—του Παναγιώτη Πούτου—
Ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής είχε σκοτωθεί πολεμώντας τους Πάρθους το 164 π.Χ., ενώ την ίδια εποχή οι Μακκαβαίοι ξεσηκώνονταν εναντίον των Σελευκιδών και εγκαθίδρυαν τη δυναστεία των Ασαμοναίων. Την επόμενη χρονιά ένας τοπικός διοικητής θα αποφάσιζε να εκμεταλλευτεί την κατάρρευση της σελευκιδικής εξουσίας και να γίνει και ο ίδιος βασιλιάς: ο αρμενικής καταγωγής Πτολεμαίος, σατράπης της Κομμαγηνής, περιφέρειας του βασιλείου των Σελευκιδών, ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ιδρύοντας μία δυναστεία της οποίας οι τελευταίοι απόγονοι θα κατέληγαν υπήκοοι της Ρώμης. Ο εγγονός του τελευταίου βασιλιά της έμεινε γνωστός ως Φιλόπαππος και σήμερα, απέναντι από την Ακρόπολη, βρίσκεται το γνωστό μνημείο το οποίο χτίστηκε προς τιμήν του πάνω στον λόφο που φέρει το όνομά του.
Αυτό το βασίλειο της Κομμαγηνής, εύθραυστο, μικρό και εφήμερο, βρίσκει τη θέση του στην ποίηση του απαισιόδοξου Καβάφη, που εμπνέεται από τη φθορά, την παρακμή. Το ποίημά του: Επιτύμβιον Αντιόχου, Βασιλέως Κομμαγηνής μάλλον αναφέρεται στον Αντίοχο Α΄ τον Θεό, Δίκαιο, Επιφανή, Φιλορωμαίο, Φιλέλληνα —κάθε προσωνύμιο τονίζει περισσότερο τη μηδαμινότητά του—, ο οποίος καυχιόταν για την καταγωγή του από τον Μέγα Αλέξανδρο, καθώς ήταν γιος μιας Ελληνίδας πριγκίπισσας των Σελευκιδών και ενός Αρμένιου βασιλιά, λάτρη, όπως λέγεται, των ελληνικών γραμμάτων. Στα χρόνια του η Κομμαγηνή γνώρισε μεγάλη ακμή. Ο Καβάφης επινοεί έναν Εφέσιο σοφιστή Καλλίμαχο, ο οποίος «από τον οίκον τον βασιλικόν ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς» γράφει «τη υποδείξει Σύρων αυλικών» ένα επιτύμβιο στο οποίο τον κολακεύει, γιατί «υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός — ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν». Ο τάφος του πάνω στο βουνό Νεμρούτ με τις ύψους δέκα μέτρων προτομές θεών μαρτυρεί την ανατολίτικη δυναστική συνήθεια να αποθεώνεται ένας ηγεμόνας.
Στο ποίημά του Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ. ο ποιητής δίνει χρονολογία λίγο πριν οι Άραβες καταλάβουν την περιοχή. Είναι πάλι μία εποχή πριν το τέλος, ο κόσμος που περιγράφεται σύντομα θα σαρωθεί από τους νέους κατακτητές και θα σβήσει. «Εις σε προστρέχω, Τέχνη της Ποιήσεως», γράφει. «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι». Η εσωτερική, σωματική παρακμή που περιγράφουν οι στίχοι συνδυάζεται με το επερχόμενο τέλος του κόσμου του ποιητή, τέλος που ανακοινώνει ο χωροχρονικός προσδιορισμός του τίτλου.
Νίκος Εγγονόπουλος, «Η θυσία του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή», έργο του 1935, έτος κατά το οποίο εκδόθηκαν στην Αλεξάνδρεια για πρώτη φορά σε βιβλίο τα ποιήματα του Καβάφη.
Στο κρατίδιο της Κομμαγηνής επιστρέφει ο Σεφέρης στο ποίημα Τελευταίος Σταθμός το 1944. Ο ποιητής βρίσκεται στην Cava dei Tirreni και ετοιμάζεται να γυρίσει στην Ελλάδα — η κυβέρνηση αναχωρεί πρώτη. Οι Ναζί εγκαταλείπουν τη χώρα και ο ποιητής σκέφτεται την Κομμαγηνή, ένα από τα εφήμερα κράτη που σάρωσε η ιστορία:
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία·
το κρατίδιο της Κομμαγηνής που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Το ποίημά του ο Σεφέρης το γράφει το 1944. Στις 17 Δεκεμβρίου 1946 ακολουθεί η ομιλία του στο Βρετανικό Ινστιτούτο Αθηνών με τίτλο «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ: Παράλληλοι» η οποία δημοσιεύεται το επόμενο έτος στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (σελ. 33-43, τόμ. 3, τεύχος 2, Ιούνιος 1947). Είναι σημαντικό, γιατί επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη σημασία που δίνει ο ποιητής στην καβαφική Κομμαγηνή. Σημειώνει για τον Καβάφη πως «η ιστορική του αίσθηση όχι μόνο τον κάνει οξύτατα σύγχρονο, αλλά και συνάμα τού παρέχει την ίδια μέθοδο». Σε αυτό το δοκίμιο εντάσσει την Κομμαγηνή στο πλαίσιο της καβαφικής ποίησης:
Ο κόσμος του Καβάφη βρίσκεται στις παρυφές των τόπων, των ανθρώπων, των εποχών, που με τόση επιμέλεια εξακρίβωνε· εκεί που υπάρχουν κράματα πολλά, μεταπτώσεις, μεταστάσεις, παραβάσεις· σε πολιτείες που λάμπουν και τρεμοσβήνουν: στην Αντιόχεια, στην Αλεξάνδρεια, στη Σιδώνα, στη Σελεύκεια, στην Οσροηνή, στην Κομμαγηνή· είναι ένας κόσμος ερμαφροδίτων, και η γλώσσα που μιλούν ένα κράμα.
Η επισήμανση του Σεφέρη (οι παρυφές των τόπων, των ανθρώπων, των εποχών) εξηγεί τη θέση της Κομμαγηνής και στο δικό του ποίημα, καθώς τη μεταχειρίζεται ως σύμβολο του κόσμου που σβήνει ή που συνεχώς μάς υπενθυμίζει το εύθραυστο και εφήμερο. Γνωρίζουμε πως ο Σεφέρης κουβαλά μέσα του την καβαφική Κομμαγηνή. Τα κείμενα που συνωστίζονται μέσα μας βρίσκουν διέξοδο στη διαδικασία της συγγραφής. Το επιβεβαιώνει ο Mario Vitti γράφοντας για τον Τελευταίο Σταθμό: …ο ποιητής ανασύρει στην επιφάνεια αναφορές και φράσεις λογοτεχνικές, που ανήκουν σε διάφορα στρώματα της μνήμης του, τον Μακρυγιάννη […] τον Καβάφη που του άνοιξε άλλες προοπτικές για τον Ελληνισμό… (σελ. 168-169, Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Εστία, 2006, 5η έκδ.)
Έπειτα ξανασυναντάμε την πόλη-σύμβολο στον Ελύτη: πρόκειται για το ποίημα Η χαμένη Κομμαγηνή (Τα ελεγεία της Οξώπετρας, 1991). Ο ποιητής παίρνει τη σκυτάλη και, σύμφωνα με τον Αντρέα Μπελεζίνη (Ο όψιμος Ελύτης, Ίκαρος 1999), «ξεκαθαρίζει αποφασιστικότερα από κάθε άλλη φορά τους λογαριασμούς του με τον Καβάφη και τον Σεφέρη (Άλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε / Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα)». Οι στίχοι που αναφέρονται ειδικά στο αρχαίο βασίλειο χρησιμοποιούν μία παρομοίωση:
Η ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν
Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει
Μικρή όσο κι η παλαιά Κομμαγηνή / Χαμένη όσο κι εκείνη
Και απλησίαστη
Και ξανά εμφανίζεται η Κομμαγηνή στην ποίηση, δίνει τον τίτλο σε ένα ποίημα του Αλέξανδρου Ίσαρη (στην ποιητική συλλογή Όμιλος φίλων θαλάσσης — Ο ισορροπιστής, 1976), το οποίο τελειώνει με τους εξής στίχους:
Ν’ απλώνεις το μάγουλό σου στον Ιούδα που
Έφτασε με το τραίνο απ’ την Κομμαγηνή
Ψιθυρίζοντας είναι ώρα
Είναι ώρα
Μην καθυστερείς.
Η Κομμαγηνή με τον σύντομο βίο της και τη μικρή επικράτειά της έχει κάνει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική ποίηση. Η ιστορία της τη βάρυνε και συνεχίζει να τη βαραίνει με τον ίδιο συμβολισμό: η πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, τα Σαμόσατα, πατρίδα του Λουκιανού, βυθίστηκε στα νερά του φράγματος Ατατούρκ.
Σαμόσατα 1984 (το φράγμα Ατατούρκ ολοκληρώθηκε το 1990)
Συνειρμικά σκέφτεται κανείς τι έχει μείνει από τα κράτη του παρελθόντος, εφήμερα ή μη, ασθενικά ή κραταιά, μεγάλα ή μικρά. Έχουν γίνει λήμματα εγκυκλοπαιδειών, αντικείμενα ιστορικής και αρχαιολογικής μελέτης, ενώ τα ονόματά τους πού και πού έχουν μείνει ως κατάλοιπα στον καθημερινό λόγο: Η λέξη περγαμηνή, που μας θυμίζει το βασίλειο της Περγάμου. Ο βανδαλισμός, απόηχος της φήμης του γερμανικού φύλου των Βανδάλων, που για έναν αιώνα είχαν δημιουργήσει ένα βασίλειο στη βόρεια Αφρική. Η λέξη φρίζα, που προέρχεται από τους Φρύγες (< γαλλ. frise < μεσν. λατ. frisium, παράλλ. τ. του phrygium < λατ. Phryx < Φρυξ, -γός, επειδή η Φρυγία ήταν περιώνυμη στην αρχαιότητα για τις χρυσοποίκιλτες ταινίες και τις ζώνες της. ΛΝΕΓ, 2002, σελ. 1903). Οι ίδιοι συνειρμοί μας οδηγούν στο να αναρωτηθούμε τι θα απομείνει από την Ελλάδα και τους Έλληνες και να ταυτιστούμε με την αγωνία του Σεφέρη εκείνες τις φθινοπωρινές μέρες του 1944 στο ιταλικό χωριό. Η αίσθηση επανέρχεται στη λογοτεχνία: ίδια είναι η απόγνωση που νιώθει ο Γιώργος Ιωάννου από ένα περιστατικό που αποτυπώνει στο διήγημα Τζέλντεν (περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά, 1974), καταγράφοντας τις αναμνήσεις του από την περίοδο που δούλεψε ως καθηγητής στο ελληνικό σχολείο της Λιβύης (1959-1961):
Στο μεταξύ διάφοροι αγριάνθρωποι απ’ το Τέξας περνούσαν με αλαζονεία από δίπλα μας. […] Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι μου. «Από πού είσαι;» ρώτησε. «Από την Ελλάδα», είπα με λαχτάρα. «Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;» έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. «Ίσως να το ‘κανε για πλάκα», μουρμούριζε μουδιασμένα. […] Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; […] «Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους», κραύγασα κι έτρεξα στ’ αμάξι. «Μα γιατί;» φώναζε ο φίλος το κατόπι μου. Και σ’ όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: «Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι».
Τι απομένει όμως από την Κομμαγηνή ύστερα από τόση συμβολική εξύψωση στην νεοελληνική ποίηση; Τι απομένει εκτός από τα μνημεία που μας κληροδότησε; Αν κάποιος επισκεφτεί την Τουρκία σήμερα, είναι πολύ πιθανό να συναντήσει κάποιο κατάστημα της αλυσίδας εστιατορίων που σερβίρουν ανατολίτικες γεύσεις και φέρουν το όνομα Komagene. Η τουρκική ιστοσελίδα εξηγεί την επιλογή του ονόματος: η Κομμαγηνή ήταν ένα βασίλειο το οποίο επιβίωσε χωρίς να διεξάγει πολέμους, είναι σύμβολο της ειρήνης και της διπλωματίας. Επιπλέον, θεωρείται πως στα εδάφη της υπήρξε η γενέτειρα του Αβραάμ —μερικοί την ταυτίζουν με την πόλη Ούρφα— στον οποίο ο θρύλος αποδίδει τη συνταγή του çiğ köfte, που σερβίρεται ωμός. Παρά το συμβολικό κατάντημα του βασιλείου που γίνεται επωνυμία εστιατορίων, ακόμα και έτσι το όνομά της βαραίνει από τους συμβολισμούς.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Οίνος φιλολόγους ποιεί
from dimart http://ift.tt/2ERkUe0
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου