Αυτό δεν είναι τραγούδι #1348
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Τσακνιάς
Έχω κάνει αμέτρητες φορές το ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη ή αντιστρόφως με τρένο. Από τότε που υπάρχει το intercity η διάρκεια και οι συνθήκες του ταξιδιού είναι λίγο πολύ δεδομένες και αντέχονται. Παλιότερα όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ιδίως στα 80s.
Ήταν πολύ πιθανόν να μην είχες (ή να μη έβρισκες) θέση. Μπορεί να στοιβαζόσουν σε κουπέ, μπορεί να καβάντζωνες τραπέζι στο κυλικείο, μπορεί να την έβγαζες όρθιος στον διάδρομο, με το κεφάλι μισοσκυμμένο έξω, καπνίζοντας, καθιστός πότε πότε στα πτυσσόμενα σκαμνάκια. Μπορεί να έκανε φριχτό κρύο· μπορεί να δούλευε η θέρμανση και να έκανε κολασμένη ζέστη. Μπορεί και τα δύο αυτά μαζί. Μπορεί να είχε ελάχιστο κόσμο και να περιπλανιόσουν σε ένα μισοάδειο τρένο-φάντασμα, με ανοιχτά τα παράθυρα και τις κουρτίνες να ανεμίζουν· μπορεί όμως να συνυπήρχαν οι τρεις φυλές, τα Τρία Φ: φαντάροι, φοιτητές, φίλαθλοι. Σε αυτή την περίπτωση, είτε είχες θέση είτε όχι, το βέβαιο ήταν ότι θα κατέληγες να μισοκοιμάσαι αγκαλιά με αγνώστους εκπροσώπους των άλλων Φ.
Το προτιμούσα παρ’ όλα αυτά το τρένο από το ΚΤΕΛ, γιατί μπορούσα να διαβάζω (στο ΚΤΕΛ αδύνατον), να καπνίζω και να πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω σαν την άδικη κατάρα.
Δεν ήξερες βέβαια πόσο θα κρατήσει το ταξίδι· σπανίως πάντως η διάρκεια ήταν η προβλεπόμενη, αυτή που αναφερόταν στο πρόγραμμα (θυμάμαι ακόμα το φυλλαδιάκι που προμηθευόμουν από τον ΟΣΕ με όλα τα δρομολόγια). Το τρένο σταματούσε συχνά σε διάφορα σημεία του Πουθενά, για άγνωστο κάθε φορά διάστημα — από λίγα λεπτά μέχρι μερικές ώρες. Επίσης, το ότι είχε ήδη σταματήσει και καθυστερήσει μία, δύο, τρεις ή περισσότερες φορές σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να ξανασταματήσει και να καθυστερήσει κι άλλο.
Πολύ συχνά, το τρένο χάλαγε και ξέμενε στα κατσάβραχα, κάπου στην περιοχή του Δομοκού. Μόλις ολοκληρωνόταν με μπόλικα ταρακουνήματα τριξίματα και κλαγγές το φρενάρισμα κι έσβηνε η μηχανή, οι επιβάτες εξέφραζαν με επιφωνήματα την αγανάκτησή τους, καταριούνταν τη μοίρα τους η έβγαιναν στον διάδρομο να αναζητήσουν κάποιον «υπεύθυνο» να ρωτήσουν τι συνέβαινε. Όλοι; Όχι. Υπήρχε μια κατηγορία επιβατών που δεν δυσανασχετούσε, δεν απορούσε αλλά αντιθέτως ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει και το έκανε: οι γιαγιές. Διάφορες κυρίες, ενίοτε απροσδιόριστης (πάντως μεγάλης) ηλικίας, με του που σταματούσε το τρένο, κοιτούσαν η μια την άλλη με σημασία, έβγαζαν από την τσάντα τους (μάλλον: έβγαζαν από μία από τις τσάντες τους) μιαν άδεια σακούλα κι ένα μαχαίρι και κατέβαιναν από το τρένο να μαζέψουν χόρτα, γελώντας μέσα απ’ τα δόντια τους (ή μέσα από τα ούλα τους, όσες δεν είχαν δόντια).
Πάντοτε με εντυπωσίαζε η ετοιμότητα και η αποφασιστικότητά τους.
Τώρα πια πιστεύω πως «οι γιαγιές που μαζεύουν χόρτα» δεν υπήρχαν παρά μόνο στη φαντασία μου. Ή μπορεί να διάβασα για αυτές σε κάποιο διήγημα του Φίλιπ Ντικ ή του Στίβεν Κινγκ. Ή μπορεί να είναι ηρωίδες ενός διηγήματος που ορισμένως κάποτε θα γράψω. Ή μπορεί στο επόμενο ταξίδι μου προς ή από Θεσσαλονίκη το τρένο, παρά τον εκσυγχρονισμό, να χαλάσει κάπου στην περιοχή του Δομοκού την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει πίσω από τα βουνά, κι ενώ εμείς οι επιβάτες θα σκύβουμε κοντά στο παράθυρο πασχίζοντας να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε, να διακρίνουμε κάτι σκιές να έρχονται με ταχύτητα και τότε να σπάσουν τα τζάμια των παραθύρων του τρένου και να ορμήσουν μέσα ουρλιάζοντας και κραδαίνοντας τα μαχαίρια τους οι «γιαγιές που μαζεύουν κεφάλια επιβατών του εικοστού πρώτου αιώνα».
Ή κάπως έτσι.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart https://ift.tt/2K3Htyn
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου