάδες χρώματα να λάμπουν στις οθόνες που άλλες ήταν σταθερές, τοποθετημένες μπροστά από τις δύο πολυθρόνες, ενώ άλλες έπλεαν ολούθε άυλες− ήταν απολύτως σιωπηλό.

Εκείνη, χαλάρωσε, πάντα στην πολυθρόνα της, εγκαταλείποντας το ευθυτενές κάθισμά της. «Μακάρι. Όταν θα επιστρέψουμε, ας ελπίσουμε πως θα είναι».

Σταμάτησε να βαδίζει και την κοίταξε. «Γιατί, φοβάσαι τον θάνατο; Είναι σπανιότατος».

«Όχι. Το μέλλον φοβάμαι. Δεν θα μας φτάνει ο Άρης, σε λίγο».

«Μα γι’ αυτό ήρθαμε εδώ. Για μια πρώτη προσπάθεια. 6.000 άνθρωποι είμαστε σ’ αυτό το σκάφος. Κι έρχονται κι άλλοι. Κι οι πρώτοι 300 λένε πως όλα καλά».

«Άρα, όλα καλά θα είναι. Αλλά γιατί με ρώτησες πριν αν φοβάμαι τον θάνατο; Μην γίνει ατύχημα πριν επιστρέψουμε; Έχω αυτόματη ολική μεταφορά στα 2 νανοδευτερόλεπτα από τη στιγμή της πιθανής εμφάνισης μοιραίου σφάλματος. Δεν έχω λόγο να φοβάμαι. Και δεν έχω μεγάλο όγκο δεδομένων. Δύο αιώνες. Όχι παραπάνω. Εσύ;»

«Εγώ ανακαλώ μνήμες από τον 21ο αιώνα, αν θέλω…»

Πετάχτηκε όρθια χαμογελώντας έντονα κι έκλεισε το στόμα της με το χέρι. «Ω! 400 χρόνια πίσω! Υπήρχαμε εμείς τον 21ο αιώνα;»

«Εμείς, όχι… Τι ρωτάς; Έχεις αφαιρέσει γνωσιακά δεδομένα;»

Κάθισε ξανά. «Η ειρωνεία είναι κάτι που δεν χρησιμοποιώ. Σε παρακαλώ».

«Συγγνώμη…»

«Λοιπόν; Θα μου δείξεις; Ανακαλείς ολόκληρη προσωπικότητα;»

«Ναι…»

«Ω! Θα μου δείξεις;»

Πιάστηκε και με τα δύο του χέρια από την κουπαστή και κοίταξε κάτω. Σαν αυτοσυγκέντρωση. Δύο δευτερόλεπτα μετά σήκωσε το κεφάλι και το σώμα του πήρε άλλη στάση. Σαν να καμπούριασε λίγο. Έβηξε δυο-τρεις φορές και ανακάτεψε τα μαλλιά του. Αναστέναξε, κάθισε στο δάπεδο της γέφυρας και κρέμασε τα πόδια του έξω από τα κάγκελα της κουπαστής. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έκανε πως βγάζει κάτι. Χτύπησε το αόρατο αυτό κάτι στο άλλο του χέρι, κι έπιασε κάτι άλλο που βγήκε μέσα από αυτό που χτύπησε στο χέρι του. Τέντωσε τα δύο του δάχτυλα και το έβαλε ανάμεσα. Τα πλησίασε στο στόμα και με το άλλο χέρι, που το πλησίασε κι αυτό στο στόμα, έκανε μια περίεργη κίνηση με τον αντίχειρα. Ξεκίνησε να κάνει μια γκριμάτσα σουφρώνοντας τα μάγουλά του κι αμέσως ξεφυσούσε. Έβαλε ξανά το χέρι του στην τσέπη κι έβγαλε κάτι άλλο αόρατο. Κόλλησε όλη τη χούφτα του στο αυτί του.

Εκείνη, σκέφτηκε να τον διακόψει, να τον ρωτήσει τι κάνει, αλλά, στις ανακλήσεις ολόκληρης προσωπικότητας, γνώριζε πως δεν πρέπει να διακόψεις γιατί πολύ συχνά έχουν παρατηρηθεί σοβαρότατες επιπλοκές νόησης, σε σημείο που μερικοί άνθρωποι να χρειαστούν ακόμη και επανεκκίνηση. Ολέθριο αυτό. Οπότε δεν το έκανε. Θα τον ρωτούσε μετά.

Είχαν περάσει ήδη περισσότερα από τέσσερα δευτερόλεπτα μ’ εκείνον να έχει κολλημένη τη χούφτα του στο αυτί του, όταν ξεκίνησε να μιλά μόνος του. Πιθανόν ως συνδιάλεξη με κάποιον άλλον αόρατο άνθρωπο. «Έλα, βρε Μαράκι! Δέκα ώρες το ’χω αφήσει να χτυπάει και δεν απαντάς! Τι διάολο;»

«…»

«Α! Ναι; “Πήγα να πάρω λίγο τυρί” το λέμε τώρα;»

«…»

Έκανε έναν μορφασμό που έδειχνε τρελά νεύρα. «Ζηλεύω γιατί − μην τα θυμάμαι τώρα! Άιντε! Σε τα μας, Μαράκι;»

«…»

«Α! Αφού ενδιαφέρθηκες τι έχω πάλι καλά…»

«…»

«Αχ! Το τσιγάρο μάς μάρανε… Δε μου ’μεινε και τίποτε άλλο σ’ αυτή τη γαμοζωή! Να το κόψω κι αυτό, ρε Μαράκι;»

«…»

«Δεν θα μας πληρώσει ούτε αυτόν το μήνα, ρε Μαράκι, κι όταν θα μας πληρώσει, κοίτα να μάθεις την πρόσθεση του 400 και 400 γιατί τόσα είναι τα μιστά κι άρα τόσα να προσθέτεις! Κι η σύνταξη της μάνας μου όσο πάει και μικραίνει!»

«…»

Έβγαλε τη χούφτα του από το αυτί του και την κοίταξε. Την κόλλησε ξανά. «Ναι;»

«…»

Ξανακοίταξε τη χούφτα του. Την κόλλησε στο αυτί του ξανά. «Μαράκι;»._

* * *

Εδώ άλλες ιστορίες

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Short stories Tagged: Γιώργος Γλυκοφρύδης

from dimart http://ift.tt/2lb7pLG
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου