—του Γιώργου Τσακνιά για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Όχι. Και γι’ αυτό προφανώς δεν κινδυνεύουμε «να μας τον πάρουν» — ποτέ δεν κινδυνεύαμε.
Κατά την προσωπική μου γνώμη, ούτε ο αλυτρωτισμός των βορείων γειτόνων μας συνιστούσε ποτέ σοβαρό κίνδυνο. Είμαστε (δυστυχώς) οπλισμένοι σαν αστακοί, λόγω της δύσκολης σχέσης μας με τον άλλο μας γείτονα, στα ανατολικά, και παθαίνουμε υστερία επειδή μας «απειλεί» μια μικροσκοπική και φτωχή χώρα, η πολεμική αεροπορία της οποίας αποτελείται από τέσσερα (4) ελικόπτερα. Και φυσικά, ακριβώς επειδή δεν προκύπτει λογικά η απειλή, επιστρατεύουμε τη συνωμοσιολογία και την θεωρία της περικύκλωσης: η μικρή αυτή χώρα δεν θα μας απειλήσει μόνη της, αλλά θα γίνει πιόνι στα χέρια των ισχυρών που θέλουν ούτως ή άλλως να μας βλάψουν, επειδή επιβουλεύονται τη γεωγραφική μας θέση ή τα ορυκτά μας ή τις παραλίες μας ή απλώς μας μισούν ή όλα αυτά μαζί.
Πιστεύω κατ’ αρχάς ότι το ζήτημα πρέπει να λυθεί, ότι η συγκυρία είναι καλή και ότι η συμφωνία είναι επίσης καλή. Οι χειρισμοί της κυβέρνησης, οι πολιτικές της ακροβασίες και ο ανήθικος κυνισμός με τον οποίον διαχειρίζεται τις σχέσεις της με τα άλλα κόμματα, η θλιβερή αναδίπλωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε θέσεις καραμπινάτου εθνολαϊκισμού, οι θέσεις των άλλων κομμάτων, η ρητορική που κυριαρχεί — όλα αυτά είναι υπαρκτά ζητήματα, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι το μείζον εν προκειμένω. Ούτε βέβαια είναι δυνατόν να ταχθεί κανείς ενάντια στη συμφωνία μόνο και μόνο για να πάει κόντρα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, γιατί απλούστατα έτσι θα υιοθετήσει τον δικό της τρόπο. Όποιος θέλει να μην ωφεληθεί πολιτικά η κυβέρνηση, δεν πρέπει να υιοθετήσει την ατζέντα του εθνικισμού· ακριβώς το αντίθετο πρέπει να κάνει γιατί, υιοθετώντας την, αφήνει στον ΣΥΡΙΖΑ χώρο. Όποιος δεν το βλέπει αυτό, είναι πολιτικά τυφλός.
Για να μην πολυλογώ, με καλύπτουν οι «Επτά θέσεις για τη συμφωνία» που δημοσιεύει σήμερα στην Καθημερινή η Ξένια Κουναλάκη. Ας μεταφέρω εδώ αυτούσια τη 2η θέση: Αν ρίξει κανείς μια ματιά στους τίτλους των ξένων εφημερίδων το πνεύμα ήταν περίπου αυτό: «Η Μακεδονία δέχθηκε να αλλάξει το όνομά της χώρας μετά την 27χρονη διένεξη με την Ελλάδα». Τα περί δικών μας υποχωρήσεων, κακής συμφωνίας ή εθνικής μειοδοσίας εμπίπτουν στη σφαίρα του στείρου αντιπολιτευτικού λόγου και της ταμπλόιντ αναπαραγωγής εμφυλιοπολεμικού κλίματος στο εσωτερικό της χώρας.
Διάβασα το κείμενο της συμφωνίας (εδώ μπορείτε να δείτε ή να κατεβάσετε τη συμφωνία στα ελληνικά και στα αγγλικά) με μια κατ’ αρχήν ενόχληση για το γεγονός ότι μια διακρατική συνθήκη αναλαμβάνει να ρυθμίσει ζητήματα που κανονικά λύνουν —ή, εν πάση περιπτώσει, πραγματεύονται— οι επιστήμες της γλωσσολογίας και της ιστορίας. Φαίνεται ωστόσο ότι κι αυτό είναι αναγκαίο, δεδομένου ότι αντικειμενικά υπάρχει εδώ και τριάντα χρόνια ένα πρόβλημα και πρέπει να λυθεί — και δεδομένου επίσης ότι, καλώς ή κακώς, έχουν και οι συμβολισμοί τη σημασία τους.
Μου φάνηκε ας πούμε αστεία η διατύπωση του άρθρου 7 παράγραφος 4, ότι «το Δεύτερο Μέρος» [= η ΠΓΔΜ / Βόρεια Μακεδονία] «σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα του, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην Ομάδα των Νότιων Σλαβικών Γλωσσών». Αστεία μου φάνηκε γιατί δεν είναι δουλειά μιας χώρας να δηλώσει σε ποια γλωσσική ομάδα ανήκει η γλώσσα που μιλούν οι περισσότεροι κάτοικοί της, είναι σαν να δηλώνει ότι «στη χώρα μας ισχύει η δύναμη της βαρύτητας και ως εκ τούτου τα μήλα πέφτουν προς τα κάτω». Το ότι η μακεδονική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών (και πιο συγκεκριμένα, στην ανατολική υπο-ομάδα τους, μαζί με τη βουλγαρική γλώσσα) είναι γνωστό εδώ και χρόνια, είναι προφανές και στον έχοντα στοιχειώδη έστω εξοικείωση με τις σλαβικές γλώσσες και ουδείς το αμφισβητεί σοβαρά.
Είπαμε, όμως, πρέπει να διευκρινιστεί για να τελειώνει επιτέλους η γελοία ρητορική των εθνικισμών, που έχει εγκλωβίσει δύο λαούς εδώ και τριάντα χρόνια στην πιο ανόητη διαμάχη της ιστορίας. Όπως ορθώς, εν τέλει, το άρθρο 8 διευκρινίζει πολύ αναλυτικά τα περί μνημείων, συμβόλων, δημοσίων κτιρίων, σημαίας (ναι, τέλος στη χρήση του ήλιου της Βεργίνας από τα επίσημα σύμβολα της γειτονικής χώρας) και όλα τα σχετικά. Ιδού ενδεικτικά οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 8 της συμφωνίας (υπενθυμίζω ότι ως «Πρώτο Μέρος» αναφέρεται η Ελλάδα και ως «Δεύτερο Μέρος» αναφέρεται η ΠΓΔΜ) :
Οι όροι αυτοί της συμφωνίας γίνονται καλύτερα κατανοητοί υπό το πρίσμα όσων προβλέπονται στις τρεις πρώτες παραγράφους του άρθρου 7, που στην ουσία ορίζουν ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές Μακεδονίες και ότι μόνον τη μία από τις δύο (τη «νότια», την ελληνική) αφορά «ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα» (σημειωτέον, η διατύπωση των παραγράφων αυτών στα ελληνικά είναι λίγο άγαρμπη, πάντως είναι σαφές σε τι αναφέρονται) :
Η ουσία είναι ότι με αυτή τη συμφωνία εμείς αναγκαζόμαστε να δεχτούμε ότι οι πολίτες της μικρής χώρας στα βόρειά μας δικαιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες, δεδομένου ότι όντως κατοικούν σε ένα κομμάτι της γεωγραφικής περιοχής που είναι γνωστή ως Μακεδονία· εκείνοι αναγκάζονται να εξοβελίσουν από την επίσημη κρατική ρητορική τους όλες τις λογικές ακροβασίες με τις οποίες οι εθνικιστές τους, προκειμένου να στοιχειοθετήσουν αλυτρωτικές βλέψεις, προσπαθούσαν να αναγάγουν την καταγωγή τους στους αρχαίους Μακεδόνες, στον Μεγαλέξανδρο — παράλογα πράγματα, με τα οποία βέβαια οι ιστορικοί γελούσαν σε όλο τον κόσμο και μόνον εμείς τα παίρναμε στα σοβαρά, δίνοντάς τους έτσι αξία. Αν κάποτε ωριμάσουμε ως λαός, ίσως καταλάβουμε πόσο οξύμωρο, γελοίο και αυτοκαταστροφικό ήταν όλο αυτό.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα
from dimart https://ift.tt/2l70pBH
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου