Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Τα βρήκα μπαστούνια

—μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία της Μαρίκας Τσεβά—

Έπαιζα ήδη τρεις ώρες και ήμουν περίπου στα λεφτά μου. Από τα τρία χιλιάρικα της αρχής, είχα μπροστά μου τρία εκατό. Έτσι όμως δεν έκανα δουλειά. Ο στόχος μου ήταν να τα δεκαπλασιάσω γιατί τόσα χρωστάω από δω κι από κει: τριάντα. Αλλά η νύχτα ήταν ακόμα νέα.

Το παιχνίδι γινόταν σε φιλικό σπίτι. Φιλικό όχι προς εμένα – δεν τους ήξερα τους ανθρώπους. Φίλος φίλων με κάλεσε και πήγα. «Θα γίνει χοντρό παιχνίδι», μου είχε πει, «να έρθεις αποφασισμένη – και φορτωμένη». Πήρα λοιπόν μισθό συν δώρο και πήγα. Για να λύσω το πρόβλημά μου. Και για να τηρήσω το έθιμο – αυτό κυρίως!

Παραμονή πρωτοχρονιάς, παραδοσιακά. Το ξένο σπίτι είχε μετατραπεί σε λέσχη. Είχαν στηθεί τρία τραπέζια: Texas hold ’em, πόκα και 21. Διάλεξα το πρώτο γιατί είχα παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια στο YouTube. Νόμιζα πως ήξερα. Και όντως ήξερα· τους κανόνες. Για τα υπόλοιπα θα φρόντιζε η ζωή.

Στο τραπέζι μου ήμασταν οχτώ άτομα. Όλοι είχαμε ξεκινήσει με τρία χιλιάρικα, πράγμα που σήμαινε ότι ο νικητής (αν έκλεινε ο κύκλος) θα έφευγε με εικοσιτέσσερα. Μείον 10% η γκανιότα – για τα έξοδα, τάχαμου (είπαμε: λέσχη κανονική), 21.600. Καθαρό κέρδος, 18.600. Το ποσό μού έκανε, ήταν κοντά στον στόχο μου. (Αν κέρδιζα· αν έχανα, που ήταν και το πιθανότερο, θα γινόμουν ο στόχος μου.)

Στις πρώτες παρτίδες προσπάθησα να ψυχολογήσω τους αντίπαλους. Υπήρχε μόνο μία άλλη γυναίκα, η Ντόρα – και ήταν καλλονή (αν όμως ποντάριζε μόνο εκεί, θα έχανε.) Οι μισοί ήταν καραμπίνες και έπιναν βαριά ποτά (και κατά πάσα πιθανότητα θα έχαναν, οι άφρονες). Δύο από τους υπόλοιπους δεν μπορούσα να τους καταλάβω. Ο ένας φορούσε ακουστικά (δεν ξέρω τι άκουγε, μπορεί και τίποτα) και ο άλλος μαύρα γυαλιά (χωρίς να είναι τυφλός). Για μούτρα τούς έκοβα, θέλανε προσοχή. Ο τελευταίος της οχτάδας ήταν ο παίχτης ο σωστός, ο πρόστυχος: ο Θανάσης (μέχρι και το όνομά του κουμκανατζίδικο ήταν!). Τριανταπεντάρης, ομπρός κι οπίσω όμορφος, με όλα του τα μαλλιά και κουρεμένος ανθρώπινα. Περίπτωση! Έπαιζε με σύστημα, το καταλάβαινα. Και κέρδιζε μέχρι στιγμής. Όμως τον είχα δεξιά μου, οπότε έλεγχα την κατάσταση – θεωρητικά.

Στο Texas hold ’em, παίρνει ο καθένας δύο κάρτες, κλειστές, και στη συνέχεια ανοίγουν στη μέση άλλες πέντε –σε δόσεις: πρώτα τρεις (αυτό το λένε flop), μετά μία (το turn) και τέλος άλλη μία (το river)–, που είναι κοινές για όλους. Στο ενδιάμεσο μεσολαβούν πονταρίσματα που ακολουθούν κάποιους κανόνες. Κατά τα άλλα, είναι σαν την πόκα: οι παίχτες προσπαθούν να κάνουν τους γνωστούς συνδυασμούς με τα κρυφά και τα κοινά φύλλα. (Ανοίξτε και κάνα βιβλίο, όλα εγώ πια;)

Η τελευταία παρτίδα πριν αλλάξει ο χρόνος ήταν όλα τα λεφτά (για την ακρίβεια: όλα τα δικά μου λεφτά). Μιλούσα μόλις δεύτερη, άρα καταρχήν μειονεκτούσα – αλλά αυτό είναι σχετικό: εξαρτάται με ποιους παίζεις. Είχα από χέρι άσο και ρήγα, μπαστούνια. Στην αρχή ποντάρισα το μίνιμουμ, αλλά αναγκάστηκα να διπλασιάσω για να μείνω στο παιχνίδι. Καλύτερα έτσι: να δείχνεις αδύναμος όταν έχεις καλό φίλο (Πώς να χάσετε με στυλ, κεφ. 5, παρ. 3).

Ανοίγει το flop: βαλές μπαστούνι, δέκα μπαστούνι και οχτώ σπαθί. Οι μισοί πάνε πάσο. Μπαίνω κι εγώ, φυσικά: έχω ήδη ζευγάρι στα δεκάρια, πάω για χρώμα, ίσως και για φλος ρουαγιάλ – κι έχω τον άσο στο χέρι, τι διάολο; Πάλι δεν χτυπάω υπερβολικά, πρώτον, γιατί ακόμα δεν έχω τίποτα φοβερό (ακόμα) και, δεύτερον, για να μην τους φοβίσω και μου φύγουν (ό.π., κεφ. 6, παρ. 2). Έχουν ήδη μαζευτεί στη μέση κοντά δύο χιλιάρικα.

Ανοίγει το turn και είναι δύο κούπα, άσχετο. Φεύγουν άλλοι δύο: η Ντόρα κι εκείνος με τις μαύρες γυαλαμπούκες. Μένουμε μόνο εγώ και ο Θανάσης, ο οποίος μιλάει πρώτος. «Ντούκου», λέει. Τώρα το πράμα σηκώνει σκέψη. Εγώ θέλω ή ντάμα μπαστούνι (οπότε κάνω φλος ρουαγιάλ και game over, δεν υπάρχει καλύτερο φύλλο – εκτός από το φλος ιμπεριάλ, το θρυλικό φλος στον άσο με κούπες, που όλοι ξέρουν ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν το έχει δει – είναι, ας πούμε, το αντίστοιχο της μαύρης τρύπας στο πόκερ) ή οποιοδήποτε μπαστούνι (για χρώμα) ή οποιαδήποτε ντάμα (για κέντα). Δηλαδή, περιμένω έναν σκασμό φύλλα – κι έχω και τον άσο στο χέρι, τι διάολο; Ποντάρω ένα χιλιάρικο. Ο Θανάσης τα βλέπει, αλλά δεν ανεβάζει το ποντάρισμα. Τέλεια!

Ανοίγει το river και είναι βαλές κούπα. Δεν αλλάζει κάτι. Τώρα περιμένω ότι ο Θανάσης θα πει πάλι «ντούκου» κι ετοιμάζομαι να κάνω ότι δήθεν το σκέφτομαι πολύ για να πω στο τέλος «όλα μέσα». Γιατί έχω αποφασίσει ότι δεν έχει τίποτα. Ούτε άσο ούτε ρήγα – αλλιώς θα είχε χτυπήσει πριν το flop· ούτε χρώμα – δεν έβγαιναν τα φύλλα. Και τότε ο Θανάσης κάνει την κίνησή του: «όλα μέσα». Αμάν! Τώρα; Αυτό πραγματικά θέλει σκέψη.

Έχουμε και λέμε: τα κοινά φύλλα είναι βαλές μπαστούνι, δέκα μπαστούνι, οχτώ σπαθί, δύο κούπα, βαλές κούπα. Δεν τον είχα για ζευγάρι στα μικρά από χέρι – θα είχε χτυπήσει στο turn (ό.π., υποσ. 137). Φοβόμουν, βέβαια, μήπως κρατούσε βαλέ. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως, πίστευα ότι τον είχα. Αλλά, αν είχε βαλέ, θα έχανα τα πάντα (είχε περισσότερα λεφτά μπροστά του).

Αν τα είχα παίξει όλα για όλα πριν ανοίξει το river, θα τον είχα διώξει. Τώρα είναι αργά. Με βαριά καρδιά πήγα πάσο. Μάζεψε ένα βουνό από μάρκες και, μολονότι δεν ήταν υποχρεωμένος, μου έδειξε τα φύλλα του: δυάρια! Είχε τρία όμοια, με ταπεινά δυάρια (τον άσο μου μέσα!). Από αλλού το περίμενα, από αλλού μου ήρθε. Παρηγορήθηκα που δεν τα είχα σπρώξει όλα μέσα όλα, γιατί θα έχανα σε κάθε περίπτωση.

Μετά από αυτή την παρτίδα, διακόψαμε για να αλλάξουμε χρόνο και να φάμε τίποτα, να στυλωθούμε. Όταν ήρθε η ώρα, έσβησαν τα φώτα (όλοι είχαν τον νου τους στις μάρκες τους και στα ξένα χέρια που είναι μαχαίρια, παραδοσιακά), μετρήσαμε αντίστροφα, «καλή χρονιά» κ.λπ. Μετά από αυτά τα συγκινητικά, πήγα στον μπουφέ και γέμισα ένα πιάτο (πληρωμένα τα είχα). Κάθισα κάπου και τσιμπολογούσα, μπουρινιασμένη και ανακουφισμένη ταυτόχρονα (αυτό παθαίνεις όταν μεταξύ ήττας και πανωλεθρίας παρεμβάλλεται η αξιοπρεπής υποχώρηση). Με πλεύρισε ο Θανάσης, ο οποίος μου είχε μόλις στοιχίσει ένα χιλιάρικο. Χαμογελούσε αμήχανα· ίσως περίμενε να τον μπουγελώσω με το αναψυκτικό που κρατούσα, τι να πω; Του χαμογέλασα κι εγώ – γιατί ξέρω να χάνω και να κάνω τον χάνο, η μις υπεράνω! (Ήταν και νοστιμούλης, για να τα λέμε όλα.)

«Δεν μου κρατάς κακία, ε;» είπε διαγράφοντας το χαμόγελο από τα χείλη του και αντικαθιστώντας το με τη (σπάνια) συστολή του νικητή.

«Όχι βέβαια! Αλλά έτσι πάνε αυτά, άλλοτε κερδίζεις, άλλοτε χάνεις».

«Ναι, αλλά καλύτερα να κερδίζεις, σωστά;»

«Δεν το συζητώ».

Έπεσε η κουρτίνα της αμηχανίας και γεμίσαμε το κενό με μπουκιές. Τον έβλεπα ότι ήθελε κουβέντα και δεν τον έσωζα – ε, όχι και να τον διευκόλυνα! Εκτός των άλλων (που ήταν και πολλά) δεν ήξερα και τι ακριβώς ήθελε, δεν μπορούσα να καταλάβω. Να μου την έπεφτε, δεν το φανταζόμουν: του έπεφτα μεγάλη. Αν ήμουν στη θέση του, στην Ντόρα θα την έπεφτα. (Δηλαδή, και στη θέση μου που ήμουν, πάλι στην Ντόρα θα την έπεφτα – ήταν εκτός συναγωνισμού σ’ αυτό το σπίτι, ανεξαρτήτως φύλων).

«Να σε ρωτήσω κάτι; Κι αν θέλεις, μου απαντάς».

Έκανα ένα νεύμα που μπορούσε να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους. Εκείνος επέλεξε να καταλάβει ότι συναίνεσα.

«Σοβαρά τώρα, περίμενες να σου κάτσει η ντάμα μπαστούνι στο river;»

«Πήγαινα για μια ντουζίνα φύλλα, αλλά ναι, δεν θα με χάλαγε η ντάμα μπαστούνι».

«Μα καλύτερα που δεν ήρθε κάτι από τα άλλα που περίμενες, έξω τα μπαστούνια, γιατί τότε θα είχες πάει τα ρέστα σου –σωστά;– και θα έχανες!»

Καλά τα έλεγε, δίκιο είχε.

«Ναι, αλλά έχει και μπαστούνια η τράπουλα, δεν έχει;»

«Έχει, αυτό να λέγεται! Αλλά δεν τα βρίσκεις πάντα όταν τα θέλεις».

Εγώ τα είχα βρει μια χαρά!

Πάλι παύση – μπουκιές, γουλιές, βλέμματα. Καλός ήταν, π’ ανάθεμά τον! Δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον τσακίσω στο παιχνίδι όπου είχα το καλύτερο φύλ(λ)ο.

«Ξέρεις πόσες είναι οι πιθανότητες να σου κάτσει φλος ρουαγιάλ;»

«Λίγες;»

«Ακόμα λιγότερες!»

Γέλασα κοινωνικά – να μη μας περάσει και για ακοινώνηστους, που λέει και ο μέγας γκουρού Ζήκος. Έτσι πήρε θάρρος.

«Κατάλαβα. Λίγες λέμε ότι είναι οι πιθανότητες να πέσεις από την Ακρόπολη και όχι μόνο να μην σκοτωθείς αλλά να βρεις και πορτοφόλι. Εδώ μιλάμε για τις πιθανότητες να πέσει η ίδια η Ακρόπολη από την Ακρόπολη και να βρει πορτοφόλι!»

Πνίγηκε. Αμ εμείς οι δυο θα συνεννοούμασταν! Με τούτα και με κείνα, είχε πάρει θάρρος.

«Όπως τα λες! Οι πιθανότητες για 5 οποιαδήποτε φύλλα μέσα από το σύνολο των 52 που έχει η τράπουλα είναι 2.598.960. Τα δυνατά φλος ρουαγιάλ είναι 4. Αυτό σημαίνει ότι η πιθανότητα να κάτσει φλος ρουαγιάλ από χέρι είναι 2.598.960 δια του 4, δηλαδή, μία στα 649.740 μοιράσματα».

Απέξω τα είχε μάθει; Ωραίες ατάκες για κουβεντούλα σε σουαρέ! Άμα γυρίσω ποτέ σε ταινία τη ζωή του Γκέντελ θα τον φωνάξω για οντισιόν.

«Με άλλα λόγια, ενδέχεται να μην ανοίξει ούτε ένα φλος ρουαγιάλ απόψε σε όλη την Ελλάδα», είπα για να μην μείνω πίσω στις κρυάδες.

«Ακριβώς!»

«Ναι, δεν είναι πιθανό, αλλά είναι δυνατό, έτσι;»

«Έτσι. Και αυτό είναι που βοηθάει το χρήμα να αλλάζει χέρια».

Εν προκειμένω, από τα δικά μου στα δικά του. Δίκιο είχε· το αναγνώρισα αναστενάζοντας.

Εκείνη τη στιγμή, μας διέκοψε ο μοναδικός γνωστός μου σ’ εκείνο το ασκέρι, εκείνος που με είχε προσκαλέσει να γίνω χορηγός της βραδιάς, ο Μπάμπης.

«Χρόνια πολλά, κορίτσι μου! Πολύχρονη!»

Ευχαρίστησα, φιληθήκαμε, έφυγε.

«Είσαι και Βασιλική εκτός από Μαρίκα;» ρώτησε ο Θανάσης.

«Όχι, γενέθλια έχω».

«Α, φοβερό! Κι εγώ πρωτοχρονιάτικος είμαι!»

«Ε, χρόνια πολλά τότε!»

«Επίσης!»

Φιληθήκαμε ελαφρώς ξαφνιασμένοι, κυρίως επειδή το στόμα του με βρήκε λίγο στην άκρη των χειλιών. Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη; Τρίχες. Εγώ έχανα, εκείνος κέρδιζε στο [α] – και τούμπαλιν στο [β]: δεν είχαμε καμία ελπίδα αν συνέχιζε έτσι η βραδιά.

Ξαφνικά όμως μ’ έπιασε μια φούντωση, μια φλόγα – ήθελα αέρα. Είχε τόση κάπνα εκεί μέσα που πνιγόμουν.

«Πάω στο μπαλκόνι να πάρω λίγο αέρα», του είπα.

«Να σου κάνω παρέα;»

Δέχτηκα, δεν γινόταν αλλιώς. Είμαι και ανώτερος άνθρωπος…

Στο μπαλκόνι πέσαμε πάλι στις «σιωπές προς διερεύνηση». Μίλησε πρώτος γιατί αισθανόταν ότι έτσι έπρεπε – αυτό το βρήκα γλυκό εκ μέρους του: κάτι μου κάνουν οι κοινωνικά αδέξιοι, το παραδέχομαι.

«Αντί να βγαίνουν έξω οι καπνιστές να καπνίσουν, βγαίνουν οι υπόλοιποι για να μην καπνίσουν με το ζόρι», είπε.

«Έτσι τα κάνουμε τα πράγματα στην Ελλάδα, ανάποδα. Προσαρμόσου».

Γέλασε και συγκατένεψε.

«Θα γλιτώσουμε από τον καρκίνο και θα πάμε από πνευμονία», το συνέχισα εγώ. Μου αρέσουν τα χαρούμενα θέματα, δεν είμαι τυχαία η ψυχή της παρέας.

«Ώστε γεννήθηκες πρωτοχρονιά κι εσύ. Για φαντάσου!», άλλαξε θέμα εκείνος.

Τώρα τι να του έλεγα; Ο Μπάμπης νόμιζε ότι είχα γεννηθεί πρωτοχρονιά εξαιτίας μιας παλιάς παρεξήγησης, την οποία δεν είχα κρίνει ποτέ σκόπιμο να λύσω. Άλλωστε, τι σημασία είχε; Ο Μπάμπης ήταν φίλος τού εξώτερου κύκλου, ας νόμιζε ό,τι ήθελε. Αλλά βαριόμουν να πω την ιστορία στον Θανάση, οπότε τον άφησα να πιστεύει κι αυτός ότι είχα τα γενέθλιά μου.

«Ναι», είπα, «έχουμε γενέθλια την ίδια μέρα». (Με δέκα χρόνια διαφορά, είπα μέσα μου, αλλά συγκρατήθηκα και δεν το ξεστόμισα: στο φινάλε, τι τον ένοιαζε, ληξίαρχος ήταν;)

«Ποιες είναι οι πιθανότητες;»

«Πολύ περισσότερες απ’ ό,τι νομίζεις».

Εγώ τον είχα ρωτήσει απλώς για τον ωθήσω σε κατάσταση κισμέτ, όχι για να μου κάνει ξενάγηση στα εργαστήρια του ΜΙΤ! Πρωτοχρονιά είναι, σκέφτηκα, μπορεί η τύχη μου ν’ αλλάξει. Ας πρόσεχα!

«Πόσοι είμαστε μαζεμένοι απόψε εδώ;» συνέχισε ο Θανάσης ο ερευνητής.

Δεν ήξερα, πού να ήξερα; Δεν είχα μετρήσει κεφάλια. Τι μ’ ένοιαζε; Σάμπως εγώ θα εισέπραττα την γκανιότα;

«30 πάνω-κάτω», απάντησα στην τύχη.

«Κοντά έπεσες. 23».

Τι διάολο, τους είχε μετρήσει; Τι είδους φρενοβλάβη τον έδερνε τούτον εδώ;

«Λοιπόν», συνέχισε απτόητος παρά το έκπληκτο βλέμμα μου, «σε κάθε δεδομένη ομάδα 23 ανθρώπων, οι πιθανότητες να έχουν δύο απ’ αυτούς γενέθλια την ίδια μέρα είναι πάνω από 50%. Για την ακρίβεια, 50,7 %».

«Αποκλείεται!» μου ξέφυγε και είπα. Και το εννοούσα: μου φαινόταν αδύνατον.

«Μπορεί να αντιβαίνει στη διαίσθησή σου, αλλά είναι γεγονός. Αποδεικνύεται μαθηματικά. Θες να σου πω ή βαριέσαι;»

Αμάν! Μόλις είχε αλλάξει η χρονιά και ετοιμαζόμουν να κρατήσω σημειώσεις σε διάλεξη με θέμα «Ανθρώπινη Διαίσθηση και Μαθηματικές Αλήθειες». Δηλαδή, γιατί; Γιατί σε μένα; Αν ήθελε το πεπρωμένο να μου στείλει μήνυμα για το νέο έτος, ας μου έστελνε μια πενταψήφια επιταγή «εμού του ιδίου», όχι τον γκάου Γκάους, μαζί με την έδρα του! Έλα όμως που είδα στα μάτια ένα πάθος συμπαθητικό – δεν μου πήγαινε να τον ξενερώσω. Κατά συνέπεια, αποφάσισα να ξενερώσω εγώ.

«Όχι, πες».

«Μακάρι να είχα χαρτί και μολύβι, αλλά δεν πειράζει».

Τι να πειράζει; Μήπως να σου φέρω έναν μαυροπίνακα;

«Για κάθε δεδομένο σύνολο 23 ανθρώπων οι πιθανότητες 2 από αυτούς να έχουν την ίδια μέρα γενέθλια προκύπτει από τον τύπο: 365 επί 365 μείον 1, επί 365 μείον 2, και ούτω καθεξής, επί 365 μείον 23 συν 1 – και όλο αυτό διά του 365 εις την 23η. Αυτό μας κάνει 0,493 –αν είχα κομπιουτεράκι θα σ’ το έδειχνα–, και αυτή είναι η πιθανότητα να μην συμπίπτουν τα γενέθλια 2 ανθρώπων ανάμεσα στους 23. Αν τώρα το αφαιρέσουμε από τη μονάδα, 1 μείον 0,493 ίσον 0,507, δηλαδή οι πιθανότητες τα γενέθλια εκείνων των 2 να συμπίπτουν είναι λίγο πάνω από 50%. Υπάρχει μία συγκροτημένη λογική πίσω από τον τύπο αυτό, αλλά να μην σε πρήξω, χρονιάρα μέρα. Η ουσία είναι ότι αν στοιχημάτιζες ότι τουλάχιστον 2 από τους 23 του βρίσκονται απόψε εδώ, θα είχες μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσεις παρά να χάσεις. Απόδειξη, εμείς οι δύο!»


Κουνούσα το κεφάλι μου σαν τα σκυλάκια στο παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Τι να το κάνει το κομπιουτεράκι, αυτός είχε το Deep Blue ενσωματωμένο! Απίστευτο, παρ’ όλα αυτά. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι εγώ δεν είχα γενέθλια την ίδια μέρα μ’ εκείνον, για τα υπόλοιπα θα έπαιρνα όρκο ότι είχε δίκιο. Η απόδειξη είναι πάντα καλύτερη έξωθεν μαρτυρία από τη διαίσθηση, εξ ορισμού. Με άλλα λόγια, δεν φταίει μόνο η διαίσθηση που δεν βγαίνουν πάντα αληθινά τα μαθηματικά – γιατί οι άνθρωποι, εκτός από ελαττωματική διαίσθηση, έχουν και ασορτί ελαττωματική αίσθηση.

«Μαθηματικός είσαι;» ρώτησα όταν συνήλθα.

«Όχι, χαρτοπαίχτης!»

«Καταγίνεσαι με τα εφαρμοσμένα μαθηματικά, σα να λέμε».

«Χα χα χα! Πες το ψέματα. Θα εκπλαγείς τι μπορείς να κερδίσεις αν βάλεις στην εξίσωση εκείνα που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους. Για παράδειγμα, θα μπορούσες να βγάλεις καλά λεφτά από ένα στοίχημα με τα γενέθλιά μας, γιατί οι περισσότεροι θα ήταν διατεθειμένοι να ποντάρουν ένα προς εκατό ότι οι πιθανότητες είναι πολύ μικρότερες από τις πραγματικές».

Εδώ θα ταίριαζε να του έδειχνα την ταυτότητά μου, αλλά τον λυπήθηκα. Το βούλωσα και για αντιπερισπασμό κοίταξα ψηλά: είχε πανσέληνο απόψε κι ήταν κάπως.

Δεν το σχολίασα όμως, γιατί τον είχα ικανό να κάτσει να μου υπολογίσει πότε συνέπεσε η πρωτοχρονιά με την πανσέληνο από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους! Αντ’ αυτού, είπα:

«Δεν πάμε μέσα; Τον έχουμε δαγκώσει εδώ στη ρομάντζα!»

Γιατί, πάνω απ’ όλα, είμαι ρομαντική ψυχή! Χώρια που ο τζόγος ήταν να ξαναρχίσει. Μετά απ’ αυτά που είχα ακούσει, η προοπτική να υπολογίζω τις πιθανότητες ενός φύλλου μού φαινόταν απλούστερη κι από τα μισά της χιλιάδας.

Τα οποία ήταν περίπου και όσα μου είχαν μείνει όταν ξαναστρωθήκαμε στο τραπέζι για να συνεχίσουμε από κει που είχαμε μείνει. Δεν ήταν πολλά· όμως, επειδή έπαιξα μυαλωμένα (και επειδή με ευνόησε κάμποσες φορές η τύχη – και άλλες τόσες η φίλη μου η μπλόφα), μέσα σε δυο-τρεις ώρες είχα σχεδόν ρεφάρει. Ο δε Θανάσης συνέχιζε να κερδίζει, αργά αλλά σταθερά.

Όταν πια κόντευε να ξημερώσει, είχαμε απομείνει τέσσερις: εγώ, ο Θανάσης, ο τύπος με τα ακουστικά και η Ντόρα (η οποία προφανώς το έπαιζε χαζή για να μας τα πάρει – υπήρξαν παρτίδες που τις είχε διαχειριστεί επαγγελματικότατα· μπορεί να φορούσε βλέμμα γελαδερό, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γάτα). Ήμασταν κερδισμένοι και οι τέσσερις, αφού μοιραζόμασταν τα δώδεκα χιλιάρικα των άλλων τεσσάρων που είχαν αποχωρίσει. Εκείνος όμως που είχε πάρει τη μερίδα του λέοντος ήταν ο Θανάσης που κόντευε να κρυφτεί πίσω από το ανάχωμα με τις μάρκες μπροστά του. Και τότε έγινε μια παρτίδα που θα ’χω να τη λέω. Μέχρι στο βιογραφικό μου θα τη βάλω.

Μοιράζω εγώ, άρα πλεονεκτώ από τη σέντρα. Έχω από χέρι δυο ρηγάδες, καρό και σπαθί.

Flop: ρήγας κούπα, ντάμα μπαστούνι, πέντε σπαθί. Μπαίνουν όλοι, παρόλο που ο ακουστικός τύπος διπλασιάζει το μεγάλο blind.

Turn: Ντάμα καρό. Όλοι ξέρουμε ότι θα πέσουν κορμιά. Είναι και η ώρα προχωρημένη, καιρός να τελειώνουμε. Η Ντόρα πάει πάσο, ο ακουστικός λέει ντούκου, ο Θανάσης βάζει χίλια. Εγώ ακολουθώ (έχω ήδη φουλ του ρήγα με ντάμες). Αν έχει ντάμα, την έπαθε. (Αν έχει δύο ντάμες, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.) Ο ακουστικός το σκέφτεται για ώρα και τελικά κάνει ρελάνς άλλα πεντακόσια. Ακολουθεί ο Θανάσης, μπαίνω κι εγώ (και δεν μου μένουν πια παρά κάτι ψιλά).

River: Άσος κούπα! Κόλαση.

Συνοψίζω: τα κοινά φύλλα είναι ρήγας κούπα, ντάμα μπαστούνι, πέντε σπαθί, ντάμα καρό, άσος κούπα. Εγώ μένω με το φουλ. Θα πάω τα ρέστα μου ό,τι κι αν γίνει γιατί έχω μπει πολύ βαθιά. Άλλωστε, χάνω μόνο από καρέ και φλος. (Και από φλος ρουαγιάλ, εντάξει. Αλλά πόσες είναι οι πιθανότητες, ε; Μία στις εφτακόσιες χιλιάδες περίπου, τα είπαμε αυτά!)

Μιλάει πρώτος ο ακουστικός. Τον έχω για τρία ίδια, είτε στα πεντάρια είτε στους άσους. Τον έχει πιεί και δεν το ξέρει, ο έρμος. Υποθέτει (σωστά) ότι εγώ θα πάω τα ρέστα μου, αλλά δεν έχει πρόβλημα με αυτό. Εκείνο που τον ανησυχεί είναι το βουνό από μάρκες του Θανάση: δεν μπορεί να τα βάλει με τα όρη, τ’ άγρια βουνά. Τον Θανάση τον έχω για φουλ της ντάμας με πεντάρια ή με άσους. (Είπαμε: αν έχει δύο ντάμες ή δυο άσους ή δυο οποιεσδήποτε κούπες, χαλάλι του και ζουμί από λάχανο.)

Ο ακουστικός πάει ντούκου. Κακώς βέβαια, γιατί ο Θανάσης πάει τα ρέστα του. Σωστή κίνηση, μόνο δεν φανερώνει κάτι για το φύλλο του: το ίδιο θα έκανε ακόμα κι αν μπλόφαρε. Εγώ ακολουθώ γιατί έτσι κι αλλιώς μου έχει μείνει μόλις ένα διακοσάρι. (Κατάσταση: TINA – τι να λέμε τώρα!) Ο ακουστικός όμως έχει θέμα: αν μπει και χάσει, φεύγει από το τραπέζι. Σοφά ποιώντας (γιατί φοβάται αυτά που φοβάμαι κι εγώ), πάει πάσο και του μένουν κάμποσα χιλιάρικα – παραμένει κερδισμένος. Μένουμε οι δυο μας, ο Θανάσης κι εγώ.

«Αν έχεις δεκάρι και βαλέ κούπες, σε σκότωσα», του λέω με χαμόγελο στραμπουλιγμένο (η καρδιά μου το ξέρει).

Πιάνει τα φύλλα του, αλλά δεν τα γυρίζει αμέσως.

«Ποιες είναι οι πιθανότητες;» λέει και τα γυρίζει.

Ντάμα κούπα και πέντε καρό. Έχει φουλ της ντάμας με πεντάρια.

«Λίγες», λέω και γυρίζω τα δικά μου: φουλ του ρήγα με ντάμες.

Το δικό μου φουλ είναι καλύτερο.

«Κι ακόμα λιγότερες», λέει και σπρώχνει τις μάρκες προς το μέρος μου. Κύριος!

Έχτισα ένα κάστρο με τις μάρκες και σκεφτόμουν πού να βάλω τις πολεμίστρες. Πρέπει να ήταν πάνω από πέντε χιλιάρικα τα δομικά μου υλικά.

Κόντευε πια εφτά: η ώρα που είχαμε βάλει χρονικό όριο. Συμφωνήσαμε όλοι να τελειώσουμε εδώ, προς τιμήν μιας καλής παρτίδας. Άλλωστε, ήμασταν και οι τέσσερις κερδισμένοι: έξι χιλιάρικα ο Θανάσης και από δύο χιλιάρικα οι άλλοι τρεις, στο περίπου. Γιατί να πιέσουμε τις καταστάσεις;

Σηκωθήκαμε πιασμένοι, έχοντας κλείσει ένα δεκάωρο σκληρής εργασίας. Αλλού πατάγαμε, αλλού βρισκόμασταν – κι ας μην είχαμε πιεί παρά ελάχιστο αλκοόλ. Ανάλογα με την κούραση και η αμοιβή, θα μου πείτε. Ναι, αλλά μην το πείτε αυτό στους χαμένους, δεν θα το εκτιμήσουν.

Όταν βγήκαμε στον δρόμο, ξημέρωνε. Ο Θανάσης προσφέρθηκε να με πάει σπίτι, αλλά του είπα ότι είχα έρθει με αυτοκίνητο. Δεν του άρεσε αυτό. Εγώ, δεν ξέρω/δεν απαντώ.

«Πάμε τότε πουθενά για πρωινό;»

«Θανάση, είμαστε και οι δύο κερδισμένοι. Από δω και πέρα, μόνο να χάσουμε μπορούμε. Σιγουράκι, μηδέν εκπλήξεις, πενταφυλλία στο διηνεκές».

«Καμιά φορά και η πενταφυλλία κερδίζει».

«Καμιά φορά, ακριβώς αυτό. Εκτός από εκείνη την παραλλαγή, πώς τη λένε να δεις; Α, ναι: μιζέρια

Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παλτού του κι έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε όρεξη για άλλες αποδείξεις. Κάπως μου ήρθε, έτσι που τον είδα σεκλετισμένο.

«Τζογαδόρος είσαι, τι λες, το στρίβουμε;» είπα κι έβγαλα ένα κέρμα.

Αναθάρρησε.

«Τι παίζουμε; Κεφάλι σπίτι μου, γράμματα σπίτι σου;»

Να τα μας! Ξύπνησε ο παρταόλας μέσα του.

«Ή και κάπου αλλού», του είπα και χαμογέλασα σιβυλλικά.

«Μα δεν υπάρχει τρίτη επιλογή!»

«Μην το λες. Μπορεί το κέρμα να κάτσει όρθιο», είπα και το πέταξα στον αέρα.

«Ποιες είναι οι πιθανότητες;» ρώτησε παρακολουθώντας το να ανεβαίνει ανάμεσά μας.

«Λίγες αλλά υπαρκτές», απάντησα όσο το κέρμα, υπακούοντας στη βαρύτητα, επέστρεφε στη γη.

Μετά ψάχναμε να βρούμε το κέρμα – αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.

* * *

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Γράφω γράφω τον καημό μου, Short stories Tagged: Μαρίκα Τσεβά, Πρωτοχρονιά, Texas hold 'em

from dimart http://ift.tt/2lFIYJ0
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου