Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Τέρατα

—του Γιώργου Θεοχάρη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει.
Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να
συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.

—Μάνος Χατζιδάκις, Τα Σχόλια του Τρίτου, 30/7/1978—

Δεν αισθάνομαι περήφανος που είμαι Έλληνας. Αυτό δεν το λέω με αφορμή ένα (μεμονωμένο) συμβάν, ούτε το γράφω εν θερμώ· το λέω (και το εννοώ) με –σχετική– ψυχραιμία και εκτός χρονικού πλαισίου: δεν αισθάνομαι περήφανος που είμαι Έλληνας, γενικώς. Αισθάνομαι όντως τυχερός (ο τόπος είναι πανέμορφος, μιλάω μια γλώσσα που έμαθα να την αγαπάω, εδώ ζουν οι περισσότεροι δικοί μου άνθρωποι), αλλά περήφανος γιατί; Για τα επιτεύγματα των προγόνων μου; Προσπερνώντας χωρίς σχόλιο το κατά πόσον πρόγονος του Περικλή μπορώ να θεωρηθώ, παραδέχομαι ότι μια περηφάνια για την ιστορική διαδρομή όσων κατοίκησαν αυτά τα εδάφη πριν από μένα την αισθάνομαι. Για τα ομηρικά έπη, τις κωμωδίες και τις τραγωδίες, τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, τον μινωικό και τον μυκηναϊκό πολιτισμό, τον χρυσό αιώνα, το Βυζάντιο κ.λπ. Μα για όλα αυτά αισθάνεται (ή θα αισθανόταν, αν τα ήξερε) υπερήφανος κάθε πολίτης όπου γης· δεν είναι προνόμιο των σύγχρονων Ελλήνων η περηφάνια για την (παγκόσμια) κληρονομιά που μας άφησαν κάποιοι απ’ αυτούς που έζησαν στον ελλαδικό χώρο κατά το παρελθόν. Το πρόβλημα αρχίζει όταν δίπλα στη (λελογισμένη) περηφάνια, κολλήσει η ιδεοληψία περί συνέχειας του έθνους. Το να αισθάνεται περήφανος ένας άνθρωπος που γεννήθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, γι’ αυτό καθαυτό το γεγονός, μου φαίνεται άκρως παράλογο – και εξηγούμαι. Το γεγονός ότι γεννήθηκα εδώ είναι τυχαίο: θα μπορούσα να έχω γεννηθεί οπουδήποτε – ή και καθόλου. Πώς, λοιπόν, να αισθάνομαι περήφανος που γεννήθηκα Έλληνας – δηλαδή, για ένα απολύτως τυχαίο γεγονός; Κατ’ αναλογία, είναι σαν να αισθάνεται περήφανο ένα πεύκο επειδή φύτρωσε στην Αττική και όχι, λ.χ., στη Σαρδηνία – παράλογο. Κι αν η αναλογία αυτή είναι αδύναμη (γιατί το πεύκο δεν έχει συνείδηση, π.χ.), να το πω αλλιώς: είναι σαν να αισθάνεται περήφανος ο Φασούλας επειδή είναι ψηλός – παράλογο: δεν έκανε απολύτως τίποτα για να γίνει ψηλός· απλώς έτυχε. Πράγμα που με φέρνει σε ένα κρίσιμο για το επιχείρημα σημείο: η περηφάνια πηγάζει από κάτι που έκανες, όχι από κάτι που σου έτυχε· από αυτό που έγινες, όχι αυτό που είσαι εξ ορισμού. Ένα τυχαίο γεγονός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι το αίτιο υπερηφάνειας. Όποιος συμφωνεί με αυτό το θεώρημα (το οποίο εύκολα αποδεικνύεται, όπως φάνηκε), αυτομάτως είναι θωρακισμένος ενάντια σε κάθε ελληνοκεντρική, βαρεμένη και ψεκασμένη θεωρία εθνικής και φυλετικής ανωτερότητας.

Συνεπώς, δεν βρίσκω καθόλου προκλητική τη δήλωση «Δεν αισθάνομαι περήφανος που είμαι Έλληνας» –έτσι όπως αυτή εξηγήθηκε παραπάνω–, κι αυτό γιατί στηρίζεται σε ένα επιχείρημα ακατάρριπτο εντός λογικής. Αντίθετα, προκλητική μπορεί να θεωρήσει κανείς μία διαφορετική εκδοχή της ίδιας δήλωσης, όπως αυτή εδώ: «Όχι μόνο δεν αισθάνομαι περήφανος που είμαι Έλληνας, αλλά ώρες-ώρες ντρέπομαι γι’ αυτό». Αν δήλωνα κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα με εγκαλούσαν για «υπερβολικό αυτομαστίγωμα». Δεν θα συνέβαινε το ίδιο, όμως, αν έλεγα: «Όχι μόνο δεν αισθάνομαι περήφανος που είμαι παναθηναϊκός, αλλά ώρες-ώρες ντρέπομαι γι’ αυτό». (Παρεμπιπτόντως, είμαι και Έλληνας και παναθηναϊκός, και ώρες-ώρες πραγματικά ντρέπομαι και για τα δύο.) Στο μυαλό των περισσότερων, άλλο Έλληνας άλλο παναθηναϊκός. Όσο για το αυτομαστίγωμα, οι περισσότεροι νεο-Έλληνες δεν διστάζουν να επιδοθούν με ζήλο σε αυτό, αρκεί να μην τους ακούνε ξένοι – και οι περισσότεροι βάζελοι επίσης, αρκεί να μην τους ακούνε γαύροι. Γιατί όμως; Ας τα δούμε αυτά τα δύο σημεία αναλυτικότερα.

Ένα κοινό χαρακτηριστικό της (όποιας) ομάδας και του (όποιου) έθνους) είναι ότι αποτελούν και τα δύο κοινωνικές κατασκευές. Όσο για το πώς ετεροπροσδιορίζεται κανείς σε σχέση αυτές τις κατασκευές, είναι καθαρά προϊόν τύχης: αντί να είμαι Έλληνας και παναθηναϊκός, θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι Ισλανδός και φίλαθλος της Βάλουρ Ρέικιαβικ – και «υπερήφανος», πάντα. Υπό αυτή την έννοια, δεν αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως να ντρέπομαι όταν οι «άρρωστοι» βάζελοι ή κάποιοι «ούγκανοι» υπερπατριώτες (και, κατά ατυχή συγκυρία, συμπατριώτες μου) κάνουν κάτι επονείδιστο. Όσο ντρέπομαι για τους μπαχαλάκηδες χουλιγκάνους της ομάδας μου, άλλο τόσο ντρέπομαι και για τα ανεγκέφαλα φασιστοειδή της πατρίδας μου.

Επίσης, γιατί θα πρέπει να ομολογώ ότι ντρέπομαι που είμαι βάζελος ή Έλληνας εν κρυπτώ; Μήπως και με ακούσουν οι γαύροι ή οι αλλοεθνείς; Μα αν είναι κάποιοι που πρώτοι-πρώτοι διαπιστώνουν τις παθολογίες ενός «συστήματος» είναι αυτοί που βρίσκονται έξω από τον χορό: ο κόσμος το ’χει τούμπανο, κατά το κοινώς λεγόμενο. Κι ακόμα παρά παραπέρα: με ποια λογική επιλέγει κανείς τους αποδέκτες της αλήθειας του; Αν πιστεύω πως κάτι είναι αληθές όταν το λέω σε συμπατριώτες μου, πρέπει να είναι αληθές και όταν το λέω σε αλλοεθνείς. Η αλήθεια δεν επηρεάζεται από το ακροατήριο (εκτός κι αν είσαι πολιτευτής)· δεν υπάρχει αλήθεια αλά καρτ. Και, τέλος, γιατί θα πρέπει να επιλέξω, ντε και καλά, μεταξύ διεθνισμού και εθνικισμού; Γιατί, σε τελική ανάλυση, να μην επιλέξω τον ανθρωπισμό;

Δεν τρέφω αυταπάτες: και σε αυτή την περίπτωση (του άκρατου εθνικισμού, λαϊκισμού, ρατσισμού κ.λπ. – και της συνακόλουθης έξαρσης της βίας), μας παγιδεύει ο μικρόκοσμος. Υπάρχει μία ενδιαφέρουσα αναλογία που λέει ότι αν η Γη είχε δημιουργηθεί πριν από 24 ώρες, οι δεινόσαυροι θα είχαν εμφανιστεί πριν από περίπου 1 ώρα, τα ανθρωποειδή πριν από περίπου 1 λεπτό και ο σύγχρονος άνθρωπος πριν από μόλις 3 δευτερόλεπτα. Και τα έθνη πριν από κάτι δέκατα του δευτερολέπτου, συμπληρώνω. Συνεπώς, είναι κάπως υπερβολική η ταύτιση της ιστορίας του ανθρώπου με την έννοια του έθνους. Καθόλου δεν αποκλείεται (μάλλον το αντίθετο) η ιστορία των εθνών να μην καταλάβει τελικά παρά μία μικρή (και ενδεχομένως ασήμαντη) παράγραφο στην ιστορία της ανθρωπότητας που θα γραφτεί σε (μεγάλο) βάθος χρόνου. Πρέπει κάποτε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι δεν βρισκόμαστε στο κέντρο του σύμπαντος· ούτε η περίοδος που έτυχε να ζήσουμε εμείς είναι ντε φάκτο η σημαντικότερη της ανθρωπότητας.

Από την άλλη, είναι αναπόφευκτο να μας παγιδεύει ο μικρόκοσμος: εντός αυτού ζούμε – είναι δύσκολο να έχουμε διαρκώς στον νου μας τη μεγάλη εικόνα. Και κάπως έτσι φτάνω κι εγώ, όντας παγιδευμένος στον δικό μου μικρόκοσμο, να ντρέπομαι όταν με λογαριάζουν μέρος ενός συνόλου που περιλαμβάνει μέλη με τα οποία δεν έχω τίποτα κοινό (εδώ αναφέρομαι στα επίκτητα και όχι στα εγγενή χαρακτηριστικά). Ντρέπομαι για λογαριασμό τους – αλλά ντρέπομαι και για λογαριασμό μου, επειδή εξαιτίας και της δικής μου, προσωπικής ανοχής οδεύουμε όλοι μαζί προς το σημείο απ’ όπου δεν θα έχει γυρισμό. Η κόλαση μπορεί να είναι οι άλλοι, αλλά κι εγώ άλλος είμαι!

Όταν στα μέσα της περασμένης δεκαετίας έβλεπα με κάθε ευκαιρία (και υπήρξαν, είναι η αλήθεια, πολλές: ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο το 2004, Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004, ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στο μπάσκετ το 2005, μέχρι και πρωτιά στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision το 2005) να πλημμυρίζουν οι δρόμοι με ελληνικές σημαίες (και με γαλανόλευκα μπλουζάκια, καθώς με γαλανόλευκα προσωρινά τατουάζ), συζητούσα το φαινόμενο με φίλους, εκφράζοντας την ανησυχία μου. Οι πολλές σημαίες ποτέ δεν προοιωνίζονται κάτι καλό – τουλάχιστον όχι εν καιρώ ειρήνης και (φαινομενικής) ευημερίας. Τότε δεν συμμερίζονταν πολλοί την αρνητική μου στάση στην έξαρση της «εθνικής υπερηφάνειας» – και αρκετοί με μέμφονταν γιατί, έλεγαν, δεν ήμουν παρά ένας γκρινιάρης, ο ξενέρωτος στο πάρτι, που δεν αφήνεται να χαρεί με τις επιτυχίες «μας». Βάζω το «μας» σε εισαγωγικά γιατί εκεί εστιαζόταν μία από τις αντιρρήσεις μου τότε: ποιες επιτυχίες «μας»; Τα πανευρωπαϊκά τα πήραν δύο (ευάριθμες) ομάδες παικτών και παραγόντων· την πρωτιά στον διαγωνισμό τραγουδιού μια τραγουδίστρια και η περί αυτήν (επίσης ευάριθμη) ομάδα υποστήριξης· για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, ας μη μιλήσω καλύτερα. Ήταν αυτοί λόγοι να αισθανόμαστε όλοι, συμπούρδουλοι, «εθνική υπερηφάνεια»; Για μένα, όχι – ρητά και κατηγορηματικά. Χαρά μόνο («μπράβο στα παιδιά!») και πάντα τέτοια – αλλά ως εκεί. Δυστυχώς, δεν μείναμε εκεί: περάσαμε στο «μεγαλείο της φυλής» γιατί «είναι στο DNA του Έλληνα να είναι πάντα και παντού πρώτος». (Παρένθεση: Το παράδοξο φαινόμενο να χρησιμοποιούν το «DNA», σε τέτοια συμφραζόμενα, κυρίως εκείνοι που δεν ξέρουν τι είναι το DNA, δεν είναι… παράδοξο.) Τότε δεν φαινόταν το πόσο επικίνδυνη μπορούσε να αποδειχτεί μεσο-μακροπρόθεσμα αυτή η (σ)τάση. Μέχρι που ήρθε, λίγα χρόνια αργότερα, η οικονομική (κ.λπ. – αυτό το «κ.λπ.» είναι το αληθινό παγόβουνο, ενώ η οικονομία απλώς η κορυφή του) κρίση…

Όλες οι άρρωστες δυνάμεις –από τους Ελληναράδες που έδερναν αλλοδαπούς στο κέντρο της πόλης, εν μέσω πανηγυρισμών για τις αθλητικές επιτυχίες των ομάδων μας, φωνάζοντας το αλήστου μνήμης σύνθημα «Αλβανέ / Αλβανέ / δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ», μέχρι τους λειτουργικά αναλφάβητους συν-Έλληνες, τους αποβλακωμένους από τα σκουπίδια των ΜΜΕ (και την αιδήμονα σιωπή της ντόπιας διανόησης)– με την κρίση βγήκαν στην κεντρική σκηνή. Το τέρας βγήκε από τη σκιά, ξεπέρασε την (όποια) χλεύη, απόκτησε φωνή και υπόσταση, κι έβγαλε νύχια. Το τέρας άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στους δρόμους, στις πλατείες, στα καφενεία, στα ΜΜΕ, στα ΜΚΔ, στις κάλπες – στη δημόσια ζωή. Το τέρας που εξέθρεψε η ανοχή της σιωπηλής πλειοψηφίας. Από τις σημαίες και τους πανηγυρισμούς για το «ελληνικό μεγαλείο» και την «ανωτερότητα της φυλής» μέχρι τους πάσης φύσεως αγανακτισμένους και ψεκασμένους, η απόσταση –όντας μικρή– καλύφθηκε με δρασκελιές. Μεσολάβησαν ακρότητες (βανδαλισμοί, δημόσιοι προπηλακισμοί, λιντσαρίσματα, δολοφονικές απόπειρες, δολοφονίες) που έφεραν τη βία μέσα στα σπίτια μας. Κι εμείς (οι περισσότεροι) κοιτάζαμε αμέτοχοι ή/και φοβισμένοι. Γιατί συνηθίσαμε στη θέα του τέρατος. Ή –ακόμα χειρότερα– γιατί το τέρας μάς εκφράζει – λίγο (βλ. μέθοδος του «ναι μεν αλλά»). Συνεπώς, ας μην (κάνουμε πως) πέφτουμε (πάλι) από τα σύννεφα. Η κλιμακούμενη ένταση που ζούμε μέσα στην τρέχουσα δεκαετία είχε προβλεφθεί μέσα από σοβαρές (και σαφείς) ενδείξεις. (Και κάποιοι, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, μας είχαν προειδοποιήσει δεκαετίες πριν.) Δεν κάναμε τίποτα τότε που έπρεπε. Δεν κάνουμε τίποτα ούτε και τώρα (που μάλλον είναι πια αργά). Γιατί συνηθίσαμε την ιδέα, την εικόνα και τις πρακτικές του τέρατος.

Στην επόμενη (απεφευκτέα, αλλά πώς;) φάση, ο μόνος τρόπος που θα μας μείνει να αντιμετωπίσουμε το ανεξέλεγκτο πλέον τέρας θα είναι να το ανταγωνιστούμε στο δικό του γήπεδο: να γίνουμε όλοι τέρατα. Προς τα κει πάμε – ολοταχώς.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2IB4Cvu
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου