—του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου—
Μία διάσταση της ελληνικής κρίσης για την οποία έχουμε συζητήσει ελάχιστα είναι η πολιτισμική. Είναι μάλλον φυσικό όταν πρυτανεύουν διαρκώς οι άλλες δύο διαστάσεις της: η οικονομική και η πολιτική. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι διχογνωμίες σχετικά με αυτές είναι πολύ έντονες, η σιωπή για την πολιτισμική διάσταση πέφτει τόσο βαριά που καταντά ύποπτη. Κρύβει απώθηση και σύγχυση.
Αν, για παράδειγμα, ζητούσαμε από διανοουμένους να μας περιγράψουν τι εκφράζει σήμερα ο νέος ελληνισμός, πρώτα και κύρια εντός της Ευρώπης, η αμηχανία θα ήταν μεγάλη. Ο νοσταλγός (φανταστικών) μεγαλείων και ο λαϊκιστής (αριστερός ή δεξιός) θα μας απαντούσε με τα συνήθη ελληνοκεντρικά στερεότυπα. Ο δε (ψευτο)προοδευτικός θα απέρριπτε το ίδιο το ερώτημα με τον ισχυρισμό ότι οι εθνικές ταυτότητες είναι ξεπερασμένες στον σύγχρονο κόσμο των πολλαπλών ετεροτήτων. Όσο υπάρχουν, όμως, εθνικά κράτη, οι ταυτότητες αυτές θα παραμένουν κρίσιμες. Ως τη δεκαετία του ’70, η ελληνική κοινωνία επέμενε να αναρωτιέται πάνω στο ποια είναι και ποια θέλει να είναι. Διότι οι ταυτότητες είναι κι ένα καθρέφτισμα του Εαυτού που δεν αφορά μόνο το παρόν του αλλά και το μέλλον του. Έτσι, για παράδειγμα, τόσο τη δεκαετία του ’60 όσο και τη δεκαετία του ’70, τα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης και Αντί είχαν ανοίξει δύο μεγάλους διαλόγους για το «τι είναι λαϊκό», ένα ερώτημα καίριο για τον προσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας. Σήμερα αυτά τα θέματα κρίνονται μπανάλ συγκρινόμενα, ας πούμε, με τη συζήτηση για το χι δικαίωμα της τάδε ομάδας.
Βεβαίως, μια εθνική ταυτότητα για να συγκροτηθεί και να νοηματοδοτηθεί θέλει δύο. Εκτός από το πώς βλέπουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας, πρέπει το βλέμμα αυτό να συναντηθεί και να λάβει υπόψη και το βλέμμα του ξένου. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν το εξωτερικό βλέμμα είναι εκείνο ηγεμονικών πολιτισμών που κυριαρχούν στην ήπειρο επί αιώνες. Μόνο που εδώ η απάντηση είναι πιο εύκολη αλλά, φευ, πιο απογοητευτική. Η σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης δεν είναι, πλέον, οι συμπαθητικοί κι εξωτικοί Ζορμπάδες του ’60, που είχαν να προσφέρουν μια αυθεντική και ποιητική πρόταση ζωής στους βόρειους προτεστάντες (εξ ου και τα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας σε Έλληνες ποιητές). Είναι, αντιθέτως, κάποιοι απείθαρχοι χρεοκοπημένοι που ζητούν διαρκώς δάνεια, κι έχουν με την Ευρώπη μια σχέση έντονης αμφιθυμίας. Θέλουν τα λεφτά της, αλλά στέκονται σκεπτικιστικά απέναντι στις αξίες της.
Αντεξαν βέβαια κοινωνικά την κρίση διότι είναι καπάτσοι, αλλά προς μίμηση σίγουρα δεν είναι. Είναι, εντέλει, μια «ειδική περίπτωση», όπως αρέσκονται να μας χαρακτηρίζουν. «Παιδί μας κι αυτό αλλά με πρόβλημα».
Το ζήτημα είναι ότι αυτός ο ελληνικός εξαιρετισμός δεν αντιμετωπίζεται πάντα ως κάτι προβληματικό από την ημεδαπή διανόηση. Θεωρείται, ίσα ίσα, μέρος του διαχρονικά αντιστασιακού «χαρακτήρα» του Ελληνα απέναντι στον υποτιθέμενο ισοπεδωτισμό της παγκοσμιοποίησης. Αυτός είναι, όμως, ένας αρνητικός αυτοπροσδιορισμός.
Ποια θέλει να είναι σήμερα η θετική συμβολή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Το πολιτικό ειδικό βάρος μιας μικρής χώρας είναι δεδομένο και δεν θα αλλάξει ποτέ. Υπάρχει όμως το πνευματικό και, ιδίως σήμερα, το επιστημονικό κεφάλαιο, που δεν προσδιορίζονται αναγκαστικά από το μέγεθος.
Το πνευματικό κεφάλαιο της χώρας μας υπάρχει και είναι υψηλών προδιαγραφών και στις τέχνες και στα γράμματα. Το θέατρο, η λογοτεχνία, τα περιοδικά ιδεών, οι εκδότες παράγουν, δεδομένων των συνθηκών, έργο επιπέδου ισάξιου με εκείνα του εξωτερικού. Το επιστημονικό δεν είναι ούτε αυτό αμελητέο αλλά δεν έχει κουλτούρα επιχειρηματικότητας, δεν βρίσκει εύκολα χρηματοδότηση, υπερφορολογείται και το αξιότερο μεταναστεύει εκτός. Το κυριότερο όμως είναι ότι λείπουν οι θεσμοί που θα συγκεντρώσουν αυτές τις διάσπαρτες δυνάμεις, και θα τις αξιοποιήσουν πολλαπλασιαστικά. Τα πανεπιστήμιά μας παραπαίουν μέσα στην εσωστρέφεια, την ανομία, τη μη διεθνοποίηση, την έλλειψη κινήτρων και πόρων. Ούτε και το επιστημονικό κεφάλαιο που διαπρέπει στην Εσπερία έχουμε καταφέρει να αξιοποιήσουμε. Οι διακεκριμένοι Ελληνες καθηγητές του εξωτερικού που κινητοποιήθηκαν στα συμβούλια των ΑΕΙ, με τον νόμο Διαμαντοπούλου, λοιδορήθηκαν κι έφυγαν απογοητευμένοι. Πρέπει να βρούμε τρόπο να τους ξαναφέρουμε. Κάτι που ονειρεύομαι στην Ελλάδα είναι ένα διεθνές ινστιτούτο, διεπιστημονικού χαρακτήρα, που θα προσκαλεί και θα στεγάζει ερευνητικά κάθε χρόνο μερικούς από αυτούς τους «άριστους» του εξωτερικού. Η δική τους εξωστρέφεια μπορεί να εμπλουτίσει με νέες παραστάσεις τη δική μας συχνά αυτοαναφορική ματιά.
Για να είναι, τέλος, συμπαγής μια εθνική ταυτότητα, πρέπει να καταφέρει να συναρθρώσει αρμονικά την υψηλή κουλτούρα με τη λαϊκή. Η τελευταία έχει πάντα βιωματικό χαρακτήρα. Στην ελληνική περίπτωση έχει ξεχάσει πού να αναφέρεται από τότε που το λαϊκό ταυτίστηκε με το κιτς. Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογία της μιζέριας, του εθνικού κομπλεξισμού και της αυτοθυματοποίησης, που συνόδευε πάντα τον ελληνικό λαϊκισμό, είναι καιρός να αφεθεί στο περιθώριο. Είναι ανάγκη η Ελλάδα να απαλλαγεί από το ασήκωτο βάρος της Ιστορίας της και να ξανα-ανακαλύψει εκείνο το μοντέλο ζωής που συνδυάζει μια ανάλαφρη ύπαρξη με τη συγκλονιστική ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντός της κι ενός ήπιου κλίματος στα μέτρα του ανθρώπου. Απέναντι στην ποίηση της ήττας πρέπει να θριαμβεύσει ξανά η καταφατική ποίηση του Εμπειρίκου όταν έγραφε στην «Οκτάνα»: «Όχι! Όχι! Δεν βρίσκεται η χαρά στην άλλη όχθη μόνο! …είναι παντού για όσους μπορούν να σπάσουν τα δεσμά των».
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της Νέας Εστίας.
Πηγή: Η Καθημερινή
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Copy-paste
Στο:Copy-paste Tagged: Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
from dimart http://ift.tt/2zv7jdG
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου