Αυτό δεν είναι τραγούδι #1351
DJ της ημέρας, ο Αργύρης Μεθωνίτης
Τερλέγκας εναντίον Διαμάντως (έτσι, για γούστο)
Ποτέ δεν κατάλαβα τι σημαίνει «guilty pleasures». Καταλαβαίνω τη φράση· η χρήση της είναι που με προβληματίζει. Υπάρχουν λόγοι να αισθάνεται κανείς ενοχές για κάτι που του αρέσει; Ασφαλώς – και μπορώ εύκολα να σκεφτώ μερικούς: Ντρέπεσαι (δικαιολογημένα ή όχι – δεν το εξετάζω αυτό) αν, λ.χ., σου αρέσει να κάνεις κάτι που είναι παράνομο (π.χ., να καπνίζεις σε κλειστούς δημόσιους χώρους ή να κλέβεις σοκολάτες από περίπτερα ή να μην ακυρώνεις εισιτήριο στο μετρό) ή ηθικά μεμπτό ή/και εκνευριστικό για τους άλλους (π.χ., να φοράς το σώβρακο πάνω από το παντελόνι στον χώρο εργασίας ή να τρως πατατάκια στο θέατρο ή να προτιμάς τον χειμώνα από το καλοκαίρι) ή, τέλος, κάτι που απλώς θεωρείται κακού γούστου (εδώ δεν δίνω παραδείγματα γιατί η περί γούστου κουβέντα είναι ναρκοπέδιο χωρίς σήμανση). Όλα αυτά είναι κατανοητά και περίπου κοινός τόπος. Αλλά να αισθάνεσαι ενοχές επειδή σου αρέσει κάποια (έστω αμφιλεγόμενη) μορφή τέχνης γιατί;
Τούτων λεχθέντων, δεν καταλαβαίνω γιατί αποτελεί «guilty pleasure» να σου αρέσει, ξέρω γω, ο Τερλέγκας ή τη βρίσκεις με τις βιντεοταινίες των 80s ή να φτιάχνεσαι με τα γλυπτά του Jeff Koons. (Από δω και πέρα, για λόγους οικονομίας του επιχειρήματος, θα μείνω μόνο στο πρώτο παράδειγμα, το οποίο είναι περίπου τυχαίο· δηλαδή, ναι μεν το επέλεξα σαν όνομα είναι εμβληματικό, αλλά τον άνθρωπο ούτε που τον ξέρω). Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι γουστάρεις με τρέλα Τερλέγκα. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις. (α) Αν ακούς μόνο Τερλέγκα και τίποτα άλλο (θεωρητικά γίνεται, αφού μπορώ να το φανταστώ), δεν έχεις λόγο να ντρέπεσαι: αυτό ξέρεις, αυτό εμπιστεύεσαι. (β) Αν ακούς και Τερλέγκα και, π.χ., Diamanda Galás, πάλι δεν έχεις κανέναν λόγο να ντρέπεσαι: προφανώς βλέπεις κάτι στον Τερλέγκα που οι υπόλοιποι φαν της Διαμάντως αδυνατούν να δουν. (Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι λες αλήθεια για τον Τερλέγκα και δεν προσποιείσαι οργασμό όταν τον ακούς, για να το παίξεις «προχώ» στους μεϊνστριματζήδες –λέμε, τώρα!– φίλους σου.)
Με όλ’ αυτά, θέλω να πω ότι δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεται κανείς για το γούστο του σε οτιδήποτε, είτε γιατί μέχρι εκεί φτάνει (και οι λόγοι μπορεί να είναι πάμπολλοι και, κατά κανόνα, άσχετοι με συνειδητές επιλογές) είτε γιατί έτσι (έστω κι αν αυτό το «έτσι» σηκώνει πολύ νερό).
Το μόνο υπαρκτό (για μένα, πάντα) πρόβλημα είναι δημοσίως να σκίζεις τα ρούχα σου για τον Τερλέγκα και στο σπίτι σου να ακούς μόνο Διαμάντω. Τότε είσαι κωλόπαιδο με πατέντα. Τότε κάνεις κακό. Γιατί σε παρακολουθεί ο άλλος που ακούει όντως μόνο Τερλέγκα (τιμίως και ειλικρινώς, γιατί έτσι τα ’φερε η ζωή) και, επειδή είσαι πρώτη δημόσια μούρη (αλλιώς κανείς δεν θα ασχολιόταν με το τι ακούς), πιστεύει ότι η αλήθεια πραγματικά βρίσκεται στον Τερλέγκα. Κι έτσι, μέσω της σικέ «νομιμοποίησης» ενός μεταμοντέρνου τάχαμου διαμορφωτή τάσεων, οι αυθεντικοί τερλεγκίστας δικαιώνουν μέσα τους την επιλογή τους (ή, καλύτερα: την έλλειψη της δυνατότητας να επιλέξουν), επαναπαύονται στα κεκτημένα και δεν πάνε παρακάτω (ούτε μέχρι τον Χριστοδουλόπουλο – πόσο μάλλον μέχρι τη Διαμάντω).
Εδώ μία συνήθης ένταση πηγαίνει ως εξής: «και ποιος μας λέει ότι η Διαμάντω είναι παρακάτω σε σχέση με τον Τερλέγκα;» Αντιστοίχως, μία απάντηση που σπάει τα νεύρα των ενιστάμενων πηγαίνει περίπου έτσι: «το λέω εγώ και ξέρω τι λέω γιατί το έχω σπουδάσει / μελετήσει / ζήσει κ.ο.κ.». Και ποιος είσ’ εσύ, ρε; Και κάπου εκεί σταματάει η συζήτηση και αρχίζουν τα μπινελίκια. Πάντως, αν τεθεί ήπια, η ένταση έχει κάποια βάση: ποιος είμ’ εγώ, αλήθεια, που θα μιλήσω για τον Τερλέγκα; Τη (βαριά και ανθυγιεινή) δουλειά του κάνει ο άνθρωπος. Προσφορά και ζήτηση, κλασικά. Αφού υπάρχει ζήτηση, θα υπάρξει και προσφορά. (Κι αν δεν υπάρχει ζήτηση, θα βρεθεί ο παίχτης ο σωστός που θα τη δημιουργήσει – σιγουράκι.)
Αυτό μας φέρνει σε μία άλλη παπάτζα που έχει φορεθεί πολύ στο πλαίσιο της απενοχοποίησης του γούστου: «δεν υπάρχουν καλά και κακά είδη (π.χ., μουσικής – για να μείνουμε στο ίδιο παράδειγμα)· υπάρχουν μόνο καλά και κακά δείγματα μέσα σε κάθε είδος». Αυτή η παραδοχή μεταφέρει την ένταση από το δάσος στο δέντρο. Ξαφνικά δεν μπορείς να πεις απερίφραστα ότι δεν αντέχεις τα σκυλάδικα ή την όπερα· πρέπει να σου αρέσουν τουλάχιστον τα καλά σκυλάδικα και κάποιες άριες. Αν απορρίπτεις συλλήβδην ένα είδος, είσαι κοντόφθαλμος, δογματικός και μανιαμούνιας. Ασφαλώς, όπως κάθε στερεότυπο, έχει κι αυτό ένα σοβαρό έρεισμα: όντως υπάρχουν αξιόλογα (περισσότερα ή λιγότερα, αναλόγως) δείγματα σε κάθε είδος – τα οποία όμως χρησιμοποιούνται ως άλλοθι όλου του είδους. Κι αφού είναι έτσι (που έτσι είναι), αν δεν σου αρέσει ένα είδος, δεν μπορείς να ρίξεις το «φταίξιμο» στο γούστο σου («εμένα τα σκυλάδικα δεν μου πάνε») γιατί αμέσως θα κατηγορηθείς για ελιτισμό. Μόνο που δεν είναι θέμα-γούστου-και-ξεμπερδέψαμε. Δεν «φταις» εσύ, αν δεν σου αρέσει ο Τερλέγκας. Όπως, αντιστοίχως, δεν «φταίει» ο άλλος, αν δεν του αρέσει η Διαμάντω. Από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι, έφτασες εσύ εδώ και ο άλλος εκεί· εσύ είχες δικαίωμα στην επιλογή, ο άλλος όχι. Η διαμόρφωση του γούστου είναι ταξικής υφής ζήτημα.
Όχι, δεν θα αναπτύξω περαιτέρω αυτό το τελευταίο. Αλλά θα δεχτώ κάτι: σε ό,τι αφορά τη μουσική, υπάρχει ώρα (εννοώ, χρήση) για όλα τα είδη. Δεν πας σε σκυλάδικο της Εθνικής για να ακούσεις Ξενάκη, όπως δεν πας και σε τζαζ κλαμπ για να ακούσεις ποντιακά. Με αυτή την παραδοχή, βρίσκω εξαιρετικά χρήσιμο τον Τερλέγκα. Υπάρχουν στιγμές που (υποθέτω ότι) λειτουργεί θεραπευτικά σε όσους τον ακούν. Αλλά θα το ξαναπώ (κι ας γίνω κουραστικός): είναι σε άλλη θέση αυτός που ακούει με ευχαρίστηση Τερλέγκα στο αυτοκίνητο, καθ’ οδόν για το Μέγαρο, όπου έχει κλείσει πρώτο τραπέζι πίστα ν’ ακούσει Διαμάντω, και σε τελείως διαφορετική εκείνος που ακούει Τερλέγκα, καθ’ οδόν για το τερλεγκάδικο.
Συνοψίζω: Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνεται κανείς ενοχές για το γούστο του, είτε μπορεί να υποστηρίξει μετά λόγου γνώσεως τις επιλογές του είτε όχι. Ο καθένας θα παίξει με τα χαρτιά που του μοίρασαν. Από κει και πέρα, αυτός που μοιράζει τα χαρτιά (εν προκειμένω, όποιος δημοσιοποιεί τις απόψεις του και ο λόγος του έχει ένα κάποιο βάρος) οφείλει να κλέψει λιγάκι – προς όφελος του συνόλου. Με αυτό εννοώ το εξής: αν έχεις πρόσβαση στα Μέσα, οφείλεις να εξηγήσεις με κάποιον τρόπο στο λάθος κοινό ότι η Διαμάντω κάνει άλλη δουλειά από τον Τερλέγκα. Κι ο τρόπος αυτός δεν είναι η αφ’ υψηλού διδαχή, αλλά το ίδιο το έργο.
Επίσης, για να λέμε όλα, ο τρόπος αυτός δεν είναι ούτε ο δικός μου σε αυτό το σημείωμα. Εδώ θα με διαβάσουν (αν με διαβάσουν) μόνο όσοι αγνοούν τον Τερλέγκα όσο κι εγώ – συν μερικοί που αγνοούν και τη Διαμάντω. (Χώρια που υπέπεσα όχι σε ένα αλλά σε δύο αμαρτήματα: αφενός της γενίκευσης και αφετέρου της κατάχρησης των δύο αυτών ονομάτων, απλά και μόνο επειδή ασκούν πάνω μου μία γοητεία. Συμπαθάτε με!) Δηλαδή, παραβιάζω ανοικτές θύρες. Αλλά όφειλα να τα πω (τα έχω ξαναπεί και, κατά πάσα πιθανότητα, θα τα ξαναπώ) γιατί έχω βαρεθεί να ακούω την μόνιμο επωδό σε τέτοιες συζητήσεις: «είναι ζήτημα παιδείας». Ήμουνα νιος και γέρασα! Ασφαλώς και είναι ζήτημα παιδείας! Από την άλλη, αντί να περιμένουμε να ωριμάσουν οι συνθήκες (που ενδέχεται και να μην ωριμάσουν ποτέ, αν είναι της ποικιλίας «από άγουρες κατευθείαν σάπιες»), πρέπει κάτι να κάνουμε στον περιορισμένο χρόνο που μας αναλογεί σε τούτη τη ζωή. Εδώ. Τώρα. Στο μέλλον άλλοι ας κάνουν άλλα.
Μετά από αυτό το «σεντόνι», θα περίμενε κανείς να παίξω απόψε Βασίλη Τερλέγκα ή/και Diamanda Galás. Αδυνατώ, όμως. Λύσσαξα μ’ αυτούς τους δύο τόση ώρα, ενώ η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν με αφορά κανείς τους. (Ξέρω ότι –και πώς– διαφέρουν, αλλά μου είναι εξίσου αδιάφοροι. Γούστο μου, καπέλο μου!) Για να κλείσω όπως ξεκίνησα, επιστρέφω στις «guilty pleasures». Γιατί έχω ράμματα για τη γούνα μου. Εγώ ήμουν που κάποτε ντρεπόμουν να πω ότι μου άρεσαν, π.χ., οι Abba (αν είναι δυνατόν!) γιατί ήμουν (κι ακόμα χειρότερα: αισθανόμουν πως έπρεπε να είμαι) κάθετος. Εκ των υστέρων, δεν μετανιώνω. Είχαμε πόλεμο τότε! (Σημειωτέον ότι ο ίδιος πόλεμος μαίνεται ακόμα, αλλά πια σε άλλο επίπεδο: ψηφιακός ανταρτοπόλεμος.) Και ο βασικός εχθρός δεν ήταν η μάζα (που στο κάτω-κάτω άκουγε αυτά που την τάιζαν γιατί «αυτά θέλει ο κόσμος»), αλλά κάτι ανερμάτιστες σκουληκαντέρες που είχαν βαλθεί να μας ξεβλαχέψουν με το ζόρι, μιλώντας περισπούδαστα για πρόσωπα και πράγματα κατά τεκμήριο καταγέλαστα. (Ο τίτλος του επεισοδίου ήταν: «Η επιβολή του κακού από τους μέτριους». Τι ζήσαμε κι εμείς, η της μεταπολίτευσης καημένη γενιά…) Όσο κατακάθεται η σκόνη, γίνεται ολοένα και σαφέστερο ότι το «ξεβλάχεμα» ήταν η απόλυτη μάστιγα από το 1981 και δώθε.
Τέλος. Ας βάλω κάτι, γιατί αλλιώς θα γράφω μέχρι να με φασκελώσει το πληκτρολόγιο. Δεν θα βάλω Abba, όμως. Σιγά την υπέρβαση! Θα βάλω ένα χαζο-ποπ τραγούδι που (ω, ναι!) μου αρέσει, αν και το 1987 θα προτιμούσα να κάνω τα ρεπά του Προμηθέα παρά να το παραδεχτώ. Heaven is a place on Earth, ρε!
ΥΓ. Έδωσα μάχη μέσα μου μέχρι να πατήσω «δημοσίευση». Ακόμα και τώρα, 30+ χρόνια μετά. Ακόμα και μετά από τα όσα (πολλά!) έγραψα παραπάνω, για να δικαιολογήσω την επιλογή μου να παίξω ένα «τραγουδάκι». Τι το ψάχνω; Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Την επόμενη φορά –δεν το συζητώ–, θα βάλω Peter Hammill να έρθω στα ίσα μου.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart https://ift.tt/2jMjYP5
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου