Ιστορική αναδρομή, στιγμιότυπα και ορισμός
—του Μάριου Σπηλιόπουλου—
Ο Λουκιανισμός ξεκίνησε το 1943 στην Νέα Κυψέλη που τότε ακόμα είχε «αγιόκλημα και γιασεμιά», με τη γέννηση του ιδρυτή-αρχηγού του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Φυσικά δεν είχε συνειδητοποιηθεί, τότε, ούτε από τον ίδιο του το δημιουργό ο Λουκιανισμός. Υπήρχε σαν ένα καθαρό ποτήρι νερό ή σαν ένα δέντρο.
Ανυποψίαστος, σε ηλικία 5 ετών ο Λουκιανός αρχίζει μαθήματα πιάνου. Το κίνημα του Λουκιανισμού, όμως, θέτει τις πρώτες βάσεις της μετέπειτα εξέλιξής του, το 1963, στην Αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης, όπου ο ιδρυτής του ασκείται στα θέματα της θεωρίας του χώρου, της αρχιτεκτονικής της σύνθεσης, του σχεδίου, του χρώματος και της ασύδοτης φοιτητικής ζωής. Εντρυφεί στην έννοια της αναλογίας, της τάξης και του ρυθμού και στην αρμονία ετερόκλητων στοιχείων, με δασκάλους τον Δημήτρη Φατούρο και βοηθό του, τότε, τον Γιώργο Κονταξάκη. Στο μάθημα της ζωγραφικής γεύεται τη λυρική αφαίρεση του ζωγράφου Λεφάκη.
«Η αρχιτεκτονική έκφραση είναι το πρελούδιο, το χορικό, η φούγκα, η μελωδία, το ρήμα και ο ρυθμός» όπως λέει ο Λε Κορμπιζιέ. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μεταγράφει όλη αυτή την εμπειρία σε μουσική έκφραση. «Χτίζει» τραγούδια και συνθέτει μουσικά εικαστικά δρώμενα.
Το 1970 «χτίζει», λοιπόν, μια «Πόλη» με νότες. Την «Πόλη μας», σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου. «Χτυπώντας μια πόρτα κλειστή» η οποία, ευτυχώς, ανοίγει διάπλατα, ο Λουκιανισμός εισέρχεται πλησίστιος στο στίβο του ελληνικού τραγουδιού. Ένα χρόνο μετά βάφει «Κόκκινη» μία «κλωστή» με τα λόγια του Νίκου Γκάτσου. Τυχαίο; Δε νομίζω! Το 1973, βουτάει το μαύρο βινύλιο στο κόκκινο χρώμα. Τα λογοκριμένα «Μικροαστικά» σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη ταράζουν τα στάσιμα νερά της δικτατορίας, λόγω των πολιτικών τους μηνυμάτων. Η βελόνα στα πικ απ παίζει τον κόκκινο δίσκο που γίνεται το πρώτο objet d’art του κινήματος. Η εμφάνιση του Λουκιανισμού στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδος είναι, πια, γεγονός.
Δέκα χρόνια μετά, στις 25 Ιουλίου του 1983, εκατό χιλιάδες κόσμος για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος μαζεύονται κα ξεφαντώνουν κάτω από την πανσέληνο, παρακολουθώντας το αφάν γκατέ της ελληνικής μουσικής να τραγουδά σε πλωτή εξέδρα που επιπλέει αμέριμνη στα νερά της Βουλιαγμένης. Η σύλληψη της ιδέας, ο σχεδιασμός, η σύνθεση και χωροταξική μελέτη αυτής της περφόρμανς ήταν του ιδρυτή του κινήματός μας, Λουκιανού Κηλαηδόνη. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα έργα εικαστικής παρέμβασης στο περιβάλλον, (Environment Art) συνδυασμένο με κοινωνιολογική τέχνη (Social Art) και στοιχεία interactive διάθεσης. Τα όρια τέχνης και ζωής εδώ μπερδεύονται. Την επόμενη μέρα, όλες οι εφημερίδες της εποχής είχαν πανηγυρικό πρωτοσέλιδο για το πάρτι της Βουλιαγμένης, όπως το ονόμασαν. Όσοι το έζησαν μιλούν ακόμη για αυτή τη μοναδική εμπειρία, τρανή απόδειξη του πρωτοποριακού πνεύματος του Λουκιανισμού ως κίνημα ζωής και τέχνης.
Ωστόσο, ήδη, από το 1978 ο Λουκιανός «κατασκευάζει» την περσόνα του φτωχού και μόνου καουμπόι, με hand made υλικά, όλα δια χειρός Λουκιανού: μουσική, στίχοι κι ερμηνεία. Στο δίσκο «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου μπόυ» εξελληνίζει την αμερικάνικη ποπ αρτ και τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της τζαζ, γράφοντας το τραγούδι «Κάπου την έχουμε πατήσει», με στίχους μόνο αριθμούς, καταδεικνύοντας τις βασικές αρχές του Λουκιανισμού, που είναι αρμονία, ρυθμός, ακρίβεια και τάξη πασπαλισμένα με υψηλή αίσθηση χιούμορ. «Δέκα μείον πέντε μείον πέντε, έξι δια δύο συν οκτώ, είκοσι φορές το δεκαπέντε έντεκα κι εφτά δεκαοχτώ. Σύνολο δεκάξι, μάλλον είναι εντάξει, δεν έχω λάθος, μα ας τα ξαναδώ».
«Ψυχραιμία παιδιά», 1979. Ο πρόωρα χαμένος, σημαντικός ζωγράφος Κώστας Κηλαηδόνης, της γενιάς Μπότσογλου, Ψυχοπαίδη, Κανακάκη, Ρόρρου και αδελφός του αρχηγού του κινήματος, είναι στο νοσοκομείο. Στον Κώστα άρεσε ένα στίχος του Λόρκα που λέει: «Πράσινο, πράσινο, πόσο μ΄αρέσεις!». Εξάλλου, στα έργα του Κώστα εκείνης της περιόδου κυριαρχούσε το πράσινο χρώμα. Ο Λουκιανός τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο. Όταν γυρίζει στο σπίτι, Αμαρυλλίδος 17, θέλει να γράψει ένα τραγούδι με χρώματα. Έχει τη μουσική. Για να βάλει τάξη στο χάος των αποχρώσεων των χρωμάτων ανατρέχει στον πίνακα του Κλε, «Ο ψαράς που καμακώνει ένα ψάρι» και γράφει ένα βαθιά λυπημένο μπλουζ με στίχους μόνο χρώματα.
Τίτλος του «17 Αmaryllidos Str. Blues». «Πράσινο, βαθύ πράσινο, βαθύ μπλε, βαθύ μωβ. Πράσινο, γαλάζιο πράσινο, γαλάζιο μπλε, γαλάζιο μωβ. Ροζ, κόκκινο ροζ, μωβ ροζ, μωβ μπλε. Πράσινο, βαθύ πράσινο, βαθύ μπλε, βαθύ μωβ». Στον ίδιο δίσκο υπάρχει το χαρούμενο νανούρισμα «Τζιν, τζιν, τζιν», αφιερωμένο στη μικρή τότε Γιασεμί. «…Μπλε μπλε μπλε, μπλε μπλε μπλε, πώς του παν καλέ τα μπλε, πώς του παν μπλε, μπλε μπλε μπλε, πώς του παν τα μπλε. Πως του παν τα μπλε, τα μωβ, τα θαλασσιά, πως του παν, πως του παν, πως του παν! Φαν φαν φαν, φαν φαν φαν, πως του πάνε τα μπουφάν. Κοίτα πως του παν! Φαν φαν φαν, κοίτα πως του παν». Η βαθιά θλίψη του πρώτου μπλουζ ισοσταθμίζεται με το χαρούμενο νανούρισμα. Εδώ, ο Λουκιανισμός λειτουργεί ως μετασχηματιστής συναισθημάτων, καλός αγωγός της ζωής, κακός αγωγός της απόγνωσης και του υπαρξιακού άλγους.
Η ατμόσφαιρα αλλάζει στη «Χαμηλή πτήση» του 1982 και το τραγούδι «Το Πάρτυ». «Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι, πάρτι από κείνα τα παλιά. Και να καλέσω σε κείνο το πάρτι να ΄ρθουν τα πιο καλά παιδιά…». Ένα γενναιόδωρο προσκλητήριο ζώντων και κεκοιμημένων αγαπημένων του «φίλων», αποκαλύπτοντας έτσι τους προπάτορες και τις αναφορές του κινήματος του Λουκιανισμού. Τριανταοκτώ «βαριά» ονόματα της παγκόσμιας τέχνης συναντιώνται «σ΄ένα βαθύ μπουντρούμι με ένα μπουκάλι ρούμι» . Από τον Μπαχ μέχρι τον Λέστερ, από το Μάρκο, στον Τσιτσάνη και τον Μικέλη κι από τους Μπητλς στο Σαββόπουλο. Από τον Σαρλό μέχρι τον Φελίνι, τον Ντασέν και τον Τρυφώ. Από τον Σεφέρη και τον Μπόρχες μέχρι τον Ντίλιγκερ και το Ζορό. Κι από τον Καντίνσκι, τον Πικάσο, τον Ντίσνεϊ έως τον ΜακΛάρεν. Και για να μην την πατήσετε, όπως εγώ. Ο Μακ Λάρεν δεν είναι ο οδηγός της Φόρμουλα 1 αλλά ο μεγάλος πρωτοποριακός εικαστικός δημιουργός και ανιμέιτορ, που από το 1954 επενέβαινε χρωματικά σε κάθε καρέ του φιλμ. Για να κάνει τα τρίλεπτα αριστουργήματά του σχεδίαζε σε 6.480 καρέ! Όποιος ασπάζεται τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παραπάνω τραγούδι είναι Λουκιανιστής. Κι ας μην το ξέρει!
Ο Λουκιανός δεν συνθέτει μόνο νότες. Συνθέτει την ίδια του τη ζωή. Τον τρόπο που ζει. Την καθημερινότητά του. Κατασκευάζει ένα σύστημα κινήσεων ακριβείας με μόνο σκοπό την αισθητική τέρψη. Το στούντιό του έχει την τάξη αλχημιστή. Μαρκαδόροι όλων των χρωμάτων στοιχισμένοι, διαβήτες, τρίγωνα και υποδεκάμετρα απόλυτα τακτοποιημένα. Οι παρτιτούρες του με πολύχρωμες υπογραμμίσεις σαν πίνακες του Μοντριάν. Δίσκοι, ντέμο, σημειώσεις, προσχέδια αριστουργηματικά ταξινομημένα. Ένα απόλυτα αρμονικό προσωπικό σύμπαν. Φτιαγμένο μόνο για το λόγο… «γιατί έτσι μ΄αρέσει», όπως λέει.
Λουκιανισμός Νο 1. Πετράδια πεταμένα στο δάπεδο στην «Αυλή με τα πετράδια», όπως την ονομάζει. Διάσπαρτοι πολύτιμοι κι ημιπολύτιμοι λίθοι όλων των ειδών, με ακρίβεια σχεδιασμένοι, σαν παράξενα «πλακάκια» στο δάπεδο του εστιατορίου «Άννας», που με έναν απλό μηχανισμό αλλάζουν χρώματα. Απευθύνονται στον παρατηρητικό επισκέπτη.
Λουκιανισμός Νο 2. Στο αίθριο του εστιατορίου υπάρχει μια φρίζα που αναπτύσσεται στις δύο πλευρές του χώρου από φωτεινά κουτιά με έργα του Έντουαρντ Χόπερ, του αγαπημένου του ζωγράφου. Όταν τον ρώτησα “γιατί του αρέσει ο Χόπερ” μου απάντησε: «Γιατί τα έργα του δεν έχουν κανέναν ήχο. Είναι άηχα». Ήταν από τις καλύτερες ερμηνευτικές κρίσεις για το έργο του Χόπερ που έχω ακούσει. Τότε θυμήθηκα τους «Υδράργυρους», το βιβλίο του που εκδόθηκε το 1976 με δεκαπέντε μικρά αφηγήματα. Στο μότο του λέει: «Όλα θα συμβούν σε απόλυτη ησυχία». Στο μπαρ του θεάτρου «Μεταξουργείο» έχει σχεδιαστεί με απόλυτη ακρίβεια στο χώρο το περιβόητο έργο του Χόπερ, «Νάιτ Χοκς», «Γεράκια της νύχτας». Ο Λουκιανισμός πιστεύει ότι μπορεί να υλοποιηθεί το ακατόρθωτο. Και το υλοποιεί. «Δεν μπορώ θα πει δεν θέλω». Γι αυτό στρώνει την τσιμεντένια ορχήστρα του Λυκαβηττού με φυσικό γκαζόν και μεταφέρει στον ίδιο χώρο, με χειρουργική ακρίβεια το στούντιο του Λουκιανού. Πάει στη Νέα Ορλεάνη για να τζαμάρει με τους Preservation Hall.
Λουκιανισμός Νο3. Εγκαθιστά πτυσσόμενο ράφι από πλεξιγκλάς στο ασανσέρ, για να τοποθετούνται τα πιάτα με το φαγητό και να μην ακουμπούν στο πάτωμα του θαλάμου, όταν ανεβαίνουν από το εστιατόριο στο δεύτερο όροφο του σπιτιού. Και τέλος κάνει χρηστικά αντικείμενα τα τραγούδια που αγάπησε, με τα «Χρωματιστά τραγούδια» που βλέπουμε.
Ο Λουκιανισμός επανεμφανίζει στο σήμερα, στο τώρα, τα παλιά, τα περασμένα, κάνοντάς τα σύγχρονα, χωρίς ίχνος γραφικότητας. Μεταποιεί σε σημαντικά τα ασήμαντα και τα καθημερινά. Πιστεύει ότι η αισθητική είναι ηθική. Ασπάζεται τη ρήση του Καντίνσκι: «Το μάτι μπορεί να ακούσει και το αυτί μπορεί να δει». Κάνει δυνατό το αδύνατο, συμμερίζεται το Φελίνι που λέει ότι «μισώ τους συνθέτες γιατί έχουν ένα κέρατο στη μέση του κεφαλιού τους σαν κεραία κι επικοινωνούν με κάτι που έρχεται από ψηλά που δεν μπορώ να επικοινωνήσω εγώ». Και τέλος παραφράζοντας τον Σίγκμουντ Φρόιντ πιστεύω, ακράδαντα, ως ιδρυτικό μέλος, ότι ο Λουκιανισμός διαμορφώνει ένα ενδιάμεσο βασίλειο μεταξύ της ζωής της πραγματικότητας που απαγορεύει την επιθυμία και του κόσμου της φαντασίας που την πραγματοποιεί.
Το Λουκιανικό ύφος και ήθος με βοήθησε σημαντικά στη δουλειά και στη ζωή μου. Αρχηγέ, σ΄ευχαριστώ γι αυτά που μου έδωσες — ίσως χωρίς να το καταλάβεις.
Αθήνα, Νοέμβριος 2010
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Μουσική
Στο:Μουσική Tagged: Λουκιανός Κηλαηδόνης, Μάριος Σπηλιόπουλος, Μουσική
from dimart http://ift.tt/2ll7JHT
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου