Αυτό δεν είναι τραγούδι #1277
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
«Πρέπει να έρθεις. Τελευταία μέρα της Αποκριάς είναι, διάολε. Θα το κάψουμε!»
Η Ντόρα, φίλη με πολλά ένσημα αλλά συνταξιούχος, προσπαθεί από τηλεφώνου να με πείσει, τελευταία στιγμή, να πάω στο πάρτι της. Δεν έχω καμία διάθεση.
«Δεν τα γουστάρω τα μασκέ, ρε Ντόρα, αφού με ξέρεις».
«Έλα, ρε συ. Βάλε ό,τι να ’ναι και πες ότι ντύθηκες προσωπικότητα. Είσαι μανούλα σε τέτοια αφού! Θα είναι κι ο Σωλήνας. Και η Κουρελού. Και η Γαλότσα με το Ψεκαστήρι. Όλη η συμμορία!»
Τα παρατσούκλια παραπέμπουν σε χαρακτήρες που έχουν χαθεί από τη ζωή μου – για κάποιον λόγο. Πού να τρέχω τώρα;
«Έλεγα να λούσω τα μαλλιά μου, μωρέ. Και να βγάλω το σκύλο βόλτα».
«Έχεις σκύλο;»
«Θα πάρω έναν, στην ανάγκη».
«Έλα, μωρή μούχλα. Θα είναι και ο Μπάτμαν!»
Αμάν! Ο Μπάτμαν είναι λόγος να πάω. Ο Σωτήρης, ο πρίγκιπας της Γκόθαμ Σίτι, ο σωτήρας μου. Ο διπλανός μου στο λύκειο· ό,τι κοντινότερο είχα σε φίλο που δεν ήθελε να χωθεί στο βρακί μου τω καιρώ εκείνω. Κι έχω να τον δω μήνες. Θα πάω, τελείωσε.
«Εντάξει, θα έρθω».
«Έπρεπε να πω “Μπάτμαν” για να τσιμπήσεις. Ρόμπιν να ντυθείς. Σούργελο! Άντε, σε περιμένουμε».
Κλείνω το τηλέφωνο και με πιάνει άγχος. Έχω δύο ώρες σκάρτες να ετοιμαστώ για να φύγω. Τι φοράνε τώρα;
Η πρώτη μου σκέψη είναι να ντυθώ Μαρίκα, αλλά το έχω ξανακάνει – με αμφιλεγόμενη επιτυχία. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, λέει, πήρε κάποτε μέρος –ινκόγκνιτο– σε διαγωνισμό για τον σωσία του Σαρλό και βγήκε τρίτος· κάπως έτσι.
Ανοίγω την ντουλάπα. Ό,τι βρω, σκέφτομαι. Κάθομαι και κοιτάζω ρούχα τώρα, εκθέματα. Στολές λειτουργικές και αλειτούργητες. Απομεινάρια άλλων ανθρώπων – εμού συμπεριλαμβανομένης. Μήπως να ντυθώ 80s; Θα μπορούσα, αρκεί να μην πετύχω μπροστά μου καθρέφτη και σκιαχτώ. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να χωρέσω σε vintage συνολάκι – αν υποθέσουμε ότι θα καταφέρω να ξεθάψω κανένα.
Τι ’ν’ αυτό στο βάθος; Το παλτό του πατέρα μου; Ναι. Το ξεκρεμάω και το κοιτάζω από κοντά. Μαύρο, μακρύ, μάλλινο. Σε καλή κατάσταση. Μυρίζει ακόμα καπνό. Α, ρε πατέρα…
Όταν πέθανε και η μάνα, έδωσα όλα τους τα ρούχα, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε ίδρυμα – εκτός από αυτό. Γιατί το κράτησα; Θυμάμαι: γιατί το φορούσε στην πρώτη μας κοινή φωτογραφία. Αν όχι στην πρώτη, στην πιο παλιά που έχω ακόμα, τέλος πάντων: πλατεία Συντάγματος, 25η Μαρτίου 1972· εκείνος όρθιος και χαμογελαστός, εγώ στην αγκαλιά του, μουτρωμένη – ό,τι έχω κλείσει τα δύο και δυστροπώ στις παρελάσεις γιατί έτσι. Αυτό το παλτό έχει περίπου την ηλικία μου, είναι το ημερολόγιο της φθοράς μου. Πώς να το πετάξω;
Λοιπόν, αποφασίζω, θα το βάλω. Κάπου έχω και μια μαύρη ρεπούμπλικα. Και μια στενή μαύρη γραβάτα που μου άφησε σουβενίρ ο Ντίνος – από μια άλλη κηδεία, όχι τη δική του. Ωραία, αυτό είναι! Τι Λορίν Μπακόλ, τι Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Γιν-γιανγκ, δύο σε ένα. Και κοινό τους αξεσουάρ το τσιγάρο· ευκαιρία να ξαναρχίσω και το κάπνισμα!
Έχοντας καταλήξει στα βασικά, ετοιμάζομαι με το πάσο μου. Πριν βγω από το καμαρίνι, ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη: μαύρο καπέλο, μαύρα γυαλιά, λευκό πουκάμισο με λεπτή μαύρη γραβάτα, ξεβαμμένο τζιν, ολόμαυρα αθλητικά και από πάνω το παλτό. Όχι και πολύ Χάμφρεϊ το σύνολο. Περισσότερο με σκιώδες μέλος των Blues Brothers μοιάζω. Μόνο οι φαβορίτες μού λείπουν. Αν με είχε ειδοποιήσει η Ντόρα νωρίτερα, θα είχα μείνει αξούριστη· κρίμα.
Να πάρω μετρό ή τρόλεϊ; Αυτές οι αποφάσεις με τσακίζουν. Το κόβω στο πόδι, τελικά, παρότι κάνει ψόφο: φοράω το παλτό, δεν χαμπαριάζω.
Στα μισά της απόστασης, τηλέφωνο. Ο Σωτήρης. Απαντάω.
«Θα πας στο πάρτι;» ρωτάει.
«Είμαι ήδη καθ’ οδόν», του λέω. «Μη μου πεις ότι το μετάνιωσες!»
«Ότι το μετάνιωσα, το μετάνιωσα. Αλλά θα ’ρθω. Έχεις ντυθεί τίποτα;»
«Τζον Μπελούσι», του λέω.
«Τζέικ Μπλουζ;» Γελάει πριν με δει.
«Εννοείται».
«Καλώς. Ντύνομαι Έλγουντ κι έρχομαι… Δε μου λες, Πίνουμε ένα καφεδάκι πρώτα; Στο Σεράνο;»
Αυτό ήταν ένα ζαχαροπλαστείο, κοντά στο σχολείο μας, που το ’χαμε για στέκι. (Τόσο οργισμένα νιάτα!)
«Υπάρχει ακόμα;» Απορώ.
«Όχι, καφέ είναι τώρα, δεν θυμάμαι πώς το λένε. Εγώ ακόμα Σεράνο το λέω. Αλλά είναι στον ίδιο χώρο, θα το βρεις».
«Εντάξει, σ’ ένα τέταρτο θα είμαι εκεί. Τσακίσου».
Όντως το βρίσκω εύκολα. Μπαίνω και κάθομαι. Σχεδόν άδειο είναι. Μάλλον νωρίς για πριν και αργά για μετά. Όπως όλα. Παραγγέλνω καφέ και κάνω τράκα τσιγάρο από τον σερβιτόρο. Το θέμα με το τσιγάρο είναι να το κόβεις – συνέχεια.
Δεν άναψε καλά το ρημάδι. Ψάχνω μηχανικά στις τσέπες του παλτού για αναπτήρα. Βρίσκω ένα τόσο δα τσεπάκι, κρυφό. Λες να βρω τίποτα ξεχασμένα σπίρτα του μονοπωλίου; Όχι, αλλά κάτι αγγίζουν τα δάχτυλά μου. Ένα χαρτάκι. Το βγάζω έξω. Απόδειξη από καθαριστήριο. Με ημερομηνία του 1989, ένα μήνα πριν πεθάνει από ανακοπή, στα καλά καθούμενα. Από πίσω κάτι γράφει. Φοράω τα πρεσβυωπικά και διαβάζω:
«Μ» και δίπλα ο αριθμός του τηλεφώνου μου τότε, στην Αδελαΐδα, πλήρης, με σωστό κωδικό εξωτερικού.
Αυτό είναι γραμμένο με μελάνι που, με τα χρόνια, έχει απλώσει. Αναγνωρίζω τον κοριτσίστικο γραφικό χαρακτήρα της μάνας. Από κάτω, αναγνωρίζω τις βάρβαρες γραμματάρες του πατέρα. Κάτι έχει γράψει με μολύβι, αχνά, ίσα που φαίνεται. Το φέρνω πέντε πόντους από τα μάτια μου και διαβάζω:
«Έχω ξεχάσει πώς να ξαφνιάζομαι. Θα το θυμηθώ όμως, πού θα μου πάει».
Βγάζω τα γυαλιά και φωνάζω τον σερβιτόρο. Του ζητάω πάλι φωτιά κι ένα διπλό Jameson 18άρι, σκέτο.
Είχε το τηλέφωνό μου ένα μήνα – και δεν με πήρε. Δεν το ήξερα. Δεν πίστευα ότι θα μου ξαναμιλούσε ποτέ. Και πραγματικά δεν μου ξαναμίλησε – πήγε και πέθανε. Αλλά προφανώς προετοιμαζόταν να μου τηλεφωνήσει, αλλιώς γιατί να κρατήσει τον αριθμό και να τον κουβαλάει πάνω του; Η μάνα δεν μου είπε ποτέ τίποτα – και τώρα είναι αργά να την ρωτήσω.
Όταν έφυγα –όπως έφυγα– το είχα πάρει απόφαση ότι θα έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Αυτό δεν με πείραζε. Το να ξεκόψω εντελώς με πείραζε. Διαφωνούσαν, και οι δύο, με τις αποφάσεις μου. Η μάνα ήπια, ο πατέρας έντονα. Στα τελειώματα τους είπα διάφορα κακοχωνεμένα κουλά περί ελευθερίας της βούλησης και είχα κλείσει με το επικό «ζω για να ξαφνιάζομαι· δεν φταίω εγώ που εσείς έχετε ξεχάσει με τι μοιάζει αυτό». Κάτι τέτοιο.
Φαίνεται πως το είχε δέσει κόμπο ο γέρος. Για φαντάσου! Κρατούσε άραγε σημειώσεις για το τι θα μου έλεγε στο τηλέφωνο, όταν –και αν– έπαιρνε; Δεν αποκλείεται· τέτοια έκανε ανέκαθεν, του ταιριάζει. Δεν πρόλαβε να με πάρει. Υποθέτω. Πιστεύω. Θέλω να πιστεύω. Τυλίγομαι στο παλτό του και τον σκέφτομαι να με σκέφτεται. Με τυλίγει η θλιμμένη ηρεμία που μόνο το οριστικό κλείσιμο μιας εκκρεμότητας μπορεί να σου χαρίσει.
Όταν έρχεται το ποτό μου, ρίχνω μερικές σταγόνες στο πάτωμα, όπως έκανε κι εκείνος, και πίνω στη μνήμη του. Κατάφερε να με ξαφνιάσει μετά από τόσα χρόνια – δεν είναι και λίγο.
Πάνω στην πρώτη γουλιά, μπαίνει ο Σωτήρης.
«Σώθηκα και σωτηρώθηκα», του λέω αντί χαιρετισμού.
«Υποτίθεται τώρα ότι εσύ είσαι ο Τζέικ;» λέει και κάθεται.
«Όσο εσύ είσαι ο Έλγουντ».
Φοράει ένα μαύρο κοστούμι και νομίζει ότι έχει μεταμφιεστεί. Σε τι; Σε ασφαλιστή;
«Καφέ το λες εσύ αυτό;» ρωτάει δείχνοντας το ποτό μου.
«Άλλαξε το πρόγραμμα».
«We’re on a mission from God φάση;»
«Καλύτερα δεν θα μπορούσες να το θέσεις».
Παραγγέλνουμε μία από τα ίδια και ανάβουμε τσιγάρα – από τα δικά του. Ευτυχώς που το έχουμε κόψει, αλλιώς δεν θα είχε νόημα να το ξαναρχίζαμε.
«Κάτι μου λέει ότι δεν θα πάμε στης Ντόρας», λέει.
«Πολύ φλύαρο αυτό το κάτι σου», λέω.
«Και τι γιορτάζουμε;»
«Δεν γιορτάζουμε. Μνημόσυνο κάνουμε».
«Τουλάχιστον είμαι κατάλληλα ντυμένος. Και ποιον μνημονεύουμε;»
«Κάποιον που θυμήθηκε τι ωραία που είναι να ξαφνιάζεσαι».
«Μου κάνει. Στη μνήμη του, λοιπόν».
Υψώνουμε τα ποτήρια –χωρίς να τσουγκρίσουμε– και πίνουμε. Η νύχτα προβλέπεται μεγάλη. Έτσι ξαφνικά.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/2ohXCGV
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου