Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Υπουργός στο φυλάκιο

cover1

—του Γιώργου Τσακνιά—

[για τη στήλη: «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» — Ασκήσεις καθημερινότητας εν Queneau]

* * *

Εξωτερικό. Νύχτα. Στρατιωτικό φυλάκιο. Στο βάθος, ο σκοπός βαδίζει πάνω κάτω στην υπερυψωμένη σκοπιά και χουχουλιάζει τα χέρια του. Γύρω γύρω, όσο φτάνει το μάτι, έλατα. Σε πρώτο πλάνο, ο εξωτερικός τοίχος του φυλακίου. Ένας γεροδεμένος άντρας βγαίνει από την πόρτα βιαστικά, την κλείνει πίσω του και πληκτρολογεί στο κινητό. Δεν διακρίνεται το πρόσωπό του. Φέρνει το κινητό στο αυτί και περιμένει, ενώ χοροπηδάει ανυπόμονα. Επιτέλους, φαίνεται ότι κάποιος το σηκώνει. Σταματάει το χοροπηδητό, σκύβει ασυναίσθητα και προσπαθεί να μιλήσει ψιθυριστά.

Έλα, μωρό μου… Έλα, εγώ είμαι… Μωρό; Εγώ είμαι! (Μιλάει πιο δυνατά). Εγώ είμαι ρε μωρό! Τι ποιος; Εγώ είμαι, ο Πάνος! Έχεις κι άλλο μωρό; Τι; (Γλυκαίνει τη φωνή). Έλα ρε μωρό, πλάκα έκανα, έλεος… Λοιπόν, τι κάνεις; Τα παιδιά; Καλά; (Παύση. Παγώνει λίγο, μετά σκύβει κι άλλο και απομακρύνεται από την πόρτα του φυλακίου). Έλα ρε μωρό μου, μη φωνάζεις… Ναι, ξέρω, ξέρω. Όχι, αγάπη μου, δεν το ξέχασα, είχαμε πει να στολίσουμε… Και τι να κάνω, ρε μωρό; Υπουργός είμαι! Έτυχε τώρα, τι να κάνουμε… Πώς; (Ανεβάζει πάλι την ένταση της φωνής). Καλά, πλάκα μου κάνεις; Δεν άκουσες τον Ερντογάν; Να μείνουν αναπάντητες οι προκλήσεις; Μα φυσικά εγώ, ποιος άλλος θα… Τι; Τι; Α, δηλαδή νομίζεις ότι εγώ περνάω καλά εδώ; Ναι, οκ, τι να σου πω… Άκου… Μη φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, μισό… (Κατεβάζει το κινητό και σηκώνει απελπισμένος τα μάτια στον ουρανό. Συνειδοποιεί ότι ο φρουρός στο βάθος κάνει τον άσχετο αλλά προσπαθεί να ακούσει. Ο άντρας αναστενάζει και φέρνει πάλι το ακουστικό στο αυτί του. Μιλάει πάλι γλυκά και ψιθυριστά). Ρε μωρό μου, ρε μωράκι μου, κάτσε μισό λεπτό να σου πω. Ξέρεις πόσο ήθελα να περάσουμε μερικές μέρες μαζί, να πάμε με τα παιδιά καμιά βόλτα, να στολίσουμε το δέντρο… Και κάνα βράδυ να στείλουμε τα παιδιά, να μείνουμε τα δυο μας, μωρό μου, μμμμμ… Αλλά είδες τι γίνεται… Κι αυτό, τώρα, είναι μια κίνηση συμβολική: ο Υπουργός μαζί με τους απλούς φαντάρους, στο φυλάκιο, με απλή παραλλαγή, έτοιμος για όλα… Κανείς δεν το έχει κάνει εδώ, μόνο ο Πούτιν! Οι ένοπλες δυ… Τι; Τι πα να πει, τι δουλειά έχω στην Αλβανία; Αφού δεν σου είπα μόλις τώρα ότι… Ναι ρε μωρό, φυσικά, το ξέρω ότι ο Ερντογάν είναι Τούρκος! Και δεν είμαι στην Αλβανία, στην Ελλάδα είμαι, στη μεθόριο με… Τι πα να πει «ε, τότε», ρε γαμώτο μου, πλάκα μου κάνεις νυχτιάτικα, έλεος, είμαι κι εδώ έξω, το έχω δαγκώσει… (Κοιτάει τον ουρανό και παίρνει βαθιές ανάσες). Λοιπόν, οκ, θα τα πούμε από κοντά αύριο, πρέπει να κλείσω τώρα… Όχι, αγάπη μου, φυσικά και δεν βιάζομαι να σου το κλείσω, αλλά… Τι; ΤΙ; Όχι, όχι, ξαναπές το! Αυτό, αυτό το τελευταίο που είπες, για ξαναπές το! Α, ναι; Να πάω σε αυτήν που με περιμένει; Καλά ρε γαμώτο μου, πλάκα μου κάνεις; Ποια Σβετλάνα και μαλακίες, έλεος ρε πούστη μου, έχει παγώσει ο κώλος μου κι εσύ μου κάνεις σκηνή, για όνομα… Άκου να σου πω, εγώ… Μωρό; Μωρό; (Κοιτάει εμβρόντητος το κινητό. Το φέρνει πάλι στο αυτί του και φωνάζει). ΜΩΡΟ; ΡΕ ΜΩΡΟ ΜΟΥ; ΕΛΑ, Μ’ ΑΚΟΥΣ; (Ξανακοιτάει την οθόνη). Όχι ρε πούστη μου, το έκλεισε. Μου το έκλεισε! Έλεος, ΕΛΕΟΣ! (Πετάει το κινητό κάτω και αρχίζει να χοροπηδάει πάνω του, βρίζοντας ακατάληπτα. Μετά από λίγο σταματάει. Σκύβει να μαζέψει τα απομεινάρια του κινητού, μουρμουρίζοντας). Γυναίκες… Μάλιστα… Εγώ φταίω πάλι, ο μαλάκας! Όχι, έπρεπε να πω «σόρυ, Ταγίπ, πάρε τα Ίμια και τη Θράκη και το συζητάμε ξανά μετά τις γιορτές, τώρα δεν ευκαιρώ, με περιμένει το μωρό, έχουμε να στολίσουμε…» (Ξεχωρίζει τη SIM και πετάει τα υπόλοιπα πέρα από τον φράχτη. Παίρνει μια δυο ανάσες και σηκώνει τα μάτια. Το βλέμμα του πέφτει στον σκοπό, ο οποίος έχει μείνει άγαλμα και κοιτάει επίσης. Μόλις τα βλέμματα διασταυρώνονται, ο σκοπός αποστρέφει βιαστικά το δικό του και αρχίζει πάλι να βαδίζει και να χουχουλιάζει τα χέρια του.  Ο άντρας αναστενάζει και μπαίνει σκυφτός στο φυλάκιο. Fade out).

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο»

Ανθρώπινο! Πολύ ανθρώπινο!

—André Spire—
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,

καταλαβαίνεις;
Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.

Καταλαβαίνεις;
Αλλ’ αγαπούσα πολύ τα βιβλία
τις καρδιές και τα μάτια θλιμμένα.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;

Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες…
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,

ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.
Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,

καταλαβαίνεις;

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:«Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» Tagged: Γιώργος Τσακνιάς

from dimart http://ift.tt/2h9CB0j
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου