Αυτό δεν είναι τραγούδι #1320
Dj της ημέρας, η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Δεν είμαι και πολύ σίγουρη για τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας. Κατ’ αρχάς, για τις υπερχειλίζουσες αναμνήσεις που ισχυρίζονται όλοι ότι διαθέτουν – στην περίπτωσή μου είναι φωτογραφικά στιγμιότυπα, που βέβαια αφήνουν άπειρο χώρο ελεύθερο για να παραγεμίσεις την ανάμνηση έτσι ώστε όλο αυτό μετά να δικαιολογεί τη «νοσταλγία της παιδικής ηλικίας» και να κλείσει ωραία ο κύκλος. Εγώ δεν εμπιστεύομαι καθόλου τη μνήμη μου. Ευτυχώς, έχω μερικούς «εξωτερικούς σκληρούς δίσκους» στη ζωή μου. Η πραγματική μου μνήμη είναι οι άνθρωποι που με ξέρουν.
Εν πάση περιπτώσει, το αποψινό έχει να κάνει με τις ντροπές της παιδικής ηλικίας. Μικρή, μονοψήφιων ετών, ήμουν ένα τρισχαριτωμένο παιδάκι, μια κινούμενη εξωστρέφεια, η οποία εκφραζόταν κυρίως με το ασταμάτητο τραγούδι. Τραγουδούσα διαρκώς. Μάθαινα στο πιτς φιτίλι και ήμουν το τέλειο μαϊμούδι στη μίμηση. Και φυσικά, όλοι έκαναν μεγάλο χάζι.
Σε κάποια οικογενειακή συνάθροιση, λοιπόν, ανέλαβα (μάλλον χωρίς εξωτερική παρότρυνση) να διασκεδάσω την ομήγυρη. Είχα το πάγιο ρεπερτόριό μου, το οποίο ήξερα καλά: Θέμη Ανδρεάδη, Γιάννη Λογοθέτη, το «Ντούμπου ντούμπου ζα» με τον Βουτσά, κάναν Σαββόπουλο, κάναν Πουλικάκο – αλλά το greatest hit μου ήταν το «Βρήκαμε τη Λούλα Στοπ».
Ξεκινάω, λοιπόν (λέει ο «εξωτερικός σκληρός») και ολοκληρώνω, εν μέσω γελώτων και ευγενικών χειροκροτημάτων, το σετ. Φαίνεται όμως ότι τη μέρα εκείνη η καλλιτέχνις είχε κέφια. Γιατί δεν σταμάταγε. Τα ξανάπιασα όλα από την αρχή. Πάλι. Και μετά πάλι. Σαν τζουκ μποξ που αυτονομήθηκε κι δεν θέλει πια ούτε κέρμα. Τα γέλια των μεγάλων άρχισαν να γίνονται λίγο υστερικά και τα ευγενικά χειροκροτήματα να μειώνονται. Προσπαθώ να τους φανταστώ – τους μεγάλους. Δεν είναι και δύσκολο. Τώρα που είμαστε εμείς οι «μεγάλοι», όλο και κάποια στιγμή έχουμε βρεθεί σε παρόμοια θέση. Ίσως βέβαια όχι εγκλωβισμένοι στον χώρο και στην αστική μας ευγένεια, με ένα δαιμονισμένο κοριτσάκι που φτύνει τραγούδια, αλλά τέλος πάντων.
Τη λύση έδωσε η θεία η Α.: «Μήπως να σταματήσει τώρα;» ρώτησε τους δικούς μου με ένα, φαντάζομαι, λίγο ανάμεικτο χαμόγελο. Δεν ξέρω με ποιον ακριβώς τρόπο με έβγαλε η μάνα μου από την πρίζα. Θα με έστειλε, φαντάζομαι, να παίξω με τα ξαδέρφια μου. Και μετά, θα ήπιαν όλοι «βερμούτ και ουίσκι», που λέει και το τραγούδι.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart https://ift.tt/2q30Yzj
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου