—από τη «Φωνοθήκη» του Γιώργου Ζεβελάκη—
Στις 28 Φεβρουαρίου 1986, σαν σήμερα πριν από 22 χρόνια, η Νατάσα Χατζιδάκι φιλοξένησε στην εκπομπή της «Η νύχτα είναι μαγική» τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και μίλησαν για τη ζωή, το έργο και τις ελληνικές μεταφράσεις του Ίταλο Καλβίνο. Ο Αλέκος Δραγώνας διαβάζει ένα διήγημα από τον Πάλομαρ του Καλβίνο. Η ηχογράφηση της εκπομπής προέρχεται από τη «Φωνοθήκη» του Γιώργου Ζεβελάκη.
Ακούστε την εκπομπή:
* * *
Πώς μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός
[Το τελευταίο διήγημα του Πάλομαρ (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αστάρτη 1985, Καστανιώτης 2011) «Πώς μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός». Σε αυτό, το τελευταίο διήγημα του τελευταίου βιβλίου που δημοσίευσε λίγο προτού πεθάνει ο Ίταλο Καλβίνο, η τελευταία λέξη είναι: «πέθανε». Τα αποσπάσματα του διηγήματος προέρχονται από blog «τα εν οίκω μη εν δήμω». ]
Ενώ ετοίμαζαν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε μια μελωδία στον πλαγίαυλο. «Σε τι θα σου χρησιμεύσει;» τον ρώτησαν. «Μα να μάθω αυτή τη μελωδία πριν πεθάνω».
Ο κύριος Πάλομαρ αποφασίζει ότι από δω και πέρα θα ζει σαν να είναι νεκρός, για να δει πώς πάει ο κόσμος χωρίς αυτόν.
Ο κόσμος μπορεί θαυμάσια να ζήσει και χωρίς την παρουσία του, και ο ίδιος μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του νεκρό με όλη του την άνεση και μάλιστα χωρίς ν’ αλλάξει καμιά από τις συνήθειές του. Πριν, όταν έλεγε «κόσμος» εννοούσε τον κόσμο συν τον εαυτό του· τώρα πρόκειται για τον εαυτό του συν τον κόσμο μείον τον εαυτό του.
Μήπως όμως ο κόσμος μείον ο εαυτός του πάει να πει το τέλος της αγωνίας; Είναι, δηλαδή, ένας κόσμος στον οποίον τα πράγματα συμβαίνουν ανεξάρτητα από την παρουσία και τις αντιδράσεις του, ακολουθώντας ένα δικό τους νόμο ή ανάγκη ή λογική που δεν αφορά τον ίδιο;
Ένα κύμα χτυπά πάνω στο βράχο, τον σιγοτρώει, κι ύστερα έρχεται ένα άλλο κύμα και μετά ένα άλλο ακόμα – είτε εκείνος υπάρχει είτε όχι, όλα συνεχίζουν κανονικά την πορεία τους. Η ανακούφιση του να είσαι νεκρός θα πρέπει να σημαίνει και αυτό: αφού εκείνη η κηλίδα ανησυχίας που είναι η παρουσία μας έχει εξαλειφθεί, το μόνο πράγμα που μετράει είναι η εξέλιξη και η διαδοχή των πραγμάτων κάτω από τον ήλιο, στην απαθή τους γαλήνη. Τα πάντα είναι ηρεμία ή τείνουν προς την ηρεμία, ακόμα και οι τυφώνες, οι σεισμοί, οι εκρήξεις των ηφαιστείων. Αυτός όμως δεν ήταν ο κόσμος όταν κι εκείνος ήταν εκεί; Τότε που η κάθε καταιγίδα έφερνε μαζί της την ειρήνη του μετέπειτα και προετοίμαζε τη στιγμή που όλα τα κύματα θα χτυπούσαν στην ακτή και ο άνεμος θα εξαντλούσε τη δύναμή του; Ίσως το να είσαι νεκρός σημαίνει πως περνάς στον ωκεανό των κυμάτων που μένουν για πάντα κύματα, άρα δεν έχει νόημα να περιμένεις να καλμάρει η θάλασσα.
Το βλέμμα των νεκρών έχει πάντα την τάση να εξορκίζει. Τόποι, καταστάσεις, ευκαιρίες είναι συνήθως ίδια με αυτά που κάποιος ήδη γνώριζε, και πάντα νιώθεις ικανοποίηση όταν μπορείς και τα αναγνωρίζεις. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται διάφορες μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, οι οποίες αυτές καθεαυτές θα μπορούσαν και να γίνουν αποδεκτές αν είχαν μια συνεπή λογική εξέλιξη· όμως αποδεικνύονται αυθαίρετες και ανώμαλες κι αυτό είναι ήδη κάτι που ενοχλεί, ιδιαίτερα γιατί ο καθένας μας θέλει πάντα να παρέμβει και να κάνει τις διορθώσεις που του φαίνονται αναγκαίες, και δεν μπορεί να τις κάνει γιατί είναι νεκρός. Το αποτέλεσμα; Μια στάση απώθησης, σχεδόν ενόχλησης, αλλά ταυτόχρονα επάρκειας, σαν του ανθρώπου που ξέρει πως αυτό που μετράει είναι οι εμπειρίες του παρελθόντος του, και πως για όλα τα υπόλοιπα δεν αξίζει τον κόπο να δίνει μεγάλη σημασία.
Άλλωστε δεν αργεί να κάνει την εμφάνιση του και να επιβληθεί σε κάθε άλλη σκέψη ένα κυρίαρχο συναίσθημα: είναι η ανακούφιση να ξέρεις πως όλα τα προβλήματα είναι προβλήματα των άλλων, δική τους υπόθεση. Τους νεκρούς δε θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει πια τίποτα άλλο, γιατί δεν έχουν την υποχρέωση να σκέφτονται – κι αν αυτό μοιάζει με κάτι ανεύθυνο, είναι σ’ αυτή τους την ανευθυνότητα που οι νεκροί βρίσκουν τη διάθεση να ευθυμήσουν. [….]
Ο Πάλομαρ δεν υποτιμά τα πλεονεκτήματα που έχουν οι ζωντανοί σε σχέση με τους νεκρούς, όχι όσον αφορά το μέλλον, όπου οι κίνδυνοι είναι πάντα πολύ μεγάλοι και οι ωφέλειες βραχυπρόθεσμες, αλλά όσον αφορά τη δυνατότητα βελτίωσης της μορφής του παρελθόντος. (Εκτός πια κι αν κάποιος είναι εξαιρετικά ικανοποιημένος από το παρελθόν του, περίπτωση που δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν αξίζει πολύ τον κόπο ν’ ασχοληθεί κανείς με αυτή).
Η ζωή ενός ατόμου συγκροτείται από ένα σύνολο γεγονότων, από τα οποία το τελευταίο θα μπορούσε και ν’ αλλάξει την όλη εικόνα του συνόλου, κι αυτό όχι γιατί μετρά περισσότερο από τα προηγούμενα αλλά γιατί τα γεγονότα εισβάλλουν σε μια ζωή σύμφωνα με μια σειρά που δεν είναι χρονολογική αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας εσωτερικής αρχιτεκτονικής.
Κάποιος για παράδειγμα, διαβάζει σε ώριμη ηλικία ένα σημαντικό γι’ αυτόν βιβλίο που τον κάνει να αναφωνήσει: «Πώς μπορούσα και ζούσα χωρίς να το έχω διαβάσει!» όπως επίσης: «Τι κρίμα που δεν το διάβασα όταν ήμουν νέος!» Αυτές οι δηλώσεις, όμως, δεν έχουν νόημα, ιδιαίτερα η δεύτερη, αφού από τη στιγμή που το ίδιο αυτό άτομο διάβασε εκείνο το βιβλίο, η ζωή του γίνεται η ζωή κάποιου που διάβασε εκείνο το βιβλίο, και δεν έχει καμιά σημασία αν το διάβασε νωρίς ή αργά, γιατί και η ζωή που προηγείται της ανάγνωσης τώρα αποκτά μια μορφή που σφραγίζεται από αυτή την ανάγνωση.
Αυτό είναι το πιο δύσκολο βήμα για όποιον θέλει να μάθει να είναι νεκρός: να πειστεί ότι η ζωή του είναι ένα κλειστό σύνολο, στραμμένο ολόκληρο προς το παρελθόν, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα, ούτε να εισαγάγει αλλαγές προοπτικής στη σχέση των διαφόρων στοιχείων. Βέβαια, όσοι συνεχίζουν να ζουν, μπορούν —στη βάση αλλαγών που έζησαν οι ίδιοι— να εισαγάγουν αλλαγές και στη ζωή των νεκρών, δίνοντας μορφή σε ό,τι έμοιαζε άμορφο ή είχε μια διαφορετική μορφή: αναγνωρίζοντας για παράδειγμα ως αληθινό επαναστάτη αυτόν που είχε στιγματιστεί για τις πράξεις του ενάντια στο νόμο, εξυμνώντας ως ποιητή ή προφήτη αυτόν που είχε νιώσει τον εαυτό του καταδικασμένο στη νεύρωση ή στο παραλήρημα.
Αυτές όμως είναι αλλαγές που μετράνε ιδιαίτερα για τους ζωντανούς. Οι νεκροί, είναι δύσκολο να επωφεληθούν από αυτές. Ο καθένας μας είναι φτιαγμένος από όσα έζησε και από τον τρόπο με τον οποίο τα έζησε, κι αυτό κανένας δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει. Όποιος έζησε υποφέροντας, παραμένει φτιαγμένος από τη δυστυχία του – αν κάποιος θελήσει να του την αφαιρέσει, δε θα είναι πια ο εαυτός του.
Γι’ αυτό ο Πάλομαρ ετοιμάζεται να γίνει ένας τζαναμπέτης νεκρός, που δεν ανέχεται την καταδίκη να μείνει έτσι όπως είναι αλλά και που δεν είναι διατεθειμένος να απαρνηθεί τίποτα από τον εαυτό του, ακόμα και ό,τι του είναι βάρος. [……]
Αναλογιζόμενος το θάνατο του, ο Πάλομαρ σκέφτεται ήδη το θάνατο των τελευταίων επιζώντων του ανθρώπινου γένους ή των απογόνων ή κληρονόμων του: στην κατεστραμμένη και έρημη γήινη σφαίρα καταφτάνουν οι εξερευνητές ενός άλλου πλανήτη, αποκωδικοποιούν τα ίχνη που καταγράφηκαν στα ιερογλυφικά των πυραμίδων και των διάτρητων καταλόγων των ηλεκτρονικών υπολογιστών η μνήμη του ανθρώπινου γένους ξαναγεννιέται από τις στάχτες της και διαδίδεται σε όλες τις κατοικήσιμες περιοχές του σύμπαντος. Έτσι, από μετάθεση σε μετάθεση, φτάνουμε στη στιγμή εκείνη όπου ο χρόνος αρχίζει να φθείρεται και να διαλύεται σ’ έναν άδειο ουρανό, τη στιγμή δηλαδή που και το τελευταίο υλικό έρεισμα της μνήμης της ζωής θα υποβαθμιστεί σε ρεύμα θερμότητας ή θα αποκρυσταλλώσει τα άτομα του στην παγωνιά μιας ακίνητης τάξης.
«Αν ο χρόνος πρέπει να τελειώσει, μπορούμε να τον περιγράψουμε στιγμή προς στιγμή —σκέφτεται ο Πάλομαρ— · την κάθε στιγμή όμως της περιγραφής του, ο χρόνος διαστέλλεται τόσο πολύ, ώστε δε βλέπουμε πια το τέλος του». Αποφασίζει ότι θ’ αρχίσει να περιγράφει την κάθε στιγμή της ζωής του, και ότι όσο δε θα έχει τελειώσει την περιγραφή όλων των στιγμών του δε θα σκεφτεί ότι είναι νεκρός.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πεθαίνει.
* * *
Ανταίος Χρυσοστομίδης, 1952-2015
Ο συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος Ανταίος Χρυσοστομίδης (1952-2015), γιος του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς Σοφιανού Χρυσοστομίδη και της Ειρήνης, γεννήθηκε το 1952 στο Κάιρο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης και εργάστηκε μέχρι το 1982 ως αρχιτέκτονας. Στην Ιταλία οργανώθηκε πολιτικά στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος της νεολαίας του κόμματος, «Ρήγας Φεραίος», και η δημοσιογραφική του διαδρομή ξεκίνησε από το περιοδικό της Θούριος. Στη συνέχεια εργάστηκε σε περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας και συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή, όπου υπέγραφε τη λογοτεχνική σελίδα «Περιδιαβάζοντας». Το 1998 ανέλαβε τη διεύθυνση της σειράς ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Καστανιώτη, όπου επιμελήθηκε την έκδοση έργων συγγραφέων απ’ όλο τον κόσμο, αναδεικνύοντάς την σε πρότυπο για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα. Μετέφρασε στα ελληνικά έργα του Ίταλο Καλβίνο, του Αντόνιο Ταμπούκι (όλα τα έργα του που κυκλοφορούν στα ελληνικά), του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, του Αλμπέρτο Μοράβια, του Ντάριο Φο, του Λεονάρντο Σάσα, του Ντίνο Μπουτζάτι και άλλων σπουδαίων Ιταλών συγγραφέων. Το 1999 δημοσίευσε μαζί με τον Αντόνιο Ταμπούκι το βιβλίο Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες (Εκδόσεις Άγρα). Επίσης εξέδωσε τα βιβλία Λεωνίδας Κύρκος, η δυναμική της ανανέωσης (2011), Οι κεραίες της εποχής μου, τόμος Α’ και Β’ (2012 και 2013, αντίστοιχα), και τα τρία στις εκδόσεις Καστανιώτη. Από το 2006 έως το 2013 ήταν υπεύθυνος μαζί με τη Μικέλα Χαρτουλάρη της σειράς ντοκιμαντέρ «Οι κεραίες της εποχής μας», στην ΕΡΤ, η οποία παρουσίασε στο ελληνικό κοινό σημαντικούς εν ζωή ξένους συγγραφείς στο περιβάλλον ζωής και δημιουργίας τους. Ως μεταφραστής δίδαξε μετάφραση σε μεταπτυχιακά τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ). Το 2003 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ξένης Λογοτεχνικής Μετάφρασης για το μυθιστόρημα του Αντόνιο Ταμπούκι, Είναι αργά, όλο και πιο αργά. Το 2004 το Ιταλικό Κράτος του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη Εργασίας, τιμώντας τον για την προσφορά του στην εξάπλωση του ιταλικού πολιτισμού. Στις ευρωεκλογές του 2014 ήταν υποψήφιος με το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ). Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στην Αθήνα στις 14 Αυγούστου 2015, μετά από επιπλοκές στην υγεία του. Η πολιτική κηδεία του, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του, έγινε στο Α’ Νεκροταφείο.
Νατάσα Χατζιδάκι, 1946-2017
Η Νατάσα Χατζιδάκι (1946-2017) γεννήθηκε στην Κρήτη. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα και αγγλική λογοτεχνία στο Λονδίνο. Στην Αγγλία έζησε συνολικά πέντε χρόνια. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1971, με την ποιητική συλλογή Στις εξόδους των πόλεων, με την οποία κατατάσσεται στην ομάδα ποιητών της γενιάς του ’70 με φανερές επιδράσεις από τον υπερρεαλισμό και τους Αμερικανούς beat ποιητές (Λ. Πούλιος, Β. Στεριάδης, Τ. Δενέγρης, κ.ά.). Στη συνέχεια, όμως, διαφοροποιήθηκε υιοθετώντας μια πιο πυκνή, λεκτικά, ποιητική γλώσσα και «μια παράδοξη και αντιφατική εικονοπλασία, μέσω της οποίας σατιρίζονται και σαρκάζονται και άλλοτε μυθοποιούνται ή εξιδανικεύονται τα αποσπασματικά βιώματα, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και η ψυχική περιπέτεια της σύγχρονης γυναίκας», όπως σημειώνει ο Α. Ζήρας, με πιο χαρακτηριστική τη σύνθεσή της Βαθυέρυθρο (Νέο Επίπεδο, 2005). Συνεργάστηκε στη σύνταξη των λογοτεχνικών περιοδικών Πρόσωπα, Σήμα και Ρεύματα. Επίσης συνεργάστηκε ως παραγωγός εκπομπών λόγου στην Ελληνική Ραδιοφωνία (Τρίτο και Πρώτο Πρόγραμμα) και στην ΕΤ1. Παρουσίασε «οπτικά ποιήματά» της σε ομαδικές εκθέσεις και προσκλήθηκε να λάβει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ ποίησης στην Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία και Ισπανία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά και γαλλικά. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2017, από ανακοπή καρδιάς κατά τη διάρκεια νοσηλείας για πνευμονία.[Βιογραφικά από τη biblioNet]
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία «Φωνές»
from dimart http://ift.tt/2oER05E
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου