—του Παναγιώτη Πούτου—
Η μετονομασία τοπωνυμίων στην Ελλάδα είναι μία διαδικασία με την οποία οι περισσότεροι Έλληνες είμαστε εξοικειωμένοι. Σε κάθε περιοχή υπάρχει κοντά στο επίσημο όνομα και ένα όνομα που γνωρίζουν οι ντόπιοι, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, το οποίο συνήθως ακούγεται σλαβικό, τούρκικο ή αρβανίτικο. Κάθε παλαιά ονομασία, αφότου έχασε το καθεστώς της επίσημης, απαξιώθηκε και έκτοτε χρησιμοποιείται συνήθως σκωπτικά. Στην εξαιρετική νουβέλα Άγημα τιμών ο Νίκος Βασιλειάδης σατιρίζει τις μετονομασίες: «Η Ντάροβα κείται εν μέσω κάμπου […] κατά την ονοματοδοσίαν των Νέων Τόπων μετά την Απελευθέρωσιν, το κεφαλοχώρι τους ανεβαπτίσθη επί το ελληνοπρεπέστερον εις Κεχρόκαμπον, όπερ δεν είναι και τίποτε περισσότερο από την μετάφραση του αρχαιοτάτου τουρκικού του ονόματος. […] Οι δε νεόκοποι Κεχροκαμπίτες, εις πείσμα πάσης ιστορικής αλλαγής, συνέχισαν να επιγράφουν τα γράμματα και τα λοιπά χαρτιά τους όπως εκ παραδόσεως αυτοί ήξεραν: «Εν Δαρόβη τη…»» (σελ. 7-9, Εκδόσεις Νεφέλη, 1990).
Συνήθως τα προηγούμενα τοπωνύμια σώζονται όχι μόνο στην προφορική παράδοση και τη μνήμη των ντόπιων, αλλά και σε γραπτά κείμενα παλαιότερων εποχών. Πολλά από αυτά τα κείμενα είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, της οποίας η επισημότητα βρίσκεται σε κωμική αντίθεση με τη λαϊκή ονομασία κάποιου τόπου. Γράφει ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής: «παρεπλεύσαμεν πρώτον την ξηρόνησον Λειψοκουτάλαν, την αρχαίαν Ψυττάλειαν, εφ’ ης κατά την μεγάλην ναυμαχίαν ην τεταγμένος ο Αριστείδης» (Εκδρομή εις Πόρον). Στην εποχή του η ονομασία Ψυττάλεια ήταν απλώς ένα ένδοξο όνομα της αρχαιότητας κι έπρεπε να το αναφέρει στον αναγνώστη του, ο οποίος δεν γνώριζε παρά μόνο τη Λειψοκουτάλα.
Με ανάλογη επισημότητα ανακοινώνονται οι παλαιές ονομασίες και σε δύο λεξικά του 19ου αιώνα, τα λατινοελληνικά λεξικά του Κουμανούδη και του Τσακαλώτου, τα οποία, επειδή η λατινική είναι μια νεκρή γλώσσα, έχουν το προτέρημα να χρησιμοποιούνται ακόμα και τώρα ως έγκυρα και να κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία.
Το λεξικό του Στέφανου Κουμανούδη (1818-1899) εκδόθηκε το 1854 για πρώτη φορά και στηρίχτηκε στο λεξικό του Γερμανού Ενρίκου Ουλερίχου (1834), που ήταν ο πρώτος καθηγητής της Λατινικής στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Γραμμένο για τους Έλληνες φοιτητές του 19ου αιώνα, προσπαθεί να τους κατατοπίσει σχετικά με τις αντιστοιχίες των λατινικών τοπωνυμίων με τα σύγχρονα. Έτσι, για παράδειγμα, στο λήμμα Halys μάς ενημερώνει: Άλυς, ποταμός Ασίας, τανύν Κηζήλ Ερμάκ.
Την πρακτική του λεξικού Ουλερίχου-Κουμανούδη τη γενικεύει ο Τσακαλώτος στο δικό του: Lutetia τανύν Paris, Monoeci τανύν Monaco, Mutina τανύν Modena. Στα ευρωπαϊκά τοπωνύμια οι οδηγίες είναι κατατοπιστικές ακόμη και σήμερα, όχι όμως σε πολλά από τα τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου, στα οποία ο σημερινός αναγνώστης βλέπει να ξαναζωντανεύουν ονομασίες της οθωμανικής εποχής. Όταν εκδίδεται το λεξικό, η Ελλάδα φτάνει μέχρι τη Θεσσαλία. Η Ήπειρος και η Μακεδονία έχουν τις ονομασίες που χρησιμοποιούν οι Οθωμανοί, ενώ οι μετονομασίες δεν έχουν καν αρχίσει στη Θεσσαλία, που έγινε ελληνική το 1881. Έτσι, στο λήμμα Haliacmon μάς πληροφορεί: Αλιάκμων ποταμός Μακεδονίας, τανύν Βιστρίτσα. Κι ακολουθούν πολλές ονομασίες: Dyme πόλις Αχαΐας, τανύν Καμινίτσα, Peparethus, Πεπάρηθος, τανύν Σκόπελος, Olearos τανύν Αντίπαρος, Pitane, Πιτάνη, πόλις της Ελάσσονος Ασίας τανύν Santarlik, και Hymettus, Υμηττός, όρος Αττικής, τανύν Τρελλός. Με την εξαίρεση της Σκόπελου και της Αντίπαρου τα άλλα τοπωνύμια έχουν αλλάξει.
Η προσπάθειά του να εντοπίσει στον χώρο τη σύγχρονη θέση αρχαίων τοπωνυμίων συνοδεύεται και από λάθη. Για παράδειγμα, γράφει: Cranon, Κρανών, πόλις Θεσσαλίας, τανύν Σαρλίκι. Όμως ο οικισμός Σαρλίκι ή Ισαρλίκ, αν και βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή, δεν ταυτιζόταν με την αρχαία Κραννώνα και μετονομάστηκε σε Παλιοκκλήσι στις 4 Νοεμβρίου 1927, ενώ ο οικισμός που θεωρήθηκε συνέχεια της αρχαίας Κραννώνας ήταν το Χατζηλάρ, που πήρε το αρχαίο όνομα στις 20 Απριλίου 1919. Παρόμοιο λάθος κάνει και με την Αλίαρτο: Αλίαρτος, τανύν Μάτσι γράφει, αλλά η σημερινή Αλίαρτος είναι στη θέση των οικισμών Μούλκι και Κριμπάς.
Η αβεβαιότητα για την ακριβή θέση των αρχαίων τοπωνυμίων, η οποία αποκαλύπτεται σε εμάς μέσα από τα λάθη και τις ασυμφωνίες, αναδεικνύει τη βεβαιότητα των παλαιών ονομασιών: τον καιρό του Ραγκαβή υπήρχε μόνο η ονομασία Λειψοκουτάλα. Περίπου τον ίδιο καιρό στο μυαλό των καθηγητών της Λατινικής -και των αναγνωστών τους- υπήρχαν μόνο οι ονομασίες Τρελλός, Βιστρίτσα, Σαρλίκι, Μάτσι, οι οποίες παρεισέφρησαν στα λατινοελληνικά λεξικά.
Η παρουσία των παρωχημένων τοπωνυμίων είναι σημαντική και για άλλον ένα λόγο: δεν ανασυστήνει απλώς το σκηνικό μιας άλλης εποχής, αλλά καταρρίπτει και την ουδετερότητα των λεξικών. Τα λεξικά, από τον τίτλο τους ήδη, εγείρουν αξιώσεις διαχρονικότητας, η οποία είναι καθιερωμένη και στη συνείδηση του μέσου χρήστη. Υπάρχουν όμως αυτές οι πληροφορίες, οι οποίες μαρτυρούν την εποχή και το κοινό τους.
Για να βρούνε τη θέση τους οι νέες ονομασίες χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες. Αρχικά σε επίσημα έγγραφα και πινακίδες, κι έπειτα στην καθημερινότητα και στη λογοτεχνία. Ο Γιώργος Ιωάννου, στο διήγημά του Ουκ ηπίστατο φεύγειν αναβιώνει την παλιά Κραννώνα —ούτε καν θα ήξερε το Χατζηλάρ— και γράφει:
Κραννών, Δοξαρά, Ορφανά, Παλαιοφάρσαλα… Ώρες κι ώρες έχω παραμείνει σ’ αυτόν τον σταθμό χαζεύοντας τις άφθονες χήνες, το μόνο παστρικό πράγμα που διαθέτει το λασποχώρι. Έχω δοκιμάσει τα ξυράφια στο κουρείο τους, έχω γευτεί χηνίσια αυγά στο μαγέρικό τους, έχω πλανηθεί στα βαλτονέρια ζητώντας μάταια ασπίδες ρωμαϊκές…
σελ. 141-142, «Ουκ ηπίστατο φεύγειν», από τη συλλογή: Η σαρκοφάγος. Γιώργος Ιωάννου, Κέδρος 1981 (δ΄ έκδοση).
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Οίνος φιλολόγους ποιεί
from dimart http://ift.tt/2EARGjz
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου