Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Οι αμερικανικές εκλογές του 2016 κατά Σαίξπηρ

—του Stephen Greenblatt* | Μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου—

Αρχές της δεκαετίας του 1590, ο Σαίξπηρ κάθισε κι έγραψε ένα έργο που καταπιανόταν με το εξής πρόβλημα: Πώς μπορεί μια σπουδαία χώρα να καταλήξει να κυβερνάται από έναν ψυχοπαθή;

Το πρόβλημα δεν ήταν της Αγγλίας, όπου μια γυναίκα εξαιρετικής ευφυΐας και αντοχής βρισκόταν στον θρόνο ήδη πάνω από τριάντα χρόνια, ήταν όμως κάτι που απασχολούσε επί μακρόν τους στοχαστικούς ανθρώπους. Γιατί άραγε, αναρωτιόταν βαρύθυμα η Βίβλος, κυβερνήθηκε το βασίλειο της Ιουδαίας από μια σειρά καταστροφικών βασιλέων; Πώς ήταν δυνατόν, αναρωτιούνταν οι ιστορικοί της αρχαίας Ρώμης, η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου να έπεσε στα χέρια ενός Καλιγούλα;

Για τη θεατρική του υπόθεση εργασίας, ο Σαίξπηρ επέλεξε ένα παράδειγμα πιο κοντινό του: τη βραχύβια, ατυχή βασιλεία του Ριχάρδου Γ΄ στην Αγγλία του 15ου αιώνα. Ο Ριχάρδος, όπως τον συνέλαβε ο Σαίξπηρ, βασανιζόταν από εσωτερική ανασφάλεια και οργή, αποτέλεσμα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας χωρίς αγάπη, και της δύσμορφης ραχοκοκαλιάς του που έκανε τους ανθρώπους να φρίττουν στη θέα του. Η απέχθεια προς τον εαυτό του και η αίσθηση της ίδιας του της ασχήμιας –στο κείμενο παρομοιάζεται επανειλημμένως με αγριόχοιρο ή γουρούνι– τον στοίχειωναν τόσο ώστε βρήκε καταφύγιο σε μια αίσθηση ότι ο κόσμος τού χρωστά, σε μια υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση, στον ψευτοπαλικαρισμό, τον μισογυνισμό και την τάση προς τον ανελέητο εκφοβισμό των άλλων.

Από αυτή την ψυχοπαθολογία, όπως φαίνεται στο κείμενο, προήλθε και η παράξενη εμμονή του προσώπου να πετύχει έναν στόχο που φαινόταν εντελώς ανέφικτος, ένα αξίωμα για το οποίο δεν μπορούσε να τρέφει καμία λογική προσδοκία, δεν διέθετε καμία επάρκεια ή την παραμικρή ικανότητα.

Ο Ριχάρδος Γ΄, που έγινε μια από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του Σαίξπηρ, διερευνά πώς αυτό το απεχθές, διεστραμμένο τέρας κέρδισε όντως εν τέλει τον θρόνο της Αγγλίας. Όπως παρουσιάζεται στο έργο, η φαυλότητα του Ριχάρδου ήταν προφανέστατη σε όλους. Καμία αμφιβολία δεν υπήρχε σχετικά με τον απύθμενο κυνισμό του, τη σκληρότητα και την δολιότητά του, κανένα ίχνος από κάτι, οτιδήποτε μέσα του που να τον σώζει, και κανένα στοιχείο ώστε να πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα αποτελεσματικά.

Η επιτυχία του να κατακτήσει τον θρόνο βασίστηκε σε μια μοιραία συζυγία ποικίλλων ως προς το είδος αλλά εξίσου αυτοκαταστροφικών αντιδράσεων από τους γύρω του. Το έργο εντοπίζει την ανταπόκριση αυτή σε συγκεκριμένους χαρακτήρες – στη λαίδη Ανν, τον λόρδο Χέιστινγκς, τον κόμη του Μπάκινγχαμ κ.ο.κ.– καταφέρνει όμως επίσης να υποδηλώσει ότι οι χαρακτήρες αυτοί σκιαγραφούν τη συλλογική αποτυχία μιας ολόκληρης χώρας. Ιδωμένοι ως σύνολο, συμποσούνται σε ένα έθνος διευκολυντών.

Κατ’ αρχάς, είναι εκείνοι που τρέφουν την πεποίθηση ότι όλα θα συνεχίσουν φυσιολογικά, ότι οι υποσχέσεις θα τηρηθούν, οι συμμαχίες θα εξακολουθήσουν να τιμώνται και οι καίριοι θεσμοί θα παραμείνουν σεβαστοί. Ο Ριχάρδος είναι τόσο φανερά και τερατωδώς ακατάλληλος για το ύπατο αξίωμα, ώστε δεν τον λαμβάνουν καν υπόψη. Η προσοχή τους είναι εστιασμένη διαρκώς σε κάποιον άλλο, ώσπου είναι πλέον πολύ αργά. Δεν συνειδητοποιούν αρκετά έγκαιρα ότι εκείνο που έμοιαζε αδύνατο συμβαίνει πραγματικά. Στηρίχτηκαν σε μια δομή που αποδείχθηκε απρόσμενα εύθραυστη.

Έπειτα, είναι εκείνοι που τείνουν να λησμονούν το γεγονός ότι ο Ριχάρδος είναι τόσο κακός όσο φαίνεται. Βλέπουν μια χαρά ότι έχει κάνει το ένα και το άλλο φρικτό πράγμα, έχουν όμως μια παράδοξη ροπή να ξεχνούν, λες και τους πέφτει πολύ βαρύ το καθήκον να θυμούνται πόσο άθλιος είναι. Τους τραβά μια ακατανίκητη τάση να αποδέχονται ως φυσιολογικό κάτι που μόνο φυσιολογικό δεν είναι.

Τρίτον, υπάρχουν εκείνοι που φοβούνται ή νιώθουν ανήμποροι μπροστά στον εκφοβισμό και στην απειλή της βίας. «Σε πτώμα θα μεταμορφώσω όποιον παρακούσει», απειλεί ο Ριχάρδος, κι αμέσως η αντιδράσεις στις εξωφρενικές του προσταγές σαν να συρρικνώνονται και να εξανεμίζονται. Βοηθά, βέβαια, και το γεγονός ότι διαθέτει τεράστια πλούτη και προνόμια, ότι είναι άνθρωπος συνηθισμένος να γίνεται το δικό του, ακόμα κι αν αυτό αντιβαίνει κάθε ηθικό νόμο.

Τέταρτον, είναι όσοι πείθουν τον εαυτό τους ότι θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την άνοδο του Ριχάρδου στην εξουσία. Καταλαβαίνουν απολύτως πόσο καταστροφικός είναι, εκείνοι όμως είναι σίγουροι ότι θα παραμείνουν ασφαλείς στον αφρό του κακού ή ακόμα και θα αποκομίσουν κέρδος. Αυτοί οι σύμμαχοι και οπαδοί τον βοηθούν να προχωρήσει από το ένα σκαλί στο επόμενο, συνεργαζόμενοι στις βρώμικες δουλειές του και παρακολουθώντας με παγερή αδιαφορία τα θύματα να συσσωρεύονται. Και είναι, σύμφωνα με τη μυθοπλασία του Σαίξπηρ, από τους πρώτους που αναλώνονται αφ’ ης στιγμής ο Ριχάρδος τους έχει χρησιμοποιήσει για να πετύχει τον σκοπό του.

Πέμπτη κατηγορία, και ίσως η πιο παράδοξη, είναι εκείνοι που, μέσω του «κακού» της ιστορίας απολαμβάνουν την απελευθέρωση της καταπιεσμένης επιθετικότητας, το μαύρο χιούμορ του πράγματος, τις απροκάλυπτες αναφορές σε πράγματα ακατονόμαστα. «Απ’ τα δικά σας μάτια κυλούν μυλόπετρες όταν από τα μάτια των κουτών κυλάνε δάκρυα», λέει ο Ριχάρδος στους δολοφόνους που έχει προσλάβει για να σκοτώσουν τον αδελφό του. «Μ’ αρέσετε, παιδιά». Δεν είναι ανάγκη να ψάξει κανείς πολύ για να βρει ανθρώπους που ενσαρκώνουν αυτή την κατηγορία συνεργών. Εμείς είμαστε, εμείς, το κοινό, που διαρκώς γοητευόμαστε από την επιδεικτική ξεδιαντροπιά των «κακών», από την αδιαφορία τους απέναντι στους στοιχειώδεις κανόνες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από τα ψέματά τους, που μοιάζουν αποτελεσματικά παρόλο που κανείς δεν τα πιστεύει, από τη σαγήνη της καθαρής ασχήμιας. Κάτι μέσα μας απολαμβάνει την κάθε στιγμή αυτής της φρικτής ανόδου στην εξουσία.

Ο Σαίξπηρ παρουσιάζει ιδιοφυώς όλους αυτούς τους τύπους διευκολυντών να δουλεύουν μαζί στη σκηνή κορύφωσης της πορείας ανόδου. Η δε σκηνή –κατά τρόπο εντελώς αφύσικο για μια κοινωνία κληρονομικής μοναρχίας, αλλά παράδοξα επίκαιρη για μας– είναι σκηνή εκλογών. Σε αντίθεση με το Μάκμπεθ (που εισήγαγε στην αγγλική γλώσσα τη λέξη «δολοφονία»), ο Ριχάρδος Γ΄ δεν απεικονίζει καμιά βίαιη κατάκτηση της εξουσίας. Εδώ υπάρχει μόνο η άγρα ψήφων, που συμπληρώνεται από μια απατηλή επίδειξη θρησκευτικής ευσέβειας, από λοιδορίες εναντίον των αντιπάλων και από χονδροειδώς υπερβολικές απειλές για την εθνική ασφάλεια.

Αλλά ΓΙΑΤΙ εκλογές; Προφανώς, ο Σαίξπηρ ήθελε να υπογραμμίσει το στοιχείο της συναίνεσης στην άνοδο του Ριχάρδου. Η συναίνεση που πετυχαίνει δεν είναι ιδιαίτερα ρωμαλέα· μόνο ένας αξιωματούχος της πόλης και μερικά πρωτοπαλίκαρα του «κακού» της ιστορίας, επιμελώς τοποθετημένα ανάμεσα στο πλήθος, φωνάζουν δυνατά την ψήφο τους: «Ο Θεός σώζοι τον Ριχάρδο, της Αγγλίας τον βασιλικό βασιλιά!»

Οι άλλοι όμως μέσα στο πλήθος, είτε από αδιαφορία είτε από φόβο είτε από την καταστροφικά εσφαλμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα στον Ριχάρδο και τις άλλες εναλλακτικές επιλογές, μένουν σιωπηλοί «σαν βουβά αγάλματα ή πέτρες που ανασαίνουν». Το ότι δεν εκφέρουν γνώμη –και απλώς δεν ψηφίζουν– αρκεί για να έρθει το τέρας στην εξουσία.

Τα λόγια του Σαίξπηρ έχουν μια μυστηριώδη δύναμη να φτάνουν πολύ πέρα από τον χρόνο και τον τόπο όπου γράφτηκαν και να μας μιλούν απευθείας. Έχουμε πολλές φορές στραφεί σ’ αυτόν, σε καιρούς σύγχυσης και κινδύνου, για να βρούμε τις πλέον βασικές ανθρώπινες αλήθειες. Έτσι και τώρα. Μην θεωρείτε πως δεν μπορεί να συμβεί, μην παραμείνετε βουβοί και μην χαραμίσετε την ψήφο σας.

* Ο Stephen Greenblatt είναι καθηγητής στο Χάρβαρντ και υπεύθυνος έκδοσης της σειράς «The Norton Shakespeare».

Εδώ το άρθρο στα αγγλικά

Πηγή: The New York Times

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ποικίλα (επίκαιρα)

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 


Στο:Ποικίλα (επίκαιρα) Tagged: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ριχάρδος Γ΄, Stephen Greenblatt, The New York Times

from dimart http://ift.tt/2fjWu0s
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου