Αυτό δεν είναι τραγούδι #1239
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Το ακορντεόν είναι όργανο ανυπόληπτο. Δεν ξέρω τι φταίει. Επειδή είναι φορητό; Όχι, γιατί και η κιθάρα, π.χ., φορητή είναι. Επειδή είναι φτηνό; Δεν είναι – οι τιμές κυμαίνονται από 500 μέχρι 5.500 ευρώ. Επειδή δεν έχουν γραφτεί πολλά έργα ειδικά γι’ αυτό; Μάλλον όχι, γιατί δεν θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί περισσότερα καθώς μετράει λιγότερο από δύο αιώνες ιστορία. Μήπως επειδή έχει συνδεθεί στις περισσότερες παραδόσεις με τη λαϊκή μουσική; Ναι, ίσως να φταίει αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, το έχουμε αδικήσει το όργανο. Ειδικά όταν το συνδέουμε, συνειδητά ή όχι, με τους πλανόδιους μουσικούς στο μετρό – και με την επαιτεία, ας μην κρυβόμαστε. Οι παλιότεροι σίγουρα έχουν ακούσει την απαξιωτική ατάκα: «θα βάλω μαύρα γυαλιά, θα πάρω ένα ακορντεόν και θα πάω να τη στήσω στην Ομόνοια». (Παρένθεση. Τώρα θυμήθηκα ένα χαρακτηριστικό τύπο της Αθήνας της δεκαετίας του ’70 που όντως ήταν τυφλός, έπαιζε ακορντεόν –καθιστός σε σκαμνάκι Ι.Χ.– στο υπόγειο της Ομόνοιας και τραγουδούσε αποκλειστικά Καζαντζίδη με τρόπο συγκλονιστικό. Έχω να τον δω δεκαετίες, αλλά τον θυμάμαι ολοκάθαρα· μολονότι δεν είμαι φαν του είδους, πάντα καθόμουν και τον χάζευα: το πάθος του ήταν αυθεντικό – και το ήξερε το οργανάκι του. Η εικόνα που περιγράφω ενισχύει το στερεότυπο, αλλά ο τυφλός ακορντεονίστας ήταν καλός· τα στερεότυπα είναι ύπουλα – πράγμα που ίσως εξηγεί το γιατί λειτουργούν τόσο καλά κάτω από τη βάση των ενστίκτων. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι αυτή η ανάμνηση συνοψίζει ιδανικά την άδικη ανυποληψία του ακορντεόν. Κλείνει η παρένθεση.)
Εδώ, στα δικά μας, το ακορντεόν δεν έχασε ποτέ τη θέση του στις λαϊκές ορχήστρες, αλλά από τη δεκαετία του ’60 και πέρα, με την κυριαρχία της ροκ («ιτς όνλι ροκενρόλ μπαλαλάικα», που τραγουδούσε και μια ψυχή τότε, στραβοακούγοντας τον Mick Jagger, διαβόητο «αρχιερέα της μουσικής του διαβόλου») και με την έλευση των ολοένα και φτηνότερων ηλεκτρικών οργάνων, άρχισε να περιορίζεται η χρήση του. Το ίδιο, όμως, συνέβη με όλα τα φυσικά όργανα. Τώρα τελευταία το ακορντεόν επανέρχεται (ανεπαισθήτως) – όπως και όλα τα φυσικά όργανα, άλλωστε. Η κατάσταση κάποτε θα ισορροπήσει, φαντάζομαι – μέχρι την επόμενη επανάσταση (που μακάρι να μπορούσα να την φανταστώ: θα έλυνα έτσι κάνα-δυο προβληματάκια ρευστότητας).
Τώρα, τι μου ήρθε και σας λέω για το ακορντεόν; Κάτι μου ήρθε! Άκουσα προσφάτως έναν μουσικό και έχω φάει κόλλημα χαρούμενο! Λέγεται Mario Batkovic, είναι Ελβετός με βοσνιακή καταγωγή και έχει κάνει κλασικές σπουδές. Και παίζει ακορντεόν – όχι εκείνο το γνωστό που θυμίζει κάθετο πιάνο· το άλλο το ασυνήθιστο, με τα κουμπάκια, που είναι σαν γραφομηχανή με φυσούνα. Το 2017 κυκλοφόρησε ο πρώτος του προσωπικός δίσκος, με τίτλο το όνομά του και 9 δικές του συνθέσεις. Σόλο ακορντεόν. Ναι, αλλά τι ακορντεόν! (Παραμιλάω.)
Ο τύπος είναι βιρτουόζος. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα γιατί ασφαλώς δεξιοτέχνες υπάρχουν πολλοί. Εντούτοις, υπάρχουν δύο στοιχεία που τον κάνουν να ξεχωρίζει: πρώτον, βγάζει ήχους από το ακορντεόν που δεν τους βάζει ανθρώπου νους· δεύτερον, είναι σπουδαίος συνθέτης. Σπουδαίος! Βέβαια, κινείται στον χώρο που, εντελώς χοντρικά, περιγράφεται ως «μινιμαλιστικός», οπότε κατά πάσα πιθανότητα ξέρει ότι στάδια δεν πρόκειται να γεμίσει. Αυτό καθόλου δεν με πειράζει (εκείνον, δεν ξέρω, θα σας γελάσω): ευχαρίστως θα πήγαινα να τον ακούσω σ’ έναν μικρό χώρο· επίσης, διαβάζω ότι γράφει μουσική για τον κινηματογράφο, οπότε κάπως (ελπίζω ότι) θα τη βολέψει. Γιατί πρέπει να συνεχίσει! Ο πρώτος δίσκος δεν είναι απλώς πολλά υποσχόμενος· είναι εξαιρετικός! Όχι μόνο επαναφέρει το ακορντεόν στο προσκήνιο με τρόπο καινοφανή, αλλά γράφει και μουσική που είναι σημαντική από μόνη της, ανεξαρτήτως οργάνου.
Επί προσωπικού – ορισμένες αναγκαίες διευκρινίσεις. Όσο περνούν τα χρόνια, παθιάζομαι όλο και σπανιότερα με καινούρια ακούσματα. (Τους λόγους εύκολα τους υποθέτει κανείς, αν μπει στον κόπο· αλλά γιατί να μπει;) Επιπλέον, έτσι που έχει εξελιχθεί η μουσική βιομηχανία, μου είναι δύσκολο να παρακολουθώ ακόμα και αυτά που δυνάμει θα με ενδιέφεραν. (Οι λόγοι είναι γνωστοί και χιλιοειπωμένοι – βαριέμαι να σας κάνω να βαρεθείτε.) Στα σχεδόν 4 χρόνια που υπάρχει αυτή η (καθημερινή) στήλη, ζήτημα είναι να έχουμε παίξει διψήφιο (και, πάντως, με τίποτα τριψήφιο) αριθμό νέων κυκλοφοριών. Είμαστε «μουσεία», είμαστε. Με τούτα θέλω να πω ότι, για να το κάνω θέμα, κάτι έπαθα. Ε, το μοιράζομαι! Δεν περιμένω να συμμεριστούν πολλοί τον ενθουσιασμό μου – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμένα μου αρέσει ο Mario επειδή νιώθω από μουσική, ενώ όσοι βγάλουν φλύκταινες ακούγοντάς τον είναι γίδια· απλώς ξέρω ότι υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να ακούσει (και να το χαρεί, όχι με το ζόρι!) ο καθένας. (Για να μη λέμε συνέχεια τα ίδια, παραπέμπω σε αυτά που έγραψε αντιπροχθές ο Αργύρης Μεθωνίτης – κι ας μην συμφωνώ απολύτως μαζί του.)
Φτάνουν τα λόγια, καιρός για μουσική. Το ακορντεόν αντεπιτίθεται! Ταν-ταράν-ταν-ταν! Ακούστε ένα δείγμα – και, αν σας κάνει, ψάξτε για τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου. (Αν, πάλι, δεν σας κάνει, τι είχατε τι χάσατε; Συνεχίστε!)
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/2EB8pTb
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου