Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

«Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε!»

–του Γιώργου Θεοχάρη–

Η αντιγραφή είναι κοινός τόπος στις ανθρώπινες δραστηριότητες, συνεπώς και στις καλές τέχνες. Δεν θα ισχυριστώ ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη· υπάρχει. Είναι όμως τόσο σπάνια που οι εμφανίσεις της χάνονται στην αχλή του μύθου.

Αντιγράφουμε, λοιπόν. Αδιαλείπτως και κατά κόρον. Αυτό δεν είναι εξ ορισμού κακό. Η αντιγραφή είναι μια θεμιτή πρακτική: αντιγράφουμε για να μάθουμε, αντιγράφουμε για να βελτιώσουμε, αντιγράφουμε για να προχωρήσουμε. Το θέμα, συνεπώς δεν είναι γιατί αλλά πώς αντιγράφουμε. Ο Πικάσο έλεγε: «οι κακοί καλλιτέχνες αντιγράφουν, οι καλοί κλέβουν»· και ο Μάνος Χατζιδάκις συμφωνούσε: «οι ατάλαντοι μιμούνται, οι ταλαντούχοι κλέβουν». Με αυτούς τους αφορισμούς, oι δύο μεγάλοι καλλιτέχνες δεν ήθελαν να νομιμοποιήσουν τους «κλέφτες», αλλά να καταδείξουν τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ στείρας μίμησης και δημιουργικής συνέχειας.

Όπως σε κάθε μορφή τέχνης, έτσι και στον κινηματογράφο, τα παραδείγματα αντιγραφής είναι απειράριθμα. Στην καλύτερη περίπτωση αποκαλούνται «επιρροές»· στη χειρότερη, «συνταγή» (και στη χείριστη, «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας»). Υπάρχουν όμως και κάποιες –λίγες– περιπτώσεις αντιγραφών που δεν εμπίπτουν σε κανένα από τα γνωστά πρότυπα. Μία τέτοια περίπτωση, από τον χώρο του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου (ΠΕΚ), αποτελεί το θέμα του παρόντος.

Τα δάνεια στον ΠΕΚ είναι τόσο πολλά και οι διαδρομές τους τόσο περίπλοκες ώστε μία, κατά το δυνατόν, εξαντλητική αναφορά σε αυτά θα αποτελούσε ερευνητικό άθλο. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν βλέπω κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέραν του ιστορικού, σε μία τέτοια τιτάνια προσπάθεια. Εδώ θα πραγματευτώ μία και μόνη περίπτωση «δανεισμού», την οποία θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω.

Υπάρχουν δύο ταινίες στις οποίες περιλαμβάνονται δύο σκηνές που είναι σχεδόν πανομοιότυπες. Οι ταινίες αυτές είναι Το τεμπελόσκυλο (1963) και Η μοντέρνα Σταχτοπούτα (1965). Στις δύο σκηνές που μοιάζουν μεταξύ τους, ένας εκ των πρωταγωνιστών τηλεφωνεί σε ένα μπακάλικο και δίνει μια παραγγελία για τρόφιμα. Ας δούμε, καταρχάς, τις ταινίες.

l08pO4T

Το τεμπελόσκυλο

Παραγωγή: Σάββας Φιλμ. Σενάριο: Στέφανος Φωτιάδης (από το θεατρικό έργο του ίδιου «Τεμπέλης με καριέρα»). Σκηνοθεσία: Φωτιάδης & Γιώργος Πετρίδης. Ηθοποιοί: Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μαίρη Χρονοπούλου, Δέσπω Διαμαντίδου, Αλέκος Λειβαδίτης, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκη Λινάρδου, Νίκος Βασταρδής, Λαυρέντης Διανέλλος, Τάκης Φιλίππου κ.ά.

Προβλήθηκε το 1963-1964 και έκανε 233.360 εισιτήρια (15η ανάμεσα στις 92 ταινίες της χρονιάς).

To-Tempeloskylo-1963-ellhnikew-tainiew-240x173

Η υπόθεση: Ο Πολύδωρος Κλάπας (Παπαμιχαήλ) είναι τεμπέλης ολκής. Κάποια στιγμή, ο αδερφός του, ο Ορέστης (Βασταρδής), ο οποίος σηκώνει όλα τα οικογενειακά βάρη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του, τη Ρένα (Λινάρδου), του βρίσκει δουλειά, με τα χίλια ζόρια, στην αρωματοποιία όπου εργάζεται και ο ίδιος ως λογιστής. Μετά από διάφορες περιπέτειες, ο Πολύδωρος, ο οποίος αποδεικνύεται εξαιρετικός εισπράκτορας για την εταιρεία, και η διευθύντριά του, η Μπούμπη Πελεκάνου (Χρονοπούλου), ερωτεύονται αλλήλους, αρραβωνιάζονται, ο Πολύδωρος γίνεται διευθυντής του εργοστασίου, και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Η ταινία βλέπεται ευχάριστα. Πρόκειται για μία φτηνή παραγωγή, κινηματογραφικά αδιάφορη, πού έχει μερικές καλές ατάκες. Έχει και κάποια πλάνα από ποδοσφαιρικό αγώνα (νομίζω στη Λεωφόρο, Παναθηναϊκός-ΑΕΚ). Έχει και μία ενδιαφέρουσα σινεφίλ σεκάνς (παρωδία μονομαχίας σε γουέστερν). Από ηθοποιούς, έχει σε δεύτερους ρόλους τους Αυλωνίτη και Λειβαδίτη· ο πρώτος βαριέται εμφανώς (λέγεται ότι έπαιζε αδιακρίτως όπου του προτεινόταν για να ταΐζει τα αλογάκια στον ιππόδρομο) και ο δεύτερος (ο οποίος ατύχησε στον κινηματογράφο γιατί, κυνηγημένος μια ζωή για τα «κοινωνικά» του φρονήματα, αναγκάστηκε να παίξει σε ελάχιστες και ασήμαντες ταινίες) διεκπεραιώνει τον ρόλο του με την αναγνωρίσιμη (και άκρως επιτυχημένη στο θέατρο) μανιέρα του. Ακόμα κι έτσι όμως, καταφέρνουν και ξεχωρίζουν γιατί απλούστατα ήταν σπουδαίοι ηθοποιοί, ο καθένας με τον τρόπο του. Η Χρονοπούλου μοιάζει αμήχανη, δεν μπορεί να υποστηρίξει τον ρόλο της. Αντιθέτως, ο Παπαμιχαήλ, παρά τις υπερβολές στην ερμηνεία του, είναι περιέργως συμπαθής (κι αυτό μολονότι ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι, στον πυρήνα του, αρνητικός). Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον μικρό Τάκη Φιλίππου (έναν εξαιρετικά φυσικό πιτσιρικά), ο οποίος, αν και έχει ελάχιστες ατάκες, κλέβει την παράσταση.

Στους τίτλους, ως σκηνοθέτης αναφέρεται ο Φωτιάδης και στον Πετρίδη αποδίδεται η «σκηνοθετική επιμέλεια». Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος δίδαξε τους ηθοποιούς και ο δεύτερος πήρε όλες τις κινηματογραφικές αποφάσεις. Το αποτέλεσμα δεν είναι απαράδεκτο. Με δεδομένα τα μέσα της μικρής εταιρείας παραγωγής, οι άνθρωποι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν: η μετριότητα ήταν το ταβάνι τους· μέχρι εκεί μπορούσαν – υπό αυτή την έννοια, τα κατάφεραν.

Το ηθικό επιμύθιο της ταινίας είναι προβληματικό: ο τεμπέλης, που δεν έχει βγάλει ούτε το γυμνάσιο (δεν πρόλαβε γιατί «τον πήραν φαντάρο»), γίνεται εργοστασιάρχης, έχοντας δουλέψει μόλις δύο μέρες στη ζωή του. Ο νοστιμούλης τεμπελχανάς παίρνει και το κορίτσι και το εργοστάσιο με συνοπτικές διαδικασίες: όνειρο ζωής! Αυτό δεν το λες και υπόδειγμα της «προτεσταντικής ηθικής της εργασίας».

images

Μοντέρνα Σταχτοπούτα

Παραγωγή: Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης. Σενάριο & σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος. Ηθοποιοί: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Σταύρος Ξενίδης, Άρης Μαλλιαγρός, Χρήστος Πάρλας κ.ά.

Προβλήθηκε το 1964-1965 και έκανε 446.691 εισιτήρια (5η ανάμεσα στις 93 ταινίες της χρονιάς).

hqdefault

Η υπόθεση: Η Κατερίνα Πιερή (Βουγιουκλάκη), μία νεαρή με δυσβάστακτα οικογενειακά βάρη και σε άθλια οικονομική κατάσταση, κάνει τα αδύνατα δυνατά και προσλαμβάνεται σε μια μεγάλη εταιρεία ως ιδιαιτέρα του διευθυντή Αλέξη Βαρνέζη (Παπαμιχαήλ). Φυσικά, αποδεικνύεται διαόλου κάλτσα στη δουλειά της. Φυσικότερα, την ερωτεύονται οι πάντες, αλλά την κερδίζει ο Αλέξης, και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Φυσικότατα.

Αυτή η ταινία είναι σαφώς γνωστότερη από την προηγούμενη, οπότε δεν χρειάζεται να πω πολλά. Είναι η πρώτη ταινία της Βουγιουκλάκη στο τετραετές διάλειμμά της (1965-1969) από τη Φίνος Φιλμς. Δεδομένου ότι η προβολή της συνέπεσε με τον γάμο τους (1965), έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στο χτίσιμο του μύθου του πρώην εθνικού μας ζεύγους. Συγκριτικά με το τι γυριζόταν εκείνες τις μέρες, πρόκειται για υπερπαραγωγή – μέχρι εξωτερικά γυρίσματα στη Ρώμη έχει. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι από τις καλύτερες στιγμές του Σακελλάριου, τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά. Δεν φταίει (εντελώς) ο ίδιος γι’ αυτό: δεν ήταν εύκολο να κάνεις σοβαρή δουλειά στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος.

Ας δούμε τώρα τις επίμαχες σκηνές:

Το τεμπελόσκυλο (48΄08΄΄-50΄08΄΄)

 

 

Πολύδωρος Κλάπας (Παπαμιχαήλ): Ένα μισθό! Ουουου! [Τηλεφωνεί.] Παντοπωλείον η Αφθονία; Κυρ-Γιάννη, εσύ; Εδώ Πολύδωρος. Τι ποιος Πολύδωρος, μωρέ; Ο Πολύδωρος που ’ναι στα πόδια γρήγορος. Άκου, κυρ-Γιάννη. Θέλω να στείλεις στο σπίτι μερικά πράγματα.

Κυρ-Γιάννης: Δηλαδή, τι πράγματα; [Μπαίνει στο μπακάλικο ο πατέρας Κλάπας.] Να, πάρε τον πατέρα να τα πεις.

Πατέρας Κλάπας (Διανέλλος): Γεια σου, κυρ-Γιάννη.

Κυρ-Γιάννης: Μίλα με το γιο σου.

Πατέρας: [Παίρνει το ακουστικό.] Μπρος! Μπρος!… Μα τι διάλο, χάλασε, κυρ-Γιάννη;… Άει στο διάλο!… Εσύ είσαι, Πολύδωρε;… Ήρθα να πάρω λίγη ρετσίνα.

Πολύδωρος: Να μην πάρεις λίγη ρετσίνα, πατέρα. Να πάρεις πολλή ρετσίνα. Ακούς; Πολλή!

Πατέρας: Δέκα κιλά φτάνουνε;… Μωρέ, άσε να πάρω δέκα κιλά, κρασάκι του Θεού είναι αυτό, είδος πρώτης ανάγκης… Λέγε, σ’ ακούω… Θρόφιμα; Εντάξει. Θα πάρω μουρταδέλα, κασέρι, σαρδέλες του κουτιού, αυγά, ελιές… Δε μου λες, ρε Πολύδωρε, να πάρω κι ένα αυγοτάραχο; Δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου… Να πάρω; Εντάξει!… Δε μου λες, ρε Πολύδωρε, να πάρω λίγο ζαμπόν; Ούτε κι απ’ αυτό έχω φάει… Να πάρω; Εντάξει, θα πάρω και ζαμπόν… Άκου, Πολύδωρε. Θα πάρω κι ένα κουτί καβούρια… Δε μου λες, ρε Πολύδωρε. Ποιος τα πληρώνει όλ’ αυτά;

Πολύδωρος: Εγώ πληρώνω, πατέρα, εγώ. Σήμερα θα εισπράξω ένα μισθό προκαταβολή. Τρία χιλιάρικα. Με καταλαβαίνεις; Τρία καφετιά χιλιάρικα! Και, πού ’σαι, πατέρα, να περάσεις κι από το χασάπη και να πάρεις κάνα-δυο κιλά κιμά και να πεις της –πού ’σαι, πατέρα;– να πεις της μητέρας να φτιάξει σουτζουκάκια. Σουτζουκάκια!

Πατέρας: Σουτζουκάκια; Ω, ρε, τι έχει να γίνει! Άκου, Πολύδωρε. Τώρα δα που ερχόμουν είδα στο ψαράδικο ένα γαλέο, μα τι γαλέο, μούρλια! Να πάρω κάνα-δυο κιλά να φτιάξουμε και σκορδαλιά;

Πολύδωρος: Πάρε και γαλέο, πάρε και σκυλόψαρο, πάρε κι ό,τι άλλο σου γουστάρει. Γιατί απόψε θα καεί το πελεκούδι.

Μοντέρνα Σταχτοπούτα (36΄30΄΄-38΄30΄΄)

Κατερίνα Πιερή (Βουγιουκλάκη): [Τηλεφωνεί.] Ναι. Παρακαλώ, παντοπωλείον η Αφθονία; Α! Εσύ είσαι, κυρ-Στέφανε; Γεια σου, Κατερίνα εδώ. Άκου, κυρ-Στέφανε. Να στείλεις σπίτι– Τι; Ναι, καλά, ξέρω, ενενήντα έξι και πενήντα, ε; Καλά, κυρ-Στέφανε, θα σε πληρώσω το Σάββατο, ναι. Ε, καλά τώρα, κυρ-Στέφανε, παιδιά είμαστε; Ναι. Λοιπόν, άκουσε. Να στείλεις σπίτι ένα κιλό μακαρόνια, από κείνα τα –ξέρεις– εκείνα τα ωραία, θυμάσαι που είχαμε πάρει πέρσι τα Χριστούγεννα, που τα ’χα κάνει με κιμά. Ναι, πάλι με κιμά θα τα κάνω, ναι, κυρ-Στέφανε. Λοιπόν, ένα κιλό μακαρόνια, δύο κιλά ζάχαρη, δύο κιλά αλεύρι, μισό κιλό καφέ, απ’ τον καλό –ε, κυρ-Στέφανε;– απ’ τον καλό, ένα κουτί μαρμελάδα. Πόσο πάει το κουτί; Πόσο το κουτί;… Όχι, είναι ακριβό. Χύμα δεν έχεις, χύμα;

Αλέξης Βαρνέζης (Παπαμιχαήλ): [Έχει μπει στο γραφείο στο γραφείο και πλησιάζει την Κατερίνα από πίσω.] Κουτί να παραγγείλεις. Θα πάρεις τώρα μια προκαταβολή απ’ το μισθό σου.

Κατερίνα: Κουτί, ακούς, κυρ-Στέφανε; Κουτί! Ναι, βερίκοκο. Βάλε και λιγουλάκι ζαμπόν.

Αλέξης: Ο μισθός σου θα είναι πέντε χιλιάδες το μήνα.

Κατερίνα: Δύο κουτιά, κυρ-Στέφανε, ναι, δύο κουτιά μαρμελάδα και μπόλικο ζαμπόν. Βάλε εκατόν πενήντα γραμμάρια, διακόσια. Και άκου, κυρ-Στέφανε, βάλε και τρεις σοκολατίτσες για τα παιδιά, από κείνες τις φτηνές, ξέρεις.

Αλέξης: Ο μισθός σου, δηλαδή, με τις υπερωρίες μπορεί να φτάνει τις εφτά ή και τις οχτώ χιλιάδες.

Κατερίνα: Άκου, κυρ-Στέφανε. Βάλε έξι σοκολάτες, από δύο για το καθένα, ναι, εκείνες του γάλακτος. Και έξι κουτιά γάλα. Και βάλε και τρία μπουκάλια κρασί και έξι μπουκάλια μπίρα. Ναι, κυρ-Στέφανε. Μόλις διορίστηκα. Σε μια σπουδαία θέση, μια πάρα πολύ σπουδαία θέση. Ναι, βάλε μπόλικο κρασί. Και οχτώ μπουκάλια μπίρα. Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε. Ναι, θα το κάψουμε!

Δύο ταινίες σχεδόν σύγχρονες με δύο σκηνές σχεδόν πανομοιότυπες: περίεργο δεν είναι; Υπάρχουν διαφορές, ασφαλώς. Κατά πρώτον, καθαρά κινηματογραφικές. Στην πρώτη ταινία, η σκηνή έχει παράλληλο μοντάζ: γραφείο (στούντιο) – μπακάλικο (φυσικός χώρος). Στο μπακάλικο, μάλιστα, βλέπουμε και πλάνα από τα ράφια και τα ψυγεία, συν τον συμπαθέστατο Διανέλλο (με την νταμιτζάνα αγκαλιά). Στη δεύτερη, έχουμε μόνο το ζεύγος (με τα κοντινά της Αλίκης να σκεπάζουν, φυσικά, τα πάντα). Αυτό σημαίνει ότι στην πρώτη, αν και η παραγωγή είναι σαφώς φτηνότερη, οι σκηνοθέτες έχουν κάνει καλύτερα τη δουλειά τους. Και είναι απορίας άξιο, γιατί ο Σακελλάριος ήταν αναμφίβολα καλύτερος σκηνοθέτης (και σεναριογράφος) από τους Φωτιάδη & Πετρίδη. Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην παρουσία της Βουγιουκλάκη. Ο Σακελλάριος ήταν αναγκασμένος να εστιάσει τη σκηνή (όλες τις σκηνές!) πάνω της, οπότε δεν υπήρχε χώρος για κανέναν άλλο. Η Βουγιουκλάκη ήταν στη φάση εκείνη της καριέρας της που επέβαλε τους δικούς της (σκληρούς) όρους. (Σαν να την ακούω: «Κύριε Αλέκο, εδώ θέλω ένα κοντινό και, μετά το γενικό του Δημήτρη, σε πρώτο πλάνο εγώ, κι ένα ακόμα πιο κοντινό, έτσι;»)

modern cinderella

Επίσης, υπάρχουν ενδιαφέρουσες σεναριακές διαφορές: στην πρώτη, ο μισθός του εισπράκτορα (και πλασιέ) είναι 3.000 δραχμές, στη δεύτερη ο μισθός της ιδιαιτέρας είναι 5.000. Βέβαια, έχουν περάσει δύο χρόνια, αλλά και πάλι. Χώρια που οι γυναίκες αμείβονταν, ακόμα και για την ίδια δουλειά, πολύ λιγότερο από τους άντρες, ανεξαρτήτως προσόντων. (Όπως και τώρα, δηλαδή, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν – αυτό δεν άλλαξε.)  Ίσως ως εργοδότης ο Βαρνέζης να ήταν πολύ λαρτζ – είναι κι αυτή μια εξήγηση.

Ένα άλλο σημείο που έχει την πλάκα του είναι οι γαστριμαργικές διαφορές στις παραγγελίες. Εντελώς λαϊκές και αλλοπρόσαλλες οι επιλογές στην πρώτη, πιο εκλεπτυσμένες στη δεύτερη. Και πάλι ο Φωτιάδης τα καταφέρνει καλύτερα (αν και φοβάμαι ότι ο συνδυασμός σουτζουκάκια –γαλέος με σκορδαλιά είναι θανατηφόρος).

Παρά τις επιμέρους διαφορές, οι ομοιότητες είναι εντυπωσιακές. Ο Σακελλάριος εμφανίζεται να αντιγράφει κατάφορα τον Φωτιάδη. Είναι κάτι τέτοιο λογικό; Σε ταινίες σχεδόν σύγχρονες που τις είδαν εκατοντάδες χιλιάδες θεατές (και τις δύο πάνω-κάτω οι ίδιοι, κατά πάσα πιθανότητα); Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Τι είχε να ζηλέψει ο Σακελλάριος από τον Φωτιάδη;

Εκ των πραγμάτων, η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε αυτούς τους δύο. Για τον Αλέκο Σακελλάριο (1913-1991) δεν θα πω τίποτα εδώ, είναι γνωστός σε όλους. Αντιθέτως, αξίζουν δυο λόγια για τον σχετικά άγνωστο Στέφανο Φωτιάδη (1913-1975).

Photiadis

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε ηθοποιός στη Σχολή Θεάτρου του Σωκράτη Καραντινού. Έπαιξε στο θέατρο και σε ελάχιστες ταινίες [(Ο κόκκινος βράχος (1948) και Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα (1958)], αλλά από νωρίς στράφηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων και στη μετάφραση έργων από τα γαλλικά. Πολλά από τα θεατρικά του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, σε διασκευή δική του ή άλλων. Υπογράφει το σενάριο έντεκα ταινιών [με πιο γνωστή ίσως το Έξω οι κλέφτες(1961)], σε τρεις από τις οποίες [Το τεμπελόσκυλο (που λέγαμε), Τρελλοί πολυτελείας (1963) και Αχ! και να ’μουν άντρας (1966)] έχει κάνει και τη σκηνοθεσία (τη διδασκαλία των ρόλων, δηλαδή· δεν ήταν κινηματογραφιστής). Πρόλαβε να δουλέψει λίγο και στην τηλεόραση [σεναριογράφος της σειράς «Πάτερ Φαμίλιας» (1972)].

Συνοψίζω: Ο Στέφανος Φωτιάδης υπήρξε ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης. Κατά γενική ομολογία, συμπαθής αλλά μέτριος σε ό,τι κι αν καταπιάστηκε. (Γενικώς τον θεωρούσαν εξελίξιμο –τουλάχιστον ως θεατρικό συγγραφέα–, αλλά τελικά δεν επαλήθευσε τις προβλέψεις των αισιόδοξων).

Έχουμε, λοιπόν, από τη μία τον μέτριο Φωτιάδη, και από την άλλη τον Σακελλάριο, ο οποίος για περίπου τέσσερις δεκαετίες ήταν (δικαίως) πρώτο όνομα στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τη δημοσιογραφία και τη στιχουργική. Τι ανάγκη είχε ο δεύτερος να «κλέψει» τον πρώτο, και μάλιστα τόσο εξόφθαλμα; Καμία! Τότε;

Υποψιάζομαι ότι η όλη ιστορία είναι ένα εσωτερικό αστείο του ΠΕΚ. Ο Σακελλάριος γράφει μια σκηνή που παραπέμπει στον Φωτιάδη, ίσως για να τον πειράξει ή ακόμα και για να τον τιμήσει. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, είναι αδύνατον να πρόκειται για σύμπτωση. Καταρχάς, ο Παπαμιχαήλ έπαιζε και στις δύο ταινίες, άρα είναι μάλλον απίθανο να μην είχε προσέξει (και επισημάνει) την ομοιότητα των δύο σκηνών. Έπειτα, η Λινάρδου, σύζυγος του Σακελλάριου εκείνη την εποχή, επίσης έπαιζε στην πρώτη· συνεπώς, κατά πάσα πιθανότητα, ο Σακελλάριος είχε δει το Τεμπελόσκυλο.

Τέλος, υπάρχουν κάποια στοιχεία που ενισχύουν την υπόθεσή μου. Κατά πρώτον, το παντοπωλείο και στις δύο περιπτώσεις ονομάζεται «Αφθονία». Κι αν αυτή είναι σύμπτωση (γιατί η αλήθεια είναι ότι πολλά παντοπωλεία της εποχής ονομάζονταν έτσι), υπάρχουν κι άλλα.  Οι επίμαχες σκηνές έχουν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο, ακριβώς την ίδια δραματουργική υπόσταση (μέχρι και ακριβώς την ίδια χρονική διάρκεια: 2 λεπτά) και  τελειώνουν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο: «απόψε θα καεί το πελεκούδι» η πρώτη, «θα το κάψουμε απόψε» η δεύτερη (και μετά ακολουθεί τσιμπούσι και στις δύο ταινίες). Συμπτώσεις κι αυτές; Ίσως (αλλά δύσκολα, γιατί σαν πολλές μαζεύονται). Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα που δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι σύμπτωση. Ο Σακελλάριος ονομάζει τον μπακάλη στο δικό του σενάριο «κυρ-Στέφανο» (λες και φοβόταν ότι αλλιώς δεν θα το έπιανε το υπονοούμενο ο Στέφανος Φωτιάδης). Για κάποιον που δεν πιστεύει στις απανωτές συμπτώσεις (όπως εγώ), δεν χρειάζονται παραπάνω στοιχεία: ο Σακελλάριος της Μοντέρνας Σταχτοπούτας, για κάποιον λόγο που δεν γνωρίζω (αλλά μπορώ εύκολα να φανταστώ), κλείνει το μάτι στον Φωτιάδη του Τεμπελόσκυλου.

Κάποιοι από τους συντελεστές των υπό συζήτηση ταινιών είναι εν ζωή, συνεπώς θα μπορούσαν θα διαφωτίσουν τον επίμονο ερευνητή που θα έμπαινε στον κόπο να τους ρωτήσει. Εγώ δεν προτίθεμαι να το ψάξω περαιτέρω: προτιμώ να μείνω με την (έστω λανθασμένη) εντύπωση ότι οι συντελεστές του ΠΕΚ στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Πόλεμο αφενός θεωρούσαν τις ταινίες τους τόσο εφήμερες και αφετέρου αισθάνονταν τόσο δικό τους αυτό το παιχνίδι που δεν δίσταζαν να κάνουν πλάκα μεταξύ τους από ταινία σε ταινία.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις στην κατηγορία Σινεμά

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://ift.tt/2pxOdf2
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου