Αυτό δεν είναι τραγούδι #1297
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Σε παρουσιάσεις βιβλίων δεν πάω, ας είναι και να παρουσιάζει ο Θεός τη Βίβλο. Δεν πάω, τελεία και παύλα. Αμήχανες κοσμικές συνάξεις; Όχι, ευχαριστώ. Να γραφτούν κριτικές, να τις διαβάσω. Να κοπιπασταριστούν δελτία τύπου, ομοίως. Κι άμα σκάσει κάτι καλό, ευτυχώς μαθαίνεται. Από στόμα σε στόμα, όπως πρέπει. Γι’ αυτό και όταν μου ’φαγε τ’ αυτιά η φίλη μου η Αθανασία (πρώην Σούλα) να πάω για μπούγιο σε μία από δαύτες, αρνήθηκα από τη σέντρα.
«Έλα, ρε συ. Δεν είναι παρουσίαση, είναι event».
Όπου «event», η παρουσίαση του μερακλή. Το event του λεβέντ’.
«Σα να λέμε; Θα έχει ζογκλέρ και γυμνό μπαλέτο;»
«Σιγά να μην έχει και τον Καρπόζηλο εναντίον Μασκοφόρου Εκδικητή! Όχι, μωρέ, μουσική θα έχει, ζωντανή».
«Ούτε πεθαμένη!»
«Ο Λειβαδιώτης θα είναι, που σου αρέσει. Θα τραγουδήσει Μπρασένς!»
Μου αρέσει εμένα ο Λειβαδιώτης; Ποιος είναι ο Λειβαδιώτης;
«Ξέχνα το, δεν υπάρχει περίπτωση. Έχω να λούσω τα μαλλιά μου».
«Έλα, μωρή μπετούγια, γιατί θα έρθω από κει και θα σ’ τα πάρω με την ψιλή!»
Αυτή είναι η Σούλα που ξέρω και εμπιστεύομαι από την εποχή που δεν ήταν ακόμα Αθανασία. Παρ’ όλα αυτά, παρέμενα ανένδοτη, με νύχια και με δόντια. Είδε κι απόειδε η καλή μου και μου το έσκασε το σωστό παραμύθι:
«Κοίτα, θα έρθεις έστω και με το ζόρι. Εγώ θα το παρουσιάσω! Έχω τρακ, ορίστε, ικανοποιήθηκες τώρα; Τα ’χω κάνει πάνω μου! Σε θέλω για συμπαράσταση».
Αυτό κάπως με μαλάκωσε. Ζήτησα λεπτομέρειες. Δυστυχώς, μου τις έδωσε.
Τόπος: κεντρικό βιβλιοπωλείο. Συγγραφέας: πρωτοεξαφανιζόμενος. Βιβλίο: «Από την Άννα στον Καϊάφα» – ένα τόσο δα πραματάκι, 3 δεκαεξασέλιδα (με τη φύρα). Θα παρίσταντο: ένας Ποιητής (και Γνωστός Αθηναίος), η Αθανασία και ο Συγγραφέας (αυτοπροσώπως). Α, και ο Λειβαδιώτης με τα κλαρίνα του.
Δεν ακουγόταν ελπιδοφόρο. Αλλά η «παρουσιάστρια» είχε κατσικωθεί. Τι ζητάς, Αθανασία, στο μπαλκόνι μου μπροστά; (Να πέσω, ξέρω, μην απαντάς.)
«Δε μου λες, εσύ ως τι;»
«Ως φιλόλογος παύλα κριτικός λογοτεχνίας!»
Α ναι, ήταν κι αυτό, πώς μου διέφυγε; Η Σούλα φιλολογεί κατ’ επάγγελμα και στον ελεύθερο χρόνο της καίει βιβλία και γίδια στα κεραμίδια των σοσιαλμίδια.
«Είναι και φίλος ο συγγραφέας, είπα να τον βοηθήσω».
«Βοήθειά μας! Το βιβλίο λέει τίποτα;»
«Αριστούργημα, αστειεύεσαι;»
«Περί τίνος πρόκειται, αν δεν απατάσαι;»
«Κάτι μεταξύ ποίησης και αφορισμών. Πώς να σου το πω;»
«Με τρόπο».
«Ιστορίες μπονζάι. Μικροδιηγήματα. Ξέρεις τώρα».
Ανάθεμα κι αν ήξερα (κι αν ήθελα να μάθω)! Αλλά την είχε λυπηθεί η ψυχή μου. Ούτε για να πάω στο γάμο της τόσα παρακάλια. Με τα πολλά, της υποσχέθηκα ότι θα πήγαινα. Με χρειαζόταν. Γι’ αυτό είν’ οι φίλοι. Ο φίλος τω φίλω εν κινδύνοις γιγνώσκει, μούμπλε-μούμπλε. Και πήγα.
Ας αρχίσω με τα καλά νέα: ο Λειβαδιώτης, «και να τον συγχωρούμε», δεν θα μπορούσε: είχε πάθει (εκτάκτως – δηλαδή, πέρα από τη μόνιμη) αφωνία. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα καλά. Κατά τα λοιπά, έγινε της παρουσίασης.
Καταρχάς, ο κόσμος, η προσέλευση. Με λίγη προσπάθεια, θα χωρούσαμε σε ταξί (από εκείνα με τις πέντε πόρτες ίσως, αλλά και πάλι). Συγγενείς και φίλοι, όλοι αγγαρεμένοι. Ατμόσφαιρα: αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου.
Πρώτος μίλησε ο Ποιητής. Χωρίς κείμενο, άνετος. Εμβριθής η ανάλυση (μεγάλες, άγνωστες λέξεις), διανθισμένη με ανέκδοτα. Δεν ξέρω αν το κοινό γελούσε στα σωστά σημεία, πάντως γελούσε. Διάβασε και αποσπάσματα. Κατάφερε και μας έψαλε το μισό βιβλιαράκι, γιατί –είπαμε– 50 σελίδες σκάρτες ήταν, και σε κάθε σελίδα μια-δυο αράδες. Δείγμα:
«Δεν μου χρειάζεται ημερολόγιο για να δω πως μπήκε η άνοιξη».
(Αν ήμουν στη θέση του, θα έβαζα τόνο στο «πως» για να δώσω ένα whodunit twist στην υπόθεση· twist and shout.)
Δεύτερη μίλησε η Αθανασία. Αυτή το έπιασε από αλλού για να το μεταφέρει ευκολότερα. Διάβαζε ήρεμα το κείμενο που είχε ετοιμάσει, αλλά μάλλον πήδαγε σελίδες επίτηδες, γιατί η Σούλα μέσα της είχε δακρύσει από τα γέλια, την έβλεπα εγώ. Όχι πως κατάλαβε κανείς τίποτα· αυτά που έλεγε ήταν ξεπατικωσούρα από το Εγχειρίδιο του καλού μπλοφατζή: αν αλλάζεις τα πραγματολογικά κατά περίπτωση, μπορείς με το ίδιο κείμενο να μιλήσεις στο περίπου για περίπου οτιδήποτε έχει ποτέ τυπωθεί, μετερχόμενος την αλάνθαστη τεχνική τού άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Ήταν σύντομη πάντως, μας την έκανε αυτή τη χάρη. Αλλά, ακόμα κι έτσι, πρόλαβε και μας διάβασε το άλλο μισό βιβλιαράκι.
Τελευταίος πήρε τον λόγο ο Συγγραφέας (αυτοπροσώπως). Μας είπε για την περιπέτεια της γραφής (στο κάτω-κάτω) και μας διάβασε το υπόλοιπο μισό βιβλιαράκι. (Σημείωση: Κάνοντας την πρόσθεση των αποσπασμάτων που ακούστηκαν, το βιβλιαράκι βγαίνει να είναι ενάμισι. Δεν πρόκειται για λάθος. Το άθροισμα των μερών αποδείχτηκε μεγαλύτερο από το σύνολο. Εξηγείται το φαινόμενο: πήγαμε από την Άννα στον Καϊάφα και, με την ευκαιρία, συνεχίσαμε για Κατάκολο.)
«Υπάρχουν ερωτήσεις;» μας ρώτησε κλείνοντας ο σεμνός auteur. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας οι άμοιροι όμηροι: όχι, δεν είχαμε. Απαντήθηκαν όλες μας οι απορίες εν τω άμα – θάμα, θάμα!
Στο τέλος, η εκδότρια (όρθια και σε ημιανάπαυση) μας ευχαρίστησε που ήμασταν καλά παιδιά και μας κάλεσε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί για τα καλοτάξιδα. Επιτέλους!
Το κρασί ήταν από ασκό – και όχι από τους ακριβούς. «Καλοτάξιδο» με ξίδι: λογικό. Εντούτοις, θα το έπινα μέχρι πάτου το πικρό μου ποτήρι.
Στο πηγαδάκι που σχηματίστηκε (ένα ήταν το πηγαδάκι, τόσοι ήμασταν· οι ίδιοι που πριν ήμασταν καθιστοί και βολεμένοι, τώρα στεκόμασταν σαν τ’ άλογα και ξεροσταλιάζαμε παλεύοντας να καταπιούμε τον ξιδιά που μας φίλεψαν), την κουβέντα μονοπωλούσε ο Ποιητής (δεν μας τα είχε πει όλα πριν, τα καλύτερα τα είχε φυλάξει για ένα στα όρθια). «Το μέλλον της λογοτεχνίας είναι η μεταλογοτεχνία», είπε. Και της ποίησης η μεταποίηση; «Αυτά που ξέραμε να τα ξεχάσουμε», είπε. Κατά πώς πηγαίνουμε, κοντεύουμε. «Η γραφή αλλάζει», είπε. Από τη γραφή στη μεταγραφή;
«Τι μεταγραφή να κάνει ο καβούριας ο πρόεδρας; Κάνα παλτό θα μας φορτώσει πάλι», ψιθύρισα στην Αθανασία – και της βγήκε το κρασί από τη μύτη.
Ο Ποιητής φάνηκε να παρεξηγείται και ζήτησε με ύφος να μάθει πού ήταν το αστείο. Η Σούλα προφασίστηκε άγνοια (του τύπου: «εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου»),
οπότε υποχρεώθηκα να βγάλω μόνη μου το φίδι από την τρύπα. Είπα (και μεταφέρω αυτολεξεί γιατί είναι στάνταρ ο συγκεκριμένος μονόλογος, της εκτάκτου ανάγκης· δοκιμασμένος):
«Τίποτα, να, λέγαμε… Ξέρετε τι λέει ο Μίλερ; “Η τέχνη, απελευθερωμένη από το ψεύδος να αντανακλά την αλήθεια, γίνεται μαγεία”. Αν δούμε την αλήθεια ως τα διακριτά σύνολα εννοιών υπό μορφοποίηση –δηλαδή, ως διάταξη εννοιακών στοιχείων, κινητικών και ευμετάβλητων– η αντιστοιχία μετατρέπεται σε συνοχή. Από τη στιγμή που οι λογισμοί έχουν –πρέπει να έχουν!– αληθοτιμή, μεταβάλλονται αϊδίως μέσω της διαλεκτικής διαμεσολάβησης και διαθλώνται επαναφορτιζόμενες μέσα στην κολυμπήθρα της εμπειρίας του πράγματος –του ιστορικού πράγματος, όχι του άλλου– και τα πρότυπα διαμορφώνουν τη συνοχή τους αλληλεπιδρώντας ανάμεσα στη συναστρία των εννοιών και στο σύμπλεγμα των πραγμάτων – των ιστορικών, πάντα. Πρέπει –είναι ώρα!– να χυθεί φως στο πράγμα υπό την έννοια της εννοιακής και μηδεπόποτε της εννοιοκρατικής σύνθεσης. Per se».
«Per se;»
«Αμέ!»
Ο Ποιητής είχε βραχυκυκλώσει. Η Σούλα με κοίταζε λες και είχα κατουρήσει στην πισίνα της.
«Εμάς θα μας επιτρέψετε. Είναι ώρα».
Έτσι όπως το είπε, άφησε να εννοηθεί ότι η φράση, στην πλήρη της ανάπτυξη, θα ήταν: «είναι ώρα για τα χάπια της».
Με άρπαξε σηκωτή, μ’ έντυσε, με στόλισε, με νοικοκύρεψε και μ’ έβγαλε έξω καροτσάκι. Σταθήκαμε δυο βήματα παρακάτω και λυθήκαμε στα γέλια, μελανιάσαμε!
«Στην κολυμπήθρα της εμπειρίας; Επαναφορτιζόμενες; Αϊδίως;»
«Per se!»
«Είσαι για δέσιμο, ρε!»
«Εσύ φταις που, αντί για κόμπο, έκανες φιόγκο!»
«Τρεις ηλίθιους έχω γνωρίσει στη ζωή μου: εμένα, εσένα και τον Μίλερ».
Είχαμε διπλωθεί στα δύο, μας κοίταζε ο κόσμος. (Μας καμάρωνε!)
«Αυτοί οι Εντιμότατοι φίλοι μου μας έχουν καταστρέψει».
«Ε, κάποιος έπρεπε να το γουρδώσει το περκούτσι!»
Όταν κάποτε ήρθαμε στα συγκαλά μας, απομακρυνθήκαμε τρέχοντας από τη σκηνή του εγκλήματος.
«Άντε, πάμε τώρα να πιούμε τίποτα ανθρώπινο».
«Εσύ κερνάς».
«Εγώ βέβαια! Σου χρωστάω. Δεν πρόκειται να μου ξαναζητήσουν να παρουσιάσω ούτε μενού σε σουβλατζίδικο. Μ’ έσωσες!»
«Κι έτσι δεν θα χρειαστεί να ξαναδείς στο ημερολόγιο αν μπήκε η άνοιξη».
«Per se;»
«Τελειωμένα πράματα!»
Αμέ.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/2Im52Cu
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου