Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Στην Κούβα (πριν γίνει της μόδας)

—του Δημήτρη Κάπου—

Στην Κούβα πήγα πριν γίνει της μόδας. Σχεδόν με το ζόρι, περιμένοντας —όπως είχα πει— να δω «μια Βουλγαρία με φοίνικες». Σε λιγότερο από μια ώρα μετά την άφιξή μου, ήμουν καταγοητευμένος. Και παραμένω μέχρι σήμερα. Τα γνωστά τουριστικά κλισέ —υπέροχη φύση, μουσική και χορός, όμορφοι, όμορφοι άνθρωποι, ωραιότατες αποικιακές πόλεις, πούρα και ρούμι—, ας μην τα αναλύσουμε. Αρκεί η αναφορά τους. Το highlight του ταξιδιού ήταν οι άνθρωποι. Κι επειδή είχαμε σε κάθε πόλη αρκετό χρόνο και χαλαρό πρόγραμμα, μπόρεσα να τους γνωρίσω αρκετά. Αρκετά τουλάχιστον για να μην αρκεστώ να τους περιγράψω με στερεότυπα.

Φτώχεια; Σίγουρα. Όχι μιζέρια όμως. Όχι τα βλέμματα φθόνου ή ωμού μίσους που εισέπραξα σε άλλες τριτοκοσμικές χώρες όπως ο γειτονικός Άγιος Δομήνικος. Απλώς γιατί ήμουν λευκός και για τα δικά τους μέτρα πλούσιος. Ανασφάλεια δεν νιώσαμε πουθενά. Και πήγα και σε πάρτι στα σπίτια τους, σε μαγαζιά διασκέδασης παράνομα, σε εξορμήσεις με ντόπιους. Γλυκύτατοι, φιλικότατοι, διψασμένοι για επικοινωνία. Κι ας ξέρουν πως στερούνται πολλά χωρίς να τους αξίζει αυτό. Πορνεία; Πανταχού παρούσα. Καθόλου οργανωμένη και σίγουρα όχι θλιβερή όπως στη Μπανκόγκ, όπου σε συνοικίες ολόκληρες κορίτσια —συχνά ανήλικα, αρπαγμένα ή αγορασμένα— εκτίθενται σε βιτρίνες χωρίς να ‘ναι ικανά καν να χαμογελάσουν. Εγκληματικότητα; Πορτοφολάδες κυρίως, που η δράση τους προκαλεί την οργή των γύρω ντόπιων μαρτύρων των επιθέσεων. Άρπαξαν την τσάντα μιας φίλης. Ένα μήνα μετά την επιστροφή μας, την έφερε σπίτι της στην Αθήνα κάποιος απ’ την κουβανέζικη πρεσβεία.

Τα δυο παιδιά της φωτογραφίας, ο Κάρλο κι ο Ντονάτο, υπήρξαν οι άτυποι οδηγοί μας τις πέντε μέρες που μείναμε στο Σαντιάγο. Μουσικοί ρέγγε που στην Κούβα είναι εξοβελιστέα, σε ημιπαρανομία. Οι ίδιοι ήταν ο πάτος της κουβανέζικης κοινωνίας. Μεγαλωμένοι χωρίς οικογένεια από μια γιαγιά της γειτονιάς (η κάθε γειτονιά είναι υπεύθυνη συλλογικά για τα παιδιά, στους μαύρους της Κούβας), μας κάλεσαν κάποια στιγμή σπίτι τους στη συνοικία «γκέτο»(!). Σπίτι; Ένα δωμάτιο με πατημένο χώμα για δάπεδο, και μικρή «τουαλέτα» με μια τρύπα στο δάπεδο, που εξαερίζονταν μέσα από το δωμάτιο. Μόνος εξοπλισμός ένα ράντσο κι ένα κασελάκι με τα οστά του πατέρα ενός από τους δύο. Βρύση μία, έξω από το κτίριο. Ελάχιστα λεπτά μπορέσαμε να μείνουμε μέσα, τόσα όσα να φύγουμε χωρίς να γίνουμε αγενείς. Τελευταία μέρα που ήμασταν εκεί μας αποκάλυψαν πως κάθε μέρα η αστυνομία τους συλλάμβανε για να μάθουν τι λένε μαζί μας. Οι ίδιοι μια χαρά υπομένανε τη ζωή αυτή, με μόνο όνειρο να επισκεφτούν κάποτε τη Τζαμάϊκα όπου ούτε η μουσική τους διώκεται, ούτε οι ίδιοι θα ήταν περιθώριο.

(Δυο χρόνια αργότερα πήγαμε στον Άγιο Δομήνικο. Αντίστοιχη χώρα με την Κούβα, για να ζήσουμε κι εκεί το Καραϊβικό μας όνειρο. Καμία σχέση. Επιθετικότητα ακόμη κι απ’ το προσωπικό του ξενοδοχείου, ανασφάλεια παντού, ούτε να διανοηθούμε να περπατήσουμε ελεύθερα έξω από τα συγκεκριμένα τετράγωνα που περιπολούσε η αστυνομία. Ένας τύπος, μεγάλη μούρη στην περιοχή που μέναμε, μας πρότεινε κάθε μέρα και κάτι: Εκδρομές (πήραμε), τη συνήθη του δραστηριότητα, δηλαδή να νοικιάζει δωμάτια ασορτί με πόρνες στους πίσω δρόμους, σε τουρίστες που μέναν με τη γυναίκα τους στα παραθαλάσσια ριζόρτ. Αν θέλαν να τις ξεφορτωθούν(!) για παραπάνω, τους οργάνωνε δήθεν κρουαζιέρες ψαρέματος με σκάφος. Μια μέρα μας είπε: «Ένα ζευγάρι Αμερικανών αγόρασε ένα μωρό για 1.000 δολάρια. Θέλουν να τους χαρίσουν ένα ακόμα. Έχουν κι άλλα δύο για πούλημα. Θέλετε κανένα;»)

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία  De profundis

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

 


Στο:De profundis Tagged: Δημήτρης Κάπος, Κούβα

from dimart http://ift.tt/2gcHh18
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου