Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Εγκλήματα στην Πόλη

Τον Δεκέμβριο του 2016 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ποταμός τα Εγκλήματα στην Πόλη της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου. Υποδεχόμαστε με μεγάλη χαρά την κυκλοφορία του βιβλίου μιας φίλης και συνεργάτιδας του dim/art — και η χαρά είναι διπλή, καθώς η ιδέα ξεκίνησε από το dim/art, όπου δημοσιεύτηκαν τα Εγκλήματα στην πρώτη τους μορφή, σε εβδομαδιαία στήλη.

ex_eglimata-571x800

Απευθύναμε στη Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου τρεις ερωτήσεις σχετικά με τα Εγκλήματα στην Πόλη:

Γιατί επιλέγετε ως θεματική του βιβλίου σας το έγκλημα; 

Όπως όλες οι ωραίες ιστορίες, έτσι και η συγγραφή των τριάντα έξι διηγημάτων ξεκίνησε με μια τυχαία συνάντηση. Συγκεντρώνοντας υλικό για μια ιστορική έρευνα που έκανα πριν κάποια χρόνια, διάβασα την Απογευματινή, την ελληνική εφημερίδα που εκδιδόταν καθημερινά στην Πόλη, συγκεκριμένα τα φύλλα της δεκαετίας 1940-1950. Κάθε φορά  που έψαχνα να εντοπίσω τις ειδήσεις που με ενδιέφεραν για την έρευνα που έκανα, διαγωνίως όπως λένε, διάβαζα και την υπόλοιπη εφημερίδα. Μεταξύ των μόνιμων στηλών υπήρχε και η στήλη του καθημερινού αστυνομικού δελτίου.  Από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα —τη στήλη—  συνδέθηκα μαζί της συναισθηματικά  για πάντα!  Κάθε μέρα δημοσιεύονταν τουλάχιστον τρία με τέσσερα εγκλήματα ή εγκληματικές πράξεις. Οι πληροφορίες που έδινε ο συντάκτης της στήλης ήταν πολύ περιορισμένες: η ημέρα, ο τόπος, το μικρό όνομα  του δράστη και του θύματος και το όπλο με το οποίο έγινε το φονικό ή η απόπειρα φόνου. Σε κάποιες περιπτώσεις αναφερόταν και η επαγγελματική ιδιότητα των προσώπων. Η εμπλοκή του θυμικού των ανθρώπων και η επίδραση των συναισθημάτων  τους στο να πάρουν το μαχαίρι —τις περισσότερες φορές—  και να επιτεθούν σε οικεία πρόσωπα όπως σε συζύγους,   συνεργάτες, συγγενείς και φίλους ή σε ξένους με τους οποίους έρχονταν σε σύγκρουση μου άρεσε πολύ. Να διευκρινίσω αμέσως ότι δεν μου άρεσε γιατί πάνω στο θυμό του ένας σύζυγος έσφαξε λίγο πολύ τη γυναίκα του, μου άρεσε και με συγκίνησε —τολμώ να πω—  αυτό που έβγαινε μέσα από την πράξη του και είχε άμεση σχέση όχι μόνο με τον τόπο αλλά και τον χρόνο: η κατακλυσμιαία  δράση του συναισθήματος.  Μέσα από αυτή τη στεγνή είδηση έβγαινε τόσο έντονα στο φως η δύναμη του θυμικού και του συναισθήματος,  η οποία ανάλογα με την εποχή και τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις χαλιναγωγείται λιγότερο ή περισσότερο. Δεν πρόκειται για κλασικά εγκλήματα τιμής. Για αυτό και εγώ τα ονομάζω εγκλήματα συναισθήματος. Θυμός, ζήλια, απογοήτευση, φόβος, έρωτας, μίσος, φθόνος, θλίψη — μέσα στις δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της δεκαετίας  του πολέμου παίρνουν το πάνω χέρι και  οδηγούν το χέρι του δράστη. Βεβαίως και οι έννοιες της μαγκιάς, του άντρα του βαρύ και ασήκωτου, καθώς και όλα τα υπόλοιπα στερεότυπα της εποχής, όπως η επικρατούσα αντίληψη για την κοινωνική θέση της γυναίκας, συμβάλλουν στην ανεξέλεγκτη ορμή του συναισθήματος που οδηγεί στην εγκληματική πράξη. Από το ασυγκράτητο ξέσπασμα  του θυμικού, που χαρακτηρίζει την εποχή εκείνη και σίγουρα παλιότερα και άλλες κοινωνίες και που  βέβαια δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της τουρκικής  κοινωνίας, δεν ξεφεύγει κανείς. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον στοιχείο: Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι, Αρμένιοι και  κάτοικοι με άλλη καταγωγή βρίσκονται  το ίδιο εκτεθειμένοι στο ζιζάνιο του «βίαιου ξεσπάσματος». Η βίαιη συμπεριφορά, που την εποχή εκείνη αποτελεί μια σχετικά αποδεκτή νόρμα κοινωνικής συμπεριφοράς και επίλυσης των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων, δεν είναι «προνόμιο» κανενός.

Η συνήθης συγγραφική διαδρομή είναι η επινόηση ενός χαρακτήρα στον οποίο δίνεται ένα όνομα. Πώς εσείς από τα ονόματα των υπαρκτών ανθρώπων οδηγηθήκατε στη μυθοπλαστική ανάπλαση των προσώπων; Πώς δηλαδή είχατε την έμπνευση να παντρέψετε το αστυνομικό δελτίο με τη μυθοπλασία;

Το γεγονός ότι τα πρόσωπα εμφανίστηκαν  μπροστά μου με το όνομά τους και η δράση τους είχε συγκεκριμένο τόπο και ώρα συνέβαλε —μέσα από κάποιο ψυχολογικό μηχανισμό που δεν έχει νόημα να αναλύσουμε— να νιώσω πως εξοικειώνομαι μαζί τους. Αισθάνθηκα πραγματικά  ότι τα γνώριζα τα πρόσωπα, τα είχα συναντήσει, ήξερα τη ζωή τους και την προσωπική τους ιστορία. Για αυτό και ήταν τόσο εύκολο να μετατρέψω την ξερή είδηση σε ιστορία μυθοπλασίας. Είναι σαν να λέμε ότι εκείνοι μου ζήτησαν να γράψω την ιστορία τους, κι ας μην έχει σχέση καμία η ιστορία που τους χάρισα με τη φαντασία μου με την πραγματική τους ιστορία.  Για να γράψεις τη φανταστική ιστορία ενός ανθρώπου, είτε τον φτιάχνεις από την αρχή και του δίνεις ένα όνομα εσύ είτε σου δανείζει εκείνος το πραγματικό του όνομα, σου εμπιστεύεται κάποιο πραγματικό γεγονός που τον αφορά και σε αφήνει να  τον ζωντανέψεις εσύ. Προφανώς εγώ σε αυτά τα διηγήματα έκανα το δεύτερο. Τα υπαρκτά πρόσωπα, των οποίων την ιστορία έφτιαξα εγώ, πρώτα μου συστήθηκαν ως οι αναντικατάστατοι πρωταγωνιστές των ιστοριών τους μέσα από τη στήλη της εφημερίδας και στη συνέχεια  εγώ απλώς τους έδωσα τη δυνατότητα να εφοδιαστούν με ένα παρελθόν που να δίνει σάρκα και οστά στα πάθη και τα παθήματά τους.

Έτσι λοιπόν αναπτύχθηκε ο δεσμός μου με το «Έγκλημα στην Πόλη» και τους πρωταγωνιστές του. Με γοήτευσαν και τους το ανταπόδωσα, χαρίζοντάς τους ένα παρελθόν, μια ζωή με δυσκολίες και χαρές, με επιτυχίες και αποτυχίες — αλλά δυστυχώς δεν ήταν δυνατόν να τους χαρίσω και κάποιο μέλλον. Για αυτό και τα διηγήματα όλα τελειώνουν με τη διάπραξη του εγκλήματος.

Τι είναι για εσάς η Πόλη αν (καταφέρετε να) αφαιρέσετε τη νοσταλγία;

Τα εγκλήματα διαπράττονται σε μια πόλη που η γοητεία της πάντα θα με σκλαβώνει. Επομένως, παράλληλα με τα πρόσωπα  που διεκδικούν να τους δώσω μια ιστορία, υπάρχει και η ίδια η πόλη, η Πόλη, η οποία μου ζητάει επιτακτικά να βρω τρόπο να περάσει μέσα από την ιστορία που φαντάζομαι και η δική της γοητεία. Δεν μου ζητάει βεβαίως να της δώσω  μια ιστορία και ένα παρελθόν, τα έχει από μόνη της αυτά σε υπερβολικό βαθμό, αλλά να υπάρξει και αυτή και να γοητεύσει μέσα από μια σύντομη αναφορά στην ιστορία του τόπου, της γειτονιάς όπου διαπράχθηκε κάθε έγκλημα.

180018_103603243054023_8285768_n

Κεντρικό Παρθεναγωγείο Κωνσταντινούπολης.
Στο δεύτερο θρανίο δεξιά, η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου

Αυτό που με συνδέει προσωπικά με την Πόλη είναι το γεγονός ότι είμαι Ρωμιά και γεννήθηκα και μεγάλωσα στην αγκαλιά της. Δεν γεννήθηκα  βέβαια στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκα και έζησα στην Ιστανμπούλ, σε μια πόλη κοσμοπολίτικη αλλά σαφώς τουρκική, επομένως και η Τουρκία  της εποχής —ως χώρα, ως κουλτούρα, ως  συναίσθημα— δεν μπορούσε παρά να είναι ένας σοβαρός  συμπαίκτης  στα διηγήματά μου. Τον συμπαίκτη αυτόν προσπάθησα να τον σεβαστώ και να τον τιμήσω με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα γιατί τον αγαπώ, είναι η πρώτη μου πατρίδα.

Δεν είναι η νοσταλγία που μου υπαγορεύει αυτά που θα γράψω όταν  γράφω για την Πόλη,  είναι η γοητεία της ίδιας της πόλης. Στις ιστορίες που γράφω δεν με καθοδηγεί η νοσταλγία μου για την Πόλη, υπάρχει και αυτή προφανώς, αλλά κυρίως η γοητεία που πάνω μου έχει ασκήσει η πόλη αυτή.  Πιστεύω ότι αν απλώς αφηνόμουν στην νοσταλγία θα έμενε μέσα μου μια στατική εικόνα της Πόλης, ένα tableau vivant, και μάλιστα ωραιοποιημένο με τα καλύτερα χρώματα, και επομένως μόνο αυτή την στατική εικόνα θα μπορούσα  να εκφράσω. Ευτυχώς  δεν πιστεύω ότι είμαι παγιδευμένη σε έναν ρόλο «νοσταλγού» της Πόλης. Είμαι σε μια διαρκή και ζωντανή σχέση γοητείας μαζί της σε πολλά επίπεδα. Κρατώντας ζωντανή τη γοητεία της πόλης αυτής  προσπάθησα να εκφράσω μια πιο συνολική και αληθινή εικόνα  της στα διηγήματά μου. Αληθινή βέβαια σε σχέση πάντα με το χρόνο μέσα στον οποίο την τοποθετώ στα διηγήματα αυτά.

Η συγγραφή των διηγημάτων  ήταν για μένα αυτό ακριβώς που περιέγραψα: Ένα ταξίδι στα ανθρώπινα συναισθήματα και στη γοητεία της ίδιας της Πόλης. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ακόμα στο αρχείο μου δεκάδες εγκλήματα των οποίων οι πρωταγωνιστές με κοιτούν με  την ίδια επιθυμία να τους ζωντανέψω και να τους δώσω μια ζωή να ζήσουν πριν να  γίνουν θύτες και θύματα. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω μαζί τους. Ο χρόνος  θα δείξει.

* * *

Την Πέμπτη 30 Μαρτίου στις 7 μ.μ. στο Μέγαρο Μουσικής θα μιλήσουν για τα Εγκλήματα στην Πόλη ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής, ο πολιτικός επιστήμων Ηρακλής Μήλλας, ο ιστορικός και αρχισυντάκτης του dim/art Γιώργος Τσακνιάς και η συγγραφέας του βιβλίου, Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου

unnamed

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Τρεις ερωτήσεις

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Τρεις ερωτήσεις, Uncategorized Tagged: Κωνσταντινούπολη, Λογοτεχνία, Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου, βιβλίο

from dimart http://ift.tt/2npELe0
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου