Ο κυριότερος εκπρόσωπος του tartan noir γράφει για το πρώτο του βιβλίο
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Ο Ίαν Ράνκιν (Ian Rankin – γεν. 1960), ένας συγγραφέας ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, είναι ο πιο μεταφρασμένος και βραβευμένος εκπρόσωπος της σκοτσέζικης σχολής που έχει γίνει γνωστή ως «tartan noir».
Τζέιμς Ελρόι
Ο όρος αυτός άρχισε να καθιερώνεται όταν ο Αμερικανός συγγραφέας Τζέιμς Ελρόι αποκάλεσε τον Ράνκιν «βασιλιά του tartan noir», δήλωση που μπήκε για διαφημιστικούς λόγους στο εξώφυλλο κάποιου βιβλίου του. Ο ίδιος ο Ράνκιν διεκδικεί την επινόηση του όρου· έχει δηλώσει πως όταν γνώρισε τον Ελρόι, αφού πρώτα του συστήθηκε, τού είπε: «Είμαι μεγάλος θαυμαστής σας και γράφω tartan noir».
Στο tartan noir κατατάσσονται συγγραφείς που αντλούν ταυτόχρονα από την σκοτσέζικη λογοτεχνική παράδοση και το αμερικανικό hardboiled αστυνομικό μυθιστόρημα, κλασικό (Χάμετ, Τσάντλερ, ΜακΝτόναλντ κ.ά.) και σύγχρονο (Λέοναρντ, Έλροι, ΜακΜπέιν κ.ά.), για να δημιουργήσουν ένα νέο υποείδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όσο κι αν ο όρος είναι μια συμβατική κατασκευή που εξυπηρετεί εμπορικούς σκοπούς (άλλωστε δεν τον αποδέχονται όλοι οι εμπλεκόμενοι), είναι γεγονός ότι οι επιρροές στο έργο των Σκοτσέζων που κατατάσσονται στο tartan noir, όπως ο Ίαν Ράνκιν, Λουίζ Γουέλς ή ο Μάλκολμ Μακέι, είναι εμφανείς και αναγνωρισμένες.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιρροές και οι κατηγοριοποιήσεις λίγο αφορούν τον μέσο αναγνώστη, για τον οποίο το ίδιο το βιβλίο έχει πάντα μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρητική συζήτηση που το συνοδεύει. Ένα καλό βιβλίο είναι ένα καλό βιβλίο είναι ένα καλό βιβλίο – και έτερο ουδέν. Και, κατά γενική ομολογία, ο Ράνκιν γράφει καλά· είναι εξαιρετικός συγγραφέας, ανεξαρτήτως είδους και ετικέτας. Επιπλέον, κατά ευτυχή –για τον ίδιο– συγκυρία, πουλάει πολύ (πράγμα που δεν είναι αυτονόητο: το να είναι ένα βιβλίο καλογραμμένο δεν αποτελεί ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για την εμπορική του επιτυχία): τα τελευταία 30 χρόνια, τα βιβλία του –ιδιαίτερα εκείνα που έχουν ως κεντρικό, ή έστω δευτερεύοντα, χαρακτήρα τον επιθεωρητή Τζον Ρέμπους– βρίσκονται πάντα ψηλά στους καταλόγους με τα ευπώλητα.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Ράνκιν, το The Flood (το οποίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), κυκλοφόρησε το 1986 και πούλησε τότε ελάχιστα (περίπου 800 αντίτυπα, λέει ο ίδιος), αλλά ήταν εξαντλημένο (γιατί είχαν τυπωθεί μόλις 1.100 αντίτυπα). Το 2005 το μυθιστόρημα επανεκδόθηκε. Στη νέα έκδοση, ο Ράνκιν προτάσσει μία εισαγωγή, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους φίλους του καθώς εκεί αφηγείται την ιστορία του πρώτου βιβλίου του με το απαραίτητο (και αναμενόμενο από αυτόν) αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Πέρα όμως από την όποια αυτή καθεαυτή αξία της, η «Εισαγωγή» περιέχει σημαντικές πληροφορίες για το παρασκήνιο εκείνης της πρώτης έκδοσης, για τις επιρροές του από τη σκοτσέζικη λογοτεχνική παράδοση, για την ενηλικίωση του ως συγγραφέα γενικότερα, αλλά και για τον εκδοτικό χώρο (της Βρετανίας, εν προκειμένω, αλλά περίπου τα ίδια συμβαίνουν παντού στον δυτικό κόσμο). Συνεπώς, η «Εισαγωγή» αξίζει να διαβαστεί· το ίδιο το μυθιστόρημα, είναι άλλη ιστορία.
Το The Flood δεν είναι αριστούργημα. Έχει τα μειονεκτήματα που περιμένει κανείς να βρει στο πρωτόλειο ενός εικοσιπεντάχρονου συγγραφέα. Όπως θα διαβάσετε στην «Εισαγωγή» που ακολουθεί, το The Flood ξεκίνησε ως διήγημα με τίτλο The Falling Time, το οποίο τελικά αποτέλεσε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος (διατηρώντας μάλιστα τον ίδιο τίτλο). Κατά τη γνώμη μου, το κείμενο θα έπρεπε να παραμείνει διήγημα. Παρ’ όλα αυτά, έχει αρετές. Όλα τα δυνατά στοιχεία τού Ράνκιν όπως τα ξέρουμε σήμερα είναι παρόντα, αν και σε εμβρυακή μορφή. Έχει σελίδες που δείχνουν ότι το μέλλον ανήκει στον νεαρό συγγραφέα του. Συνεπώς, αξίζει να διαβαστεί, τόσο από τους θαυμαστές του (οι οποίοι δεν θα απογοητευτούν αν το τοποθετήσουν σωστά στον χρόνο) όσο και από εκείνους που ενδιαφέρονται για την εξέλιξη ενός σημαντικού συγγραφέα γενικότερα.
Με άλλα λόγια, αν το The Flood αξίζει να διαβαστεί μόνο για ιστορικούς λόγους πλέον, η «Εισαγωγή» του αξίζει να διαβαστεί αυτόνομα για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν γνωρίζω αν οι Έλληνες εκδότες του Ράνκιν (το Μεταίχμιο) σκοπεύουν να κυκλοφορήσουν κάποτε το βιβλίο στα ελληνικά. Μέχρι να γίνει αυτό (αν γίνει ποτέ), μπορείτε να διαβάσετε τουλάχιστον την «Εισαγωγή» εδώ.
[Κάτω από τις Υποσημειώσεις υπάρχει μία σχεδόν εξαντλητική Εργογραφία του Ίαν Ράνκιν, με τους τίτλους τηλεγραφικά σχολιασμένους και σε χρονολογική σειρά. Γίνεται επίσης μία χρήσιμη αντιστοίχιση των πρωτότυπων τίτλων με τους τίτλους των ελληνικών μεταφράσεων, οι οποίοι είναι ενίοτε παραπλανητικοί, ενώ παράλληλα καθίσταται απολύτως σαφές πια βιβλία του δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί, σε περίπτωση που ενδιαφέρεται κανείς να τα αναζητήσει στο πρωτότυπο.]
* * *
To Εδιμβούργo από τον Λόφο Κάλτον, δεκαετία 1980.
photo: Fraser Pettigrew
Εισαγωγή στο The Flood
—του Ίαν Ράνκιν—
Μετάφραση για το dim/art: Γιώργος Θεοχάρης—
Το The Flood ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα που εκδόθηκε. Δεν είναι αστυνομικό, αν και περιέχει μυστικά και αποκαλύψεις. Δεν είναι θρίλερ. Τίμια προειδοποίηση: πρόκειται για το βιβλίο ενός νεαρού με θέμα τους κινδύνους και τις παγίδες της ενηλικίωσης.
Το έγραψα όταν ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έχω την αίσθηση ότι ξεκίνησε ως διήγημα του οποίου η πλοκή άρχισε να ξεχειλώνει. Πριν το καταλάβω, είχα γράψει πάνω από είκοσι σελίδες – ήταν πολύ μεγάλο για να διαβαστεί στην εκπομπή διηγημάτων του Radio 4 (όπου είχαν ήδη γίνει δεκτά δύο άλλα διηγήματά μου) ή για τα περισσότερα περιοδικά και τις άλλες κατάλληλες εκδόσεις για «σύντομα κείμενα» που είχα υπόψη μου εκείνη την εποχή. Αποφάσισα ότι, αντί να περικόψω ό,τι είχα ήδη γράψει, θα έπρεπε απλώς να το ονομάσω «μέρος πρώτο» και να συνεχίσω να γράφω. Είχα ήδη γράψει ένα μυθιστόρημα, με τίτλο Summer Rites [1], μια μαύρη κωμωδία που διαδραματιζόταν σ’ ένα ξενοδοχείο στα σκοτσέζικα Χάιλαντς. Η πλοκή περιστρεφόταν γύρω από έναν μονοπόδαρο σχιζοφρενή βιβλιοθηκάριο, ένα μικρό παιδί με υπερφυσικές δυνάμεις και την απαγωγή ενός διάσημου Αμερικανού μυθιστοριογράφου από το παραστρατιωτικό σκέλος του Εθνικιστικού Κόμματος της Σκοτίας. Παραδόξως, κανείς δεν φαινόταν να συμφωνεί με την κρίση μου ότι το Summer Rites ήταν ένα έργο που θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει τον τίτλο του Μεγάλου Σκοτσέζικου Μυθιστορήματος. Απτόητος, στρώθηκα να μετατρέψω το διήγημα The Falling Time σ’ ένα καινούριο μυθιστόρημα με τίτλο The Flood.
Μίριελ Σπαρκ
Εκείνη την εποχή διάβαζα πολλή σκοτσέζικη λογοτεχνία, ως μέρος της μελέτης για το διδακτορικό μου που πραγματευόταν τα μυθιστορήματα της Μίριελ Σπαρκ [2]. Κοιτάζοντας το The Flood τώρα, μπορώ να δω τις επιρροές μου να μου ανταποδίδουν το βλέμμα: Νιλ Γκαν [3], Ιάν Κράιτον Σμιθ [4] και –κυρίως– Ρόμπιν Τζένκινς [5] (ο συγγραφέας του εξαιρετικού The Gone Gatherers). Μολονότι το The Flood γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε μια εποχή που άνθιζε μια φρέσκια αστική μυθοπλασία στη Σκοτία –χάρη σε συγγραφείς όπως ο Τζέιμς Κέλμαν [6]–, αποφάσισα ότι η δική μου ιστορία θα ήταν τοπική, τοποθετημένη σε αγροτικό περιβάλλον, μέσα και γύρω από μια φανταστική κοινότητα εξόρυξης άνθρακα. Το πρόβλημα ήταν ότι ονόμασα το χωριό μου Κάρσντεν, κι αυτός ήταν ο λόγος που πολλοί άνθρωποι στη γενέτειρά μου, το Κάρντεντεν [7], νόμιζαν ότι έγραφα γι’ αυτούς. Το πράγμα έγινε ακόμα χειρότερο εξαιτίας του ότι ο βασικός χαρακτήρας ονομαζόταν Σάντι –το όνομα ενός από τους φίλους μου στο σχολείο–, χώρια που όταν πήγα το τελικό χειρόγραφο στο σπίτι για να το δείξω στον πατέρα μου, εκείνος, αφού πρώτα μελέτησε την εναρκτήρια πρόταση [8], μου είπε ότι μια γυναίκα που ονομαζόταν Μέρι Μίλερ έμενε ακριβώς στο διπλανό σπίτι.
Όπως αποδείχτηκε, δεν είχα μεταμφιέσει τον γενέθλιο τόπο μου αρκετά καλά.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα γράψει ένα σωρό διηγήματα, ελάχιστα από τα οποία είχαν επιλεγεί για δημοσίευση. Παρ’ όλα αυτά, μια σχετική επιτυχία είχε ένα διήγημά μου με τίτλο Walking Naked, το οποίο βασιζόταν σ’ ένα πραγματικό γεγονός από την ιστορία της οικογένειάς μου. Κατά παρόμοιο τρόπο, η αρχική ιδέα στην οποία βασίζεται το The Flood ήταν να περιγράψω ένα και μόνο περιστατικό: τη στιγμή που μια θεία μου (αδερφή του πατέρα μου – κοριτσάκι εκείνη την εποχή) είχε πέσει σ’ ένα ρέμα αποβλήτων απ’ όπου έφευγε καυτό νερό από το πλυντήριο του τοπικού ορυχείου. Είχε μακριά μαλλιά, για τα οποία ήταν υπερβολικά υπερήφανη. Ένας νεαρός την έσωσε τραβώντας την έξω από το ρέμα, αρπάζοντάς την ακριβώς από αυτή τη μαλλούρα. Ήταν μια ιστορία που μου είχε πει ο πατέρας μου, πιθανώς φουσκώνοντάς την για να κάνει εντύπωση.
Εγώ την φούσκωσα ακόμα παραπάνω.
Οι πρώτες μου προσπάθειες να γράψω, τότε που ήμουν έφηβος, είχαν επικεντρωθεί στη γενέθλια πόλη μου. Είχα γράψει ένα μακρύ, φλύαρο ποίημα (ένα είδος φόρου τιμής στον Τ.Σ. Έλιοτ) σχετικά με τον εγκαταλελειμμένο κινηματογράφο Ρεξ, μερικά διηγήματα βασισμένα σε γεγονότα, πραγματικά και φανταστικά, μέχρι και μια νουβέλα (γραμμένη στις αχρησιμοποίητες σελίδες σχολικών τετραδίων), στην οποία η πλοκή του Lord of Flies του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ [9] διαδραματιζόταν όχι σε κάποιο έρημο νησί αλλά στο γυμνάσιό μου. Προσπαθούσα να μυθοποιήσω το μέρος, να του δώσω μιαν αίσθηση σπουδαιότητας που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Με τους ανθρακωρύχους να χάνουν ο ένας μετά τον άλλον τη δουλειά τους, είχα παρακολουθήσει μέρος της ζωής (και των μέσων επιβίωσης) να χάνεται από τον τόπο. Ως φοιτητής, περνούσα τις εργάσιμες μέρες στο Εδιμβούργο και τα περισσότερα σαββατοκύριακα στο πατρικό μου, στο Κάρντεντεν, πηγαίνοντας με τον πατέρα μου για ένα ποτό στο Μπόουχιλ Χοτέλ, συναντώντας φίλους από το σχολείο στο Όλντ Χους. Προσπαθούσα να μην ξεχωρίζω, ενώ παράλληλα είχα την αυξανόμενη επίγνωση ότι διαρκώς απομακρυνόμουν από τις ρίζες μου. Στο Εδιμβούργο, διάβαζα τον Χαμένο Παράδεισο [10] και τον Οδυσσέα [11]· όταν γύριζα στο πατρικό μου, έπαιζα μπιλιάρδο και συζητούσα για τα τραγούδια που παίχτηκαν την προηγούμενη βδομάδα στην εκπομπή του Τζον Πιλ [12].
Ίσως το The Flood να ήταν μέρος της διαδικασίας αποχώρησης.
Μαζί με την πολλή σκοτσέζικη λογοτεχνία που διάβαζα τότε, διάβαζα επίσης λαογραφία και κείμενα σχετικά με τη μαγεία, ενώ παράλληλα συμπλήρωνα τα κενά μου για την επίδραση του συμβολισμού στη λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολύ περισσότερα απ’ όλα αυτά στο τελικό κείμενο του μυθιστορήματος απ’ ό,τι ακόμα κι εγώ ο ίδιος πίστευα, όπως ανακάλυψα όταν το The Flood είχε συμπεριληφθεί, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, στη διδακτέα ύλη του τμήματος της Σκοτσέζικης Λογοτεχνίας του πανεπιστημίου. Είχα προσκληθεί να παρακολουθήσω ένα μάθημα, έχοντας συμφωνήσει να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά μου μέχρι το διάλειμμα – απ’ όσο ήξεραν οι φοιτητές, δεν ήμουν παρά ένας νέος συνάδελφος, αν και μερικά χρόνια μεγαλύτερος απ’ αυτούς. Ένας φοιτητής (νομίζω πως ήταν Αμερικανός) παρέδωσε μία εργασία για τη συμβολική χρήση της έρημης γης στο βιβλίο· ένας άλλος πραγματεύτηκε τα θέματα και τα δάνεια από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, ενώ ένας τρίτος είχε εκπονήσει μία λεπτομερή μελέτη για τη χρήση των στοιχείων της φύσης και των χρωμάτων από μέρους του συγγραφέα. Σε κάποια φάση, άρχισα να κρατάω σημειώσεις: όλα αυτά ήταν ωραία πράγματα! Ακόμα κι αν δεν σκόπευα συνειδητά να συμπεριλάβω αυτά τα μοτίβα στο μυθιστόρημα, ήμουν ευτυχής να τα αναγνωρίσω από τη στιγμή που οι αναγνώστες μπορούσαν να τα δουν. (Ήμουν θαυμαστής του θεωρητικού της λογοτεχνίας Βόλφγκανγκ Ίζερ [13] – του οποίου το όνομα τελικά χρησιμοποίησα για να ονομάσω έναν καθηγητή στο πρώτο μου μυθιστόρημα με ήρωα τον Ρέμπους. Η θέση του Ίζερ ήταν ότι το σημαντικό είναι αυτά που βλέπουν οι αναγνώστες στα βιβλία, και όχι αυτά που ο συγγραφέας θα ήθελε από εκείνους να δουν. Αυτό λέγεται Αισθητική της Πρόσληψης.)
Ολοκλήρωσα την τελική εκδοχή του The Flood τη Δευτέρα, 9 Ιουλίου 1984, έχοντας ξεκινήσει να τη δουλεύω από τον Ιανουάριο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 1984 μελετούσα σκληρά –καλύπτοντας τα πάντα, από τον Προυστ μέχρι τον Ντεριντά– και έγραφα πολύ, συσσωρεύοντας πλήθος απορριπτικών επιστολών στην πορεία. Κάποιες απ’ αυτές ήταν από εκδότες, άλλες από ατζέντηδες και κάποιες άλλες από περιοδικά, ανθολογίες διηγημάτων υπό έκδοση και διαγωνισμούς. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζα να μοχθώ, διψώντας να αναγνωριστώ ως συγγραφέας. Ο Ίαν Κράιτον Σμιθ, ο οποίος με είχε κερδίσει αφήνοντάς με δεύτερο σ’ έναν διαγωνισμό διηγημάτων της εφημερίδας The Scotsman, είχε γράψει για μένα μία συστατική επιστολή στον εκδοτικό του οίκο, τον Gollancz. Αλλά η εκδότρια, η Λίβια Γκολάντς, η οποία είχε ήδη απορρίψει το Summer Rites, θα απέρριπτε και το The Flood επίσης. Στο πανεπιστήμιο, ο επισκέπτης-συγγραφέας Άλαν Μάσι [14] είχε μεσολαβήσει για να συναντήσω έναν εκδότη που δραστηριοποιούταν στο Λονδίνο, τον Γιούαν Κάμερον (ο οποίος τελικά θα εξέδιδε το Knots & Crosses [15] στον εκδοτικό του οίκο, τον Bodley Head). Αλλά ο Γιούαν δεν ήθελε ούτε το Summer Rites ούτε το The Flood.
Εδιμβούργο, Στόκμπριτζ, γύρω στο 1983.
photo: Fraser Pettigrew
Στο τέλος, αν και ακούσια, ήταν ο Τζέιμς Κέλμαν εκείνος που με βοήθησε να εκδοθώ. Οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου είχαν τον δικό τους εκδοτικό οίκο. Τον έλεγαν Polygon και δούλευαν εκεί δύο ή τρεις υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης, επικουρούμενοι από πολλούς έκτακτους φοιτητές που εργάζονταν αμισθί. Εντούτοις, παρόλο το μικρό του μέγεθος και την έλλειψη πόρων, ο Polygon είχε γίνει γνωστός μετά την επιτυχία της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων του Τζέιμς Κέλμαν, με τίτλο Not Not While the Giro [16]. Εκείνο τον καιρό έψαχναν για νέους συγγραφείς, κι εγώ ήμουν ένας από τους τυχερούς. Ξεκινώντας μια νέα σειρά που την έλεγαν «Οι νέοι συγγραφείς του Polygon», βρέθηκα με συμβόλαιο, μαζί με δύο άλλους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, τους Άλαν Τζέιμισον [17] και Άλεξ Κάθκαρτ [18]. Αν και τυπώθηκαν μόνο μερικές εκατοντάδες αντίτυπα του The Flood, θυμάμαι ακόμα την έξαψη που ένιωθα όταν μπήκα στα γραφεία του Polygon στο Buccleuch Place για να υπογράψω το παρθενικό μου συμβόλαιο για βιβλίο. Κατά σύμπτωση, εκείνη την ίδια μέρα (Τρίτη, 19 Μαρτίου 1985) μου ήρθε η ιδέα για ένα άλλο βιβλίο, στο οποίο θα έδινα τον τίτλο Knots & Crosses. Ήρωάς του θα ήταν ένας προβληματικός επιθεωρητής, ο οποίος, με τον καιρό, θα συναντούσε μέχρι και έναν από τους βασικούς χαρακτήρες του The Flood. (Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του Hide & Seek [19], αν δεν με πιστεύετε.)
Buccleuch Place
Την επιμέλεια του The Flood έκανε ένας συμφοιτητής μου στο τμήμα Λογοτεχνίας, ο Ίαν Κάμερον, και την κριτική ανάγνωση ένας από τους καθηγητές μου. Ο πίνακας στο εξώφυλλο ήταν ενός φοιτητή από τη γειτονική σχολή καλών τεχνών. (Πριν από μερικά χρόνια, όταν ο Polygon μεταφερόταν σε άλλο κτίριο, προσπάθησα να βρω τον πίνακα, αλλά είχε εξαφανιστεί και κανείς δεν ήξερε ποιος τον είχε πάρει.) Η όμορφη αυτή έκδοση κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1986, ταυτόχρονα με σκληρό εξώφυλλο (300 αντίτυπα) και χαρτόδετο (περίπου 800 αντίτυπα). Στο ημερολόγιο μου της εποχής, διαβάζω: «Είδα το “The Flood” (και τα άλλα καινούρια του Polygon) στο βιβλιοπωλείο Stockbridge: απ’ ό,τι φαινόταν, μόνο ένα αντίτυπο (από το μυθιστόρημα του Άλαν Τζέιμισον) είχε πουληθεί. Ένιωσα μια σουβλιά αποτυχίας». Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη μέρα έκανα μάθημα στο πανεπιστήμιο και δύο από τους φοιτητές μου είχαν φέρει αντίτυπα του βιβλίου και ήθελαν να τους τα υπογράψω. (Ελπίζω να τα έχουν κρατήσει – το The Flood έχει αποκτήσει συλλεκτική αξία… και ως εκ τούτου είναι πολύ ακριβό, πράγμα που δικαιολογεί αυτή τη νέα έκδοση – θέλω να μπορεί να το αποκτήσει οποιοδήποτε το επιθυμεί, χωρίς να χρειαστεί να πουλήσει το σπίτι ή τα παιδιά του.)
Η εβδομάδα της έκδοσης αποκορυφώθηκε μ’ ένα πάρτι παρουσίασης και για τους τρεις συγγραφείς, το οποίο έγινε σε κτίριο του πανεπιστημίου. Με φωτογράφισαν, αναγκάστηκα να διαβάσω αποσπάσματα δημοσίως για πρώτη φορά, μέχρι που πούλησα και υπέγραψα μερικά αντίτυπα. Στη συνέχεια, μερικοί φίλοι με πήγαν στο Καφέ Ρουαγιάλ για μια βραδιά τρελού κεφιού, η οποία κατέληξε στο να μας διώξουν από το μαγαζί. Ξύπνησα την άλλη μέρα στο πάτωμα ενός καθιστικού, με την επιταγή του εκδοτικού οίκου (300 λίρες) ασφαλή στην τσέπη μου. Και όμως, αυτός ο χλωμός συγγραφέας, που αλλού πατούσε κι αλλού βρισκόταν, το απόγευμα της ίδιας μέρας θα πόζαρε για έναν φωτογράφο της εφημερίδας Dundee Courier.
Cafe Royal
Αργότερα, δημοσιεύτηκαν κάποιες κριτικές (λίγες) και πουλήθηκαν κάποια αντίτυπα (εξίσου λίγα). Στο τέλος Μαΐου, κατέγραφα στο ημερολόγιό μου ότι είχαν πουληθεί πεντακόσια αντίτυπα συνολικά. Στο μεταξύ, μια θεία μου είχε διαβάσει το βιβλίο και με θεωρούσε έκφυλο. Σύμφωνα με τον πατέρα μου, η θεία προσευχόταν για την ψυχή μου. Μακάρι η θεία να ήταν κριτικός· ίσως τότε να είχε προκληθεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τελικά, την επισκέφτηκα δια ζώσης ώστε να μπορέσει να με κατσαδιάσει δεόντως που είχα γράψει ένα τόσο πρόστυχο πράγμα – «όλο λερωμένα βρακιά και αποτσίγαρα», νομίζω ότι μου είπε. Επίσης με ρώτησε πώς θα αισθανόμουν αν η ανιψιά μου διάβαζε το βιβλίο. Δεν ήξερε ότι ήδη έγραφα το επόμενο βιβλίο μου, το οποίο, με τους δικούς της όρους, θα έκανε το The Flood να μοιάζει με τις Μικρές Κυρίες… [20]
* * *
Υποσημειώσεις:
[1] Το Summer Rites δεν έχει εκδοθεί. Μέρος του δημοσιεύτηκε στο σκοτσέζικο περιοδικό για τον πολιτισμό και την πολιτική Cencrastus, No. 18, το φθινόπωρο του 1984.
[2] Dame Muriel Sarah Spark (1918-2006): Σκοτσέζα μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, ποιήτρια. Στον κατάλογο με τους «50 σημαντικότερους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945 μέχρι σήμερα» που δημοσιεύτηκε το 2008 στην εφημερίδα The Times, η Σπαρκ βρισκόταν στην 8η θέση. [Ο Ράνκιν δεν ολοκλήρωσε ποτέ το διδακτορικό του με θέμα το έργο της Σπαρκ. Παρ’ όλα αυτά, το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου τού απένειμε τιμητικό διδακτορικό τίτλο το 2003. (Έχει, μέχρι στιγμής, τιμηθεί με άλλους 4 παρόμοιους τίτλους από Βρετανικά πανεπιστήμια.)]
[3] Neil Miller Gunn (1891-1973): Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Με περισσότερα από 20 μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, θεωρείται από τους σημαντικότερους Βρετανούς συγγραφείς του α΄ μισού του 20ού αιώνα.
[4] Iain Crichton Smith (1928-1998): Σκοτσέζος ποιητής, μυθιστοριογράφος και εκπαιδευτικός.
[5] John Robin Jenkins (1912-2005): Σκοτσέζος συγγραφέας. Έγραψε 30 μυθιστορήματα (με το The Cone Gatherers που αναφέρει ο Ράνκιν να θεωρείται το κορυφαίο του) και 2 συλλογές διηγημάτων.
[6] James Kelman (γεν. 1946): Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1994 κέρδισε το Man Booker Prize για το μυθιστόρημα How Late It Was, How Late.
[7] Cardenden: Μικρή πόλη (6.000 κάτοικοι) στην ανατολική όχθη του ποταμού Ορ, στο Φάιφ της Σκοτίας, γνωστή στο κοντινό παρελθόν για τα ανθρακωρυχεία της. Γενέτειρα του Ράνκιν.
[8] Η εναρκτήρια πρόταση του The Flood: «When Mary Miller was ten years old and not yet a witch, and Carsden was still a thriving mining village, she would watch her brother Tom playing football in the park with his friends».
[9] Lord of Flies (1954): Μυθιστόρημα του νομπελίστα William Golding. [Πρώτη ελληνική έκδοση: Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, Ο Άρχοντας των Μυγών, μετάφραση: Ρένα Χάτχουτ, γράμματα, 1981.]
[10] Paradise Lost (1667-1674): Επικό ποίημα του John Milton. [Πρώτη ελληνική έκδοση: Μίλτωνος, Χαμένος Παράδεισος, μετάφραση: Χρ. Γαλατόπουλος, Γκοβόστη, 1937.]
[11] Ulysses (1922): Το εμβληματικό μοντερνιστικό μυθιστόρημα του James Joyce. [Πρώτη ελληνική έκδοση: Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, μετάφραση: Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος, 1990).
[12] John Peel (1939-2004): Άγγλος ραδιοφωνικός παραγωγός στο BBC Radio 1, όπου από το 1967 έως το 2004 είχε μία καθοριστική για την εξέλιξη της ροκ μουσικής εκπομπή, τα περίφημα «Peel Sessions», όπου έπαιζε 4 συνήθως τραγούδια ενός συγκροτήματος/καλλιτέχνη ηχογραφημένα ζωντανά σε στούντιο του BBC,ειδικά για την εκπομπή του.
[13] Wolfgang Iser (1926-2007): Γερμανός θεωρητικός της λογοτεχνίας, γνωστός κυρίως για τη συμβολή του στην Αισθητική της Πρόσληψης [Reader Response Criticism].
[14] Allan Massie (γεν. 1938): Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και αθλητικογράφος.
[15] Knots and Crosses (1987): Το δεύτερο μυθιστόρημα του Ράνκιν και πρώτο με ήρωα τον Ρέμπους. (Βλ. και εργογραφία.) [Αμετάφραστο στα ελληνικά.]
[16] Not Not While the Giro (1983): Συλλογή διηγημάτων του James Kelman (βλ. υποσημείωση 6). [Ο Kelman γενικά δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, συνεπώς ούτε αυτή η συλλογή του.]
[17] Robert Alan Jamieson (γεν. 1958): Σκοτσέζος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σήμερα διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
[18] Alex Cathcart: Συγγραφέας δύο βιβλίων που εκδόθηκαν στο β΄ μισό της δεκαετίας του ’80 από τις εκδόσεις Polygon.
[19] Hide and Seek (1991): Το πέμπτο μυθιστόρημα του Ράνκιν και δεύτερο με ήρωα τον Ρέμπους. (Βλ. και εργογραφία.) [Αμετάφραστο στα ελληνικά.]
[20] Little Women (1868-1869): Μυθιστόρημα της Louisa May Alcott. Κλασικό εφηβικό ανάγνωσμα. [Μία από τις πολλές ελληνικές εκδόσεις: Λουίζα Μέι Άλκοτ, Μικρές Κυρίες, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδη, Παπαδόπουλος, 2003.]
* * *
Εργογραφία του Ίαν Ράνκιν – 30 χρόνια βιβλία
Μόνο τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα – πρωτότυπος τίτλος και έτος έκδοσης.
Από κάτω, μέσα σε (παρένθεση), μικρό σχόλιο για το περί τίνος πρόκειται.
Ακόμα πιο κάτω, μέσα σε [αγκύλες] & bold, η αντίστοιχη ελληνική έκδοση. Όπου δεν υπάρχει τρίτη αράδα, το αντίστοιχο βιβλίο είναι επί του παρόντος αμετάφραστο στα ελληνικά.
- The Flood (1986)
(βλ. «Εισαγωγή» παραπάνω)
- Knots and Crosses (1987)
(επιθεωρητής Τζον Ρέμπους #1)
- Watchman (1988)
(κεντρικός ήρωας ο Μάιλς Φλιντ, αξιωματικός του ΜΙ5· θέμα η ανάμειξη της Αγγλίας στο ιρλανδικό ζήτημα)
- Westwind (1990)
(περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας με ολίγον από θεωρία συνωμοσίας· ο Ράνκιν το έχει περίπου αποκηρύξει, ισχυριζόμενος ότι του το κατέστρεψε ο επιμελητής)
- Hide and Seek (1991)
(Ρέμπους #2)
- Tooth and Nail (1992)
(Ρέμπους #3)
- Strip Jack (1992)
(Ρέμπους #4)
- A Good Hanging and Other Stories (1992)
(διηγήματα με τον Ρέμπους)
- Witch Hunt (1993)
(με το ψευδώνυμο Jack Harvey)
- The Black Book (1993)
(Ρέμπους #5)
- Bleeding Hearts (1994)
(δεύτερο ως Jack Harvey)
- Mortal Causes (1994)
(Ρέμπους #6)
- Blood Hunt (1995)
(τρίτο –και τελευταίο– ως Jack Harvey)
- Let it Bleed (1995)
(Ρέμπους #7)
- Black and Blue (1997)
(Ρέμπους #8)
- The Hanging Garden (1998)
(Ρέμπους #9· το πρώτο που μεταφράστηκε στα ελληνικά)
[Ο κρεμαστός κήπος, μτφρ: Μαργαρίτα Κουλεντιανού, Τραυλός, 1999]
- Dead Souls (1999)
(Ρέμπους #10)
- Set in Darkness (2000)
(Ρέμπους #11)
- The Falls (2001)
(Ρέμπους #12· από δω και πέρα, όλες οι ελληνικές εκδόσεις από το Μεταίχμιο)
[Οι καταρράκτες, μτφρ: Γιώργος Τζήμας, 2005]
- Resurrection Men (2002)
(Ρέμπους #13)
[Οι αναστημένοι, μτφρ: Ελένη Μαρτζούκου, 2003]
- Beggars Banquet (2002)
(διηγήματα με τον Ρέμπους)
[Επικίνδυνες αποστολές στο Εδιμβούργο για τον επιθεωρητή Ρέμπους, μτφρ: Αλεξάνδρα Κονταξάκη, 2003]
- A Question of Blood (2003)
(Ρέμπους #14)
[Υπόθεση αίματος, μτφρ: Κονταξάκη, 2005]
- Fleshmarket Close (2004)
(Ρέμπους #15)
[Σκελετοί στο κελάρι, μτφρ: Κονταξάκη, 2006]
- Rebus’s Scotland: A Personal Journey (2005)
(non-fiction)
- The Complete Short Stories
(οι δύο προηγούμενες συλλογές διηγημάτων συν ένα καινούριο διήγημα)
- The Naming of the Dead (2006)
(Ρέμπους #16)
[Μνήμη νεκρών, μτφρ: Κονταξάκη, 2007]
- Exit Music (2007)
(Ρέμπους #17· ο Ράνκιν βγάζει τον ήρωά του στη σύνταξη – προσωρινά)
[Τελευταίο τραγούδι για τον Ρέμπους, μτφρ: Κονταξάκη, 2008]
- Doors Open (2008)
(αστυνομικό· το πρώτο χωρίς τον Ρέμπους, μετά από χρόνια· αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο The New York Times Magazine)
[Με τις πόρτες ανοιχτές, μτφρ: Κονταξάκη, 2009]
- A Cool Head (2009)
(αστυνομικό· και πάλι χωρίς τον Ρέμπους· γράφτηκε ειδικά για τη σειρά Quick Reads: μικρά βιβλία –μέχρι 128 σελίδες– για την προέλκυση νέων αναγνωστών)
- The Complaints (2009)
(επιθεωρητής Μάλκολμ Φοξ #1· νέος ήρωας)
[Σκοτεινή πλευρά, μτφρ: Κονταξάκη, 2010]
- Dark Entries (2009)
(graphic novel με ήρωα τον John Constantine)
- The Impossible Dead (2011)
(Φοξ #2)
[Η δικαίωση του αίματος, μτφρ: Βάσια Τζανακάρη, 2012]
- Standing in Another Man’s Grave (2012)
(Ρέμπους #18 & Φοξ #3· ο Ρέμπους επιστρέφει για να σώσει την κατάσταση – γενικώς)
[Στον τάφο κάποιου άλλου, μτφρ: Τζανακάρη, 2013]
- Saints of the Shadow Bible (2013)
(Ρέμπους #19 & Φοξ #4)
[Άγιος ή αμαρτωλός; μτφρ: Τζανακάρη, 2014]
- Dark Road (2014)
(θεατρικό)
- The Beat Goes On: The Complete Rebus Stories (2014)
(όλα τα μέχρι τότε διηγήματα με τον Ρέμπους)
[Φάκελος Ρέμπους: Οι άγνωστες υποθέσεις, μτφρ: Νάντη Σακκά, 2015]
- Even Dogs in the Wild (2015)
(Ρέμπους #20 & Φοξ #5)
[Ακόμα και τα άγρια σκυλιά, μτφρ: Σακκά, 2016]
- Rather Be the Devil (2016)
(Ρέμπους #21 & Φοξ #6)
[Ο διάβολος μόνο ξέρει, μτφρ: Σακκά, 2017]
Εδιμβούργο, The Bow Bar, γύρω στο 1988.
photo: Fraser Pettigrew
* * *
Πηγές
– Στοιχεία για τη σκοτσέζικη σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος άντλησα από το: Χίλντα Παπαδημητρίου, «Tartan Noir: μια σκοτσέζικη υπόθεση», Bookpress, 14/3/2017 και από τo λήμμα «Tartan Noir» της Wiki.
– Για τη μετάφραση της «Εισαγωγής» χρησιμοποιήσα το: «Introduction», σσ. xi-xvii, στο: Ian Rankin, The Flood, Orion Books, 2006.
– Για την «Εργογραφία», χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το λήμμα «Ian Rankin» της Wiki και από το biblionet. Ευχαριστώ τη Νατάσσα Συλλιγνάκη για τη συγκέντρωση και την επεξεργασία των δεδομένων.
* * *
«Υπάρχουν μόνο κακές πράξεις, όχι κακοί άνθρωποι»: μια συνέντευξη του Ίαν Ράνκιν στην Ελένη Κορόβηλα
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
Στο:Βιβλίο Tagged: Fraser Pettigrew, Ian Rankin, Γιώργος Θεοχάρης, Λογοτεχνία, βιβλίο
from dimart http://ift.tt/2iGHE7n
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου