—του Παναγιώτη Πούτου—
Όσο πιο μεγάλη γίνεται η πολιτισμική και χρονική απόσταση ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η κατανόησή του. Στο Φυγή χωρίς τέλος του Γιόζεφ Ροτ πρέπει να ξέρει κανείς πότε έγινε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και ποιοι ήταν οι εμπόλεμοι για να καταλάβει την πρόταση «ο λοχαγός του αυστριακού στρατού Φραντς Τούντα πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ρώσους τον Αύγουστο του έτους 1916» (σελ. 7, μετάφραση: Σωτήρης Χαλικιάς. Εκδόσεις Οδυσσέας, 1984). Οι δυσκολίες που γίνονται άμεσα αντιληπτές είναι κυρίως στο λεξιλόγιο, το οποίο μοιάζει με το ορατό μέρος του παγόβουνου: φανερώνουν μόνο ένα μικρό μέρος της απόστασης που χωρίζει τον αναγνώστη από το κείμενο.
Γιόζεφ Ροτ
Οι άγνωστες λέξεις, ωστόσο, είναι αναγκαίες. Είναι ορόσημα μετάβασης από το «εδώ και τώρα» του αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο τού λογοτεχνικού έργου. Στα βιβλία του Μάρκες οι άνθρωποι πίνουν αγουαρδιέντε, στου Ζαν Κλοντ Ιζζό παστίς, στου Μισίμα σάκε, ενώ στον Τολστόι οι αποστάσεις υπολογίζονται σε βέρστια. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζεις τη σημασία κάθε άγνωστης λέξης: όταν λείπουν οι σημειώσεις και επειδή η χρήση ενός λεξικού επιβραδύνει και δυσχεραίνει την ανάγνωση, το περικείμενο λύνει πολλές από τις απορίες. Θυμάμαι πως βασίστηκα στα συμφραζόμενα για να καταλάβω πως οι σημύδες που συναντούσα στον Τολστόι είναι δέντρα. Δεν είχα δει ποτέ σημύδες και πολλά χρόνια μετά θα μάθαινα ότι αυτό το δέντρο δεν υπάρχει πουθενά στην Ελλάδα εκτός από ορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Μία λέξη που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι σήμαινε ήταν το σαμοβάρι, και μολονότι αυτό δεν εμπόδιζε την κατανόηση του κειμένου, είναι η μόνη λέξη που θυμόμουν και που είχα συνδέσει με την Άννα Καρένινα.
Άλλες λέξεις είναι σημαντικό να τις ξέρεις, καθώς ρίχνουν φως στην ερμηνεία του κειμένου. Όταν στο Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο η Μαρία Ιριμπάρνε επι—στρέφει στο Μπουένος Άιρες, τηλεφωνεί στον Πάμπλο Καστέλ —είναι ο εραστής της και κανονίζουν να συναντηθούν.
— Θέλω να σε δω αμέσως, λέει εκείνος. Σε περιμένω στην πλατεία του Σαν Μαρτίν.
Η Μαρία φάνηκε να διστάζει. Μετά απάντησε:
— Θα προτιμούσα στη Ρεκολέτα. Θα είμαι εκεί στις οχτώ.
(σελ. 80, μετάφραση Μάγια Μαρία Ρούσσου. Εκδ. Αστάρτη, 1981)
Η Ρεκολέτα είναι μία συνοικία του Μπουένος Άιρες όπου βρίσκεται το ομώνυμο νεκροταφείο. Η επιλογή δεν είναι τυχαία, η Μαρία είναι παντρεμένη και επιλέγει την τοποθεσία για να είναι σίγουρη ότι δεν θα τους δει κανείς. Στον Δημιουργό (El Hacedor) ο Μπόρχες αφιερώνει ένα μικρό κείμενο στα νύχια, στο οποίο καταλήγει: όταν θα κλειστώ στο Ρεκολέτα, σ’ ένα σπίτι με χρώμα σταχτί, […] θα συνεχίσουν την επίμονη δουλειά τους ώσπου να τα ηρεμήσει η φθορά. (σελ. 544, Άπαντα πεζά. Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης). Το σπίτι στη Ρεκολέτα είναι ο τρόπος του Μπόρχες να αναφερθεί στον θάνατο.
Μπουένος Άιρες, κοιμητήριο Ρεκολέτα
Ξανασυνάντησα το σαμοβάρι στο βιβλίο Υποχρεωτική ευδαιμονία του ρουμάνου συγγραφέα Νόρμαν Μανέα. Πάλι δεν κατάλαβα από τα συμφραζόμενα τι ήταν, όμως σχημάτισα την εντύπωση ότι είναι κάτι που το χρησιμοποιούν οι λαοί της ανατολικής Ευρώπης. Το σαμοβάρι είχε ήδη εξελιχθεί σε λογοτεχνικό μυστήριο: καθόριζε τη σαμοβαρική λογοτεχνία, που ήξερα πως ήταν γραμμένη από ανατολικοευρωπαίους, κυρίως Ρώσους, αλλά ήταν μια κενή λέξη.
Νόρμαν Μανέα
Θυμήθηκα τον Μπόρχες ξανά, την Αναζήτηση του Αβερρόη, όπου ο Αργεντίνος περιγράφει την ανησυχία του Αβερρόη καθώς προσπαθεί να κατανοήσει τις λέξεις τραγωδία και κωμωδία, τις οποίες συναντά στο έργο του Αριστοτέλη, αλλά του είναι εντελώς άγνωστες, και σε αυτόν και στον πολιτισμό του. Ο Μπόρχες περιγράφει τη σκηνή όπου ο Αβερρόης παρακολουθεί τη συζήτηση του Φαράχ και του Αμπουλκάσιμ. Ο δεύτερος περιγράφει ένα από τα ταξίδια του στην Καντόνα, όπου είδε να παίζουν θέατρο: «Ήταν φυλακισμένοι, μα κανείς δεν έβλεπε τα κελλιά τους, ήταν καβάλα σ’ άλογα, μα τ’ άλογα δεν τα ‘βλεπε κανείς, πολεμούσαν, αλλά τα σπαθιά ήταν από καλάμι, πέθαιναν, κι αμέσως σηκώνονταν στο πόδι«. Ο Φαράχ σχολιάζει: «οι πράξεις των τρελών ξεπερνούν τις προβλέψεις του γνωστικού ανθρώπου«. Ο Αμπουλκασίμ κάνει άλλη μία προσπάθεια να εξηγήσει στον Φαράχ τι είναι το θέατρο, αλλά εκείνος, μόλις το καταλαβαίνει, το απορρίπτει: «Τι χρειάζονταν είκοσι πρόσωπα; Ένας παραμυθάς μπορεί ν’ αφηγηθεί οτιδήποτε, όσο μπερδεμένο κι αν είναι«. (σελ. 294-5, Άπαντα πεζά. Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης).
Βρήκα το σαμοβάρι ξανά στις σελίδες του Αυστριακού Γιόζεφ Ροτ. Στο Φυγή χωρίς τέλος παίρνει τον Φραντς Τούντα και τον τοποθετεί στη Σιβηρία. Είναι 1916, η Αυστροουγγαρία υπάρχει ακόμα. Λίγα χρόνια μετά, ο Φραντς Τούντα, έχοντας επιβιώσει με άλλη ταυτότητα στη Ρωσία που έγινε ΕΣΣΔ, αποφασίζει να διεκδικήσει την επιστροφή στην πατρίδα του. Ο Ροτ τον γυρνά πίσω σε μια γη κατακερματισμένων κρατών που έχουν διαδεχτεί την Αυστροουγγαρία και του είναι ξένα. Βρίσκει τον αδερφό του, ο οποίος έχει γίνει διευθυντής ορχήστρας σε κάποια γερμανική πόλη: ο Φράντς και ο Γκέοργκ φιλήθηκαν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Η πατρίδα για τον Φραντς έχει χαθεί: είναι μία κατάσταση περισσότερο, παρά ένας χώρος.
Παράλληλα με την απόγνωση του Φραντς Τούντα θυμάμαι την αμηχανία του Αβερρόη όταν φτάνω σε άλλη μία σκηνή όπου εμφανίζεται ένα σαμοβάρι:
Ο διευθυντής ορχήστρας είχε αγοράσει πριν από πολλά χρόνια από κάποιους Ρώσους πρόσφυγες ένα ασημένιο σαμοβάρι σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Για να τιμήσει τον αδερφό του, που θα μπορούσε πια να θεωρηθεί ένα είδος Ρώσου, το αντικείμενο μεταφέρθηκε μπροστά τους πάνω σ’ ένα τραπεζάκι με ρόδες, που το έσπρωχνε ο υπηρέτης με τη λιβρέα. Ο υπηρέτης φορούσε άσπρα γάντια κι έπαιρνε με τις ασημένιες τσιμπίδες της ζάχαρης τα καρβουνάκια που θα άναβαν το σαμοβάρι.
Αναδύθηκε μια βρώμα σαν από μικρή ατμομηχανή.
Ο Τούντα χρειάστηκε τότε να εξηγήσει πώς χρησιμοποιείται το σαμοβάρι. Στη Ρωσία δεν είχε ποτέ χρησιμοποιήσει, όμως δεν το ομολόγησε, εμπιστεύτηκε τη διαίσθησή του.
Στο μεταξύ είδε πολλά εβραϊκά σκεύη στο δωμάτιο, καντήλια, αγιοπότηρα, παπύρους της Τορά.
«Έχετε ασπαστεί τον εβραϊσμό;» ρώτησε. (σελ. 88, μετάφραση: Σωτήρης Χαλικιάς. Εκδόσεις Οδυσσέας, 1984)
Ο Ροτ επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι το σαμοβάρι είναι ρωσική λέξη. Cамовар σημαίνει «αυτό που βράζει από μόνο του». Για τον Γκέοργκ ο Φραντς είναι πια ένα είδος Ρώσου. Ακόμα και για τον αδερφό του έχει γίνει ένας άλλος, ένας ξένος. Το σαμοβάρι γίνεται σύμβολο, καθώς βεβηλώνεται —μαζί με άλλα αντικείμενα— από τον Γκέοργκ, ο οποίος τα αγοράζει από εξαθλιωμένους πρόσφυγες, όπως παρατηρεί ο Francesco Orlando στο βιβλίο Obsolete Objects in the Literary Imagination: Ruins, Relics, Rarities (σελ. 25).
Καθώς διαβάζω, συνειδητοποιώ ότι ο Αυστριακός Ροτ τοποθετεί το όριο: γνωρίζει τι είναι το σαμοβάρι, αλλά το καταχωρίζει στον ρωσικό πολιτισμό, εκεί όπου έχει φυλακιστεί οριστικά πια ο άπατρις Τούντα, που είναι ο ίδιος ο Ροτ. Το χρησιμοποιεί και ως σύμβολο αποξένωσης. Παράλληλα με την πλοκή ακολουθώ τη δική μου ανάγνωση, την αναζήτηση μιας λέξης που έχει ξεκινήσει από τον Τολστόι, έχει περάσει από τον Μανέα και έχει συνδεθεί με μια άλλη αναζήτηση, του Αβερρόη, μέσα στον Μπόρχες. Περιμένω πραγματικά πως θα μάθω τι είναι, αλλά ο Ροτ με απογοητεύει — ή μάλλον με διδάσκει ότι η λογοτεχνία, όπως όλα τα κείμενα, είναι ένα ταξίδι μέσα σε ένα δάσος: δεν γνωρίζουμε όλα όσα θα συναντήσουμε στην πορεία, ακολουθούμε μονοπάτια που διακλαδώνονται, βγαίνουμε σε ένα ξέφωτο έχοντας περισσότερη γνώση, ακόμα και με τη μορφή των αποριών. Η έλλειψη απάντησης δεν συνιστά υστέρηση, γιατί, ακόμα και με την άγνοια του σημαινομένου της λέξης σαμοβάρι, το αντικείμενο έχει ήδη αποκτήσει συμβολισμό και περιεχόμενο από τα κείμενα στα οποία εμφανίζεται.
Ήρθε η ώρα να ανοίξω το λεξικό: στο ΛΚΝ διαβάζω ότι είναι «μεταλλική συσκευή, συνήθ. χάλκινη, για την παρασκευή του τσαγιού, που χρησιμοποιείται κυρίως στη Ρωσία».
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Οίνος φιλολόγους ποιεί
from dimart https://ift.tt/2HE3cfs
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου