—του Γιώργου Τσακνιά—
[για τη στήλη: «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» — Ασκήσεις καθημερινότητας εν Queneau]
* * *
Εσωτερικό. Η αίθουσα VIPS του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος. Μέρα. Μια ομάδα αντρών και γυναικών ετοιμάζονται να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο. Δείχνουν πολυάσχολοι. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τα κινητά τους ή μιλάνε ανά δύο χαμηλόφωνα. Ένας νέος άντρας χωρίς γραβάτα πάει κοντά στο παράθυρο και κοιτάζει τον αεροδιάδρομο μέσα από τα στόρια. Βγάζει το κινητό του, πατάει ένα κουμπί και το φέρνει στο αυτί του. Με το άλλο χέρι αρχίζει να παίζει αφηρημένα με τα στόρια: τα ανοίγει, τα κλείνει, τα ανοίγει, τα κλείνει
Ναι, Νίκο; Νίκο; Έλα ρε, εγώ είμαι. Έλα, ξεκόλλα, ο Αλέξης. Ναι, στο αεροδρόμιο είμαι. Δεν φύγαμε ακόμα. Όχι ρε τρελέ, δεν την έχασα την πτήση, χα χα… Εδώ είμαι με τους άλλους, θα φύγουμε σε λίγο. Να σου πω, πρώτον (χαμηλώνει τη φωνή και αφήνει ήσυχα τα στόρια): ο Παναγής ποιος ήταν; Σε ρωτάω για να μην πετάξω καμιά κοτσάνα και λυσσάξουνε πάλι στο τουίτερ… Τι; Ο Παναγής, ρε μαλάκα, ο Παναγής. Τι; Αυτός ρε, που είναι στον τάφο που θα πάμε να δούμε… Τι; Ποιος Χριστός ρε, μη βρίζεις πρωί πρωί… «Πανάγειος Τάφος» λέει εδώ, λογικά βγαίνει από το «Παναγής», αυτός λέω, ποιος ήτανε; Τι; Αααααα… Από το «άγιος», δηλαδή. Οκ, τώρα κατάλαβα. Και λέμε «πανάγιος» γιατί είναι, ασούμε, πάρα πολύ άγιος. Μάλιστα, οκ. (Ξαναρχίζει να παίζει με τα στόρια ενώ ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του). Όπως λέμε Πανάθα, που είναι τεράστια, χα χα χα… (Χοντραίνει τη φωνή του κι αρχίζει να τραγουδάει:) Ολέεεεεεε, ολέεεεεε, τριφυλάρα ολέεεεεε! (Κοιτάζει πίσω του, τα άλλα μέλη της αποστολής, και σταματάει): Μη φωνάζεις ρε μαλάκα, όχι, δεν θα τα σκατώσω, είπαμε. Νταξ, μια απορία είχα κι εγώ, μην κάνεις έτσι. Το λύσαμε. Α, μισό, μην κλείνεις, έχω άλλη μία. Δε μου λες ρε συ, θα μπω λέει σε ένα κουβούκλιο. Να σου πω, δεν θα είναι καμιά μαλακία στενή, να μη χωράω, ε; Όχι, λέω, γιατί τότε που με τρέχατε για μαγνητική, που ανησυχούσατε ότι τα έχω παίξει με τη διαπραγμάτευση, εγώ τα είδα όλα… (Βηματίζει πάνω κάτω και μιλάει, ρίχνοντας πότε πότε αφηρημένες ματιές στους άλλους). Ναι, μαλάκα μου, ναι, να έμπαινες εσύ, εγώ έπαθα κλειστοφοβία εκεί μέσα. Τίποτα δεν είχα, άυπνος ήμουνα. Τεσπά, πες μου τώρα για το κουβούκλιο. Τουλάχιστον λέει είναι γερό, έτσι το λένε, το «Γερό Κουβούκλιο». Θα πρέπει να είναι πολύ γερό γιατί είναι λέει διάσημο και… Τι; Ναι, αυτό είπα κι εγώ, γερό. Τι; Τι; (Κοντοστέκεται και κάνει μια γκριμάτσα, προσπαθώντας να ακούσει καλύτερα). Αααααααααα!… Α, «ιερό», οκ, οκ, εγώ άκουσα «γερό»… Και, για πες, είναι μεγαλούτσικο; (Πάει πάλι στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Στο πρόσωπό του έχει μείνει το χαμόγελο. Πιάνει πάλι το μαραφέτι που ανοιγοκλείνει τα στόρια και ξαναρχίζει να παίζει). Ρε μη φωνάζεις, εντάξει, είναι αρκετά μεγάλο, μπωωωωω… Κουράστηκες δηλαδή που μου είπες την πληροφορία, να μην έχω άγχος; Καλά, μαλάκα μου, εγώ φταίω… Εσύ ένα νομοσχέδιο είχες να φροντίσεις και τα έκανες μουνί καπέλο! Τώρα έχουν περισσότεροι κανάλια απ’ ό,τι πριν, χα χα χα — λούουουζερ! (Το χαμόγελο έχει φτάσει στα αυτιά του. Τα στόρια εξακολουθούν να ανοιγοκλείνουν). Καλά ρε, μη φωνάζεις, μια πλάκα κάναμε! (Ακούγεται κάτι από τα μεγάφωνα. Πίσω του παρατηρείται αναστάτωση, οι υπόλοιποι της αποστολής αρχίζουν ξαφνικά να παίρνουν τσάντες στα χέρια, να φοράνε μπουφάν κ.λπ.) Λοιπόν, ρε, άκου, σε κλείνω. Μάλλον φεύγει το αεροπλάνο… (Εξακολουθεί να παίζει με τα στόρια). Α, δε μου λες, θα το δω στο εισιτήριο αλλά μια και σε έχω και μιλάμε, τελικά πού πάμε πρώτα; Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα; (Την ίδια στιγμή, τα στόρια καταρρέουν με θόρυβο. Ο άντρας, με το κινητό στο χέρι, ούτε πια στο αυτί του ούτε ακόμα στην τσέπη του, στρέφεται προς τους υπόλοιπους, με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Εκείνοι είναι ακίνητοι και τον κοιτάζουν ανέκφραστοι. Πίσω του, τα στόρια κρέμονται θεόστραβα. Fade out).
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο»
Ανθρώπινο! Πολύ ανθρώπινο!
—André Spire—
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης
Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;
Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.
Καταλαβαίνεις;
Αλλ’ αγαπούσα πολύ τα βιβλία
τις καρδιές και τα μάτια θλιμμένα.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;
Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες…
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,
ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.
Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,
καταλαβαίνεις;
Στο:«Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο»
from dimart http://ift.tt/2hjxdHP
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου