Αυτό δεν είναι τραγούδι #1308
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Τσακνιάς
Το 1952, ο John Cage έγραψε το πιο γνωστό κομμάτι του, αυτό που ο ίδιος σε πολλές μεταγενέστερες συνεντεύξεις δήλωσε πως θεωρούσε ως το σημαντικότερο έργο του. Είναι ένα κομμάτι σε τρία μέρη για ορχήστρα με απροσδιόριστο αριθμό οργάνων ή και για ένα όργανο σόλο. Η παρτιτούρα του κομματιού αποτελείται από την οδηγία προς τον μουσικό ή τους μουσικούς απλώς να μείνουν ακίνητοι και να μην κάνουν κανέναν ήχο με τα όργανά τους σε όλη τη διάρκεια και των τριών μερών. Η διάρκεια είναι τέσσερα λεπτά και τριάντα τρία δευτερόλεπτα — κι αυτός είναι και ο τίτλος του κομματιού: 4:33, αν και συχνά αναφέρεται ως Silent piece, το Σιωπηλό κομμάτι.
«Εξυπνάδες», μπορεί να πει κανείς (πολλοί το είπαν ήδη και πολλοί το λένε ακόμα). Επίσης: «Μα είναι αυτό μουσική;» Ωστόσο, το Σιωπηλό κομμάτι έχει και ιστορία και άποψη πίσω του.
Ήδη το Ντουέτο για δύο φλάουτα που έγραψε ο Cage το 1934, σε ηλικία 22 ετών, ξεκινάει με μια τεράστια σιωπή. Μεγάλα διαστήματα σιωπής υπάρχουν και σε πολλά άλλα έργα του. Από το 1947, ο Cage φλέρταρε με την ιδέα ενός κομματιού που θα αποτελείται μόνο από σιωπή — μένει βέβαια να δούμε τι ακριβώς είναι η σιωπή· γιατί δεν είναι αυτονόητο. Σε μια διάλεξή του στο Vassar College, είχε προαναγγείλει το Σιωπηλό κομμάτι, ενημερώνοντας το κοινό πως «είχε διάφορες επιθυμίες, μία εκ των οποίων ήταν να συνθέσει ένα κομμάτι που θα αποτελείται από αδιάκοπη σιωπή και να το πουλήσει στη Muzak Co.» (Σ.τ.Μ.: πρόκειται για μια εταιρία που διαχειριζόταν κομμάτια background music). «Το κομμάτι θα έχει διάρκεια τρία ή τεσσεράμισι λεπτά —αυτή είναι η διάρκεια της «κονσερβαρισμένης μουσικής»— και ο τίτλος του θα είναι Σιωπηλή προσευχή». Εκείνη την εποχή, ωστόσο, ο Cage θεωρούσε πως ένα τέτοιο κομμάτι θα ήταν «ακατάληπτο στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού» και δεν ήθελε να κάνει κάτι που θα φαινόταν ως εύκολη εξυπνάδα ή ως αστείο.
Το 1951, ο Cage επισκέφτηκε το «Σιωπηλό δωμάτιο» του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ — έναν χώρο με εξαιρετική ηχομόνωση, που χρησιμοποιείτο για πειράματα. Επιζητούσε την απόλυτη σιωπή — κι εκεί όμως άκουγε ήχους (ο υπεύθυνος του χώρου τού εξήγησε πως ο ένας ήχος ήταν το νευρικό του σύστημα και ο άλλος, ο πιο μπάσος, το αίμα του που κυκλοφορούσε στις φλέβες). Με τον τρόπο αυτό, αποδεικνυόταν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σιωπή, τουλάχιστον σιωπή που να μπορεί να παρατηρηθεί εμπειρικά, από άνθρωπο. Αυτή η διαπίστωση απελευθέρωσε τον Cage: με δεδομένο ότι γι’ αυτόν η μουσική δεν ήταν ιδέες ή συναισθήματα (η αισθητική πρόθεση του οποιουδήποτε συνθέτη) αλλά ήχοι (όλοι οι ήχοι του περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως πρόθεσης και παραδοσιακά νοούμενης «μουσικότητας»), η ανυπαρξία σιωπής σήμαινε πως η μουσική δεν κινδύνευε να πεθάνει ποτέ. Μπορούσε λοιπόν να γράψει το σιωπηλό κομμάτι που ήθελε και σκεφτόταν εδώ και χρόνια και αυτό να είναι όντως ένα μουσικό κομμάτι. Διότι, είπαμε, δεν υπάρχει σιωπή: σε όποια αίθουσα και να παιχτεί το Σιωπηλό κομμάτι του John Cage, όλο και κάτι θα ακουστεί στα τέσσερα αυτά λεπτά και τριαντατρία δευτερόλεπτα: κάποιος θα βήξει ή θα γελάσει αμήχανα, κάποια καρέκλα θα τρίξει, κάποιο αεροπλάνο θα περάσει ψηλά στον ουρανό και ο απόηχος του βουητού θα φτάσει στην αίθουσα: αυτή θα είναι εκείνη τη μέρα η μουσική του κομματιού.
Την ίδια χρονιά που ο Cage επισκέφτηκε το «Σιωπηλό δωμάτιο» στο Χάρβαρντ, ο Robert Rauschenberg, στενός φίλος και κατά καιρούς συνεργάτης του Cage, είχε παρουσιάσει μια σειρά από άσπρους πίνακες — φαινομενικά άδειους καμβάδες, που όμως είχαν ασπριστεί με πλαστικό χρώμα, από αυτό που βάφουμε τους τοίχους, κι έτσι άλλαζαν αδιόρατα απόχρωση, ανάλογα με τον φωτισμό του χώρου· επίσης, μέρος του έργου ήταν οι σκιές των επισκεπτών της έκθεσης, που έπεφταν πάνω στους λευκούς πίνακες. Κατά δήλωσή του, ο Cage εμπνεύστηκε από τα έργα του φίλου του και έκανε το αντίστοιχο στη μουσική.
Έχουμε καταπιαστεί κι άλλες φορές στο dim/art με τον Cage και με το 4:33. Πού μου ξανάρθε σήμερα; Σήμερα το πρωί, στον παιδικό σταθμό που πηγαίνει η κόρη μου, η τετράχρονη Αμαλία, αφηγήθηκα στους συμμαθητές της το παραμύθι που της είπα ένα βράδυ και την άλλη μέρα το έγραψα και τελικά έγινε βιβλίο: Μια φορά κι έναν καιρό, ένα πόδι… Αφηγούμενος το παραμύθι, το οποίο στην ουσία έχει να κάνει με τις αισθήσεις, έπαιζα πολύ με τα παιδιά — μεταξύ των οποίων, ένα αγοράκι που διαρκώς μου έδειχνε τα δόντια του και μου δήλωνε πως ήταν καρχαρίας. Όταν μιλούσαμε για τα μάτια, τα ρώτησα τι τους αρέσει να βλέπουν κι έλαβα διάφορες απαντήσεις: λουλούδια, πεταλούδες, παγωτά, μαμάδες, αυτοκίνητα, τους Πιτζαμοήρωες, κ.ά. Το γνωστό αγοράκι μού είπε ότι του αρέσει να βλέπει καρχαρίες. Ένα κοριτσάκι μου απάντησε: «Βλέπουμε αυτά που είναι γύρω μας». Τη λάτρεψα για αυτήν την τόσο ζεν απάντηση και είμαι βέβαιος ότι θα την εκτιμούσε και ο Cage. Όταν λοιπόν φτάσαμε στα αυτιά, ρώτησα: «Τι ακούμε με τα αυτιά;» Οι απαντήσεις είχαν πάλι ποικιλία: μουσική, γαβγίσματα, νιαουρίσματα, τρένα, βροντές, τους Πιτζαμοήρωες — και, βέβαια, καρχαρίες. Κοίταξα το ζεν κοριτσάκι κι εκείνο μου είπε: «Τους ήχους και τις σιωπές».
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Robert Rauschenberg, White Painting, 1951.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/2IHPglq
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου