Αυτό δεν είναι τραγούδι #1411
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Το ραντεβού ήταν στο κέντρο, για καφέ και βιβλία. Ο θείος Γ. με ήθελε είτε για την πιστωτική μου κάρτα είτε για βαστάζο – ή και για τα δύο· δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Αλλά η μετεωρολογική πρόγνωση μιλούσε για «ακραία καιρικά φαινόμενα» – δηλαδή, βροχή ντάλα καλοκαίρι.
«Θα βρέξει, θείε. Δεν τ’ αφήνουμε για αύριο;»
«Καλύτερα, δεν θα έχει πολύ κόσμο. Αύριο είναι μια άλλη μέρα».
«Και σήμερα, άλλη μέρα είναι. Δεν κάνουμε δουλειά έτσι».
Δεν το γλίτωσα, παρ’ όλα αυτά. Ώρα και μέρος.
«Στις πέντε στην Κοραή, στο καφέ, ξέρεις».
«Ομπρέλα να πάρεις!»
«Σιγά μην πάρω και ζακέτα!»
Μέχρι να φτάσω στην Κοραή, οι ουρανοί αγάλλονται, παπάρα η φύσις όλη. Έχω ομπρέλα, μια τοσιδούλα, τι να σου κάνει; Μου φαίνεται ότι βρέχομαι περισσότερο εξαιτίας της. Αυτό, μάλιστα, είναι ακραίο καιρικό φαινόμενο: κάτω από την ομπρέλα βρέχει περισσότερο απ’ όσο από πάνω.
Βρίσκω τον θείο Γ. αραχτό (και στεγνό!) στο καφέ να πίνει το ουζάκι του και το τσιγαράκι του, κύριος. Τινάζομαι σαν ημίαιμο ανοιχτής θαλάσσης και σωριάζομαι σε μια πολυθρόνα.
«Κάτσε να πάρεις μιαν ανάσα και φεύγουμε».
«Δε φαντάζομαι να θες να πάμε για βιβλία με τέτοια βροχή! Θα πιτσικάρουν οι σελίδες!»
«Τα δικά σου να τα πάρεις αδιάβροχα, να τα διαβάζουν τα παπάκια στην μπανιέρα».
Δεν απαντάω. Ψάχνω με το βλέμμα για βοήθεια. Τραβάω εύκολα την προσοχή μιας σερβιτόρας – λίγος ο κόσμος· το προσωπικό κάθεται και χαζεύει τους κολυμβητές στην Κοραή. Όπως πλησιάζει το τραπεζάκι μας, την παρατηρώ· θέλοντας και μη: δεν θα περνούσε απαρατήρητη και μπούρκα να φορούσε: λαμπαδάτη, θεωρητικιά, χαμογελαστή – το δέκα το καλό.
«Ουζάκι κι εσείς;» με προλαβαίνει.
Δεν καταλαβαίνω. Γελάνε με τον θείο, πρίμο-σεγόντο: κάποιο εσωτερικό αστείο, φαντάζομαι. Και μου το διευκρινίζουν: παίζουν μια σκηνή από ταινία: «Τι έχετε εσείς εδώ;» «Ε, μπαρ είναι, αλλά άμα θέλετε καφέ, πορτοκαλάδα…» «Α, έχετε και καφέ και πορτοκαλάδα;» «Έχουμε». «Καλά, τότε πιάσε δυο ουζάκια». Ξεκαρδιστικό!
«Ουζάκι, εντάξει, αλλά πρώτα πιάσε ένα μπουρνούζι. Με κουκούλα».
Φεύγει η κοπέλα να μου φέρει κουζινόχαρτο να πάρω τα χοντρά. Ο θείος την παρακολουθεί με τον τρόπο του αστροφυσικού που νόμιζε πως είναι μετεωρίτης: καιγόταν ο ίδιος αντ’ αυτού, όταν μπήκε στην ατμόσφαιρα. Του ρίχνω ένα πονηρό βλέμμα, το οποίο κάνει πως δεν καταλαβαίνει.
«Τι παίζει με τη νεαρά;»
«Με τη Γιώτα; Πέραν του ότι είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί της;»
Γουρλώνω τα μάτια μέχρι σημείου να μου διορθωθεί ο αστιγματισμός.
«Ηρέμησε, Δούκισσα Βλακεντία, τι να τρέχει; Θα μπορούσε να είναι κόρη μου!»
«Εγγονή σου! Δισ–»
«Βάστα, ρε συ! Δεν είμαι και σαν την Πελοπόννησο!»
«Σαν την Πελοπόννησο όχι, αλλά στη θεμελίωση του Ξυλόκαστρου κράταγες το μυστρί!»
Έρχονται τα ουζάκια με μεζέ κουζινόχαρτο και μαζεύομαι προς ώρας. Χαμόγελα εκατέρωθεν, αστειάκια, ευχαριστίες.
«Ρε θείε, πας καλά; Φλερτάρεις το βρέφος;»
«Ποιο βρέφος; Είκοσι κλεισμένα! Και δεν φλερτάρω! Ακονίζω κοινωνικές δεξιότητες».
Ξέρει, εκτός από το όνομα, και την ηλικία της! Αμ, θα βγάλω λαγό σήμερα.
«Απαράδεχτο! Αν δεν το πρόσεξες, με συνοδεύεις».
«Εσύ με συνοδεύεις! Νταμ ντε κομπανί!»
«Ναι, εγώ νταμ ντε κομπανί κι εσύ αναντάμ-παπαντάμ».
Ανακωχή. Να σκουπιστώ και να πιούμε τα ουζάκια μας. Βρίσκει την ευκαιρία και το γυρίζει στο αγαπημένο του θέμα: αν έχω την πιστωτική μου μαζί, μπας και χρειαστεί. Αναστεναγμός.
Ανασυντάσσομαι, τσουγκρίζουμε, μιλάμε για τα βιβλία που (δεν) θα πάρουμε και περιμένουμε να κόψει η βροχή. Όποτε έρχεται η Γιώτα να ανανεώσει τις προμήθειες, παίζεται το ίδιο νουμεράκι, με παραλλαγές: με τόσες πρόβες, θα σκίσουν στην πρεμιέρα. Θα έκανα κράτηση, αλλά κρατιέμαι.
Τα ουζάκια πάνε κι έρχονται (μέχρι που μας κέρασαν μια γύρα οι άνθρωποι, τέτοιοι πελάτες!), η βροχή δυναμώνει. Σκοτεινιά και υγρασία. Και ζέστη. Είμαστε σαν δύο έκφυλοι αποικιοκράτες στη Ροδεσία, μετά τον πόλεμο. Κι αυτή η Γιώτα, ρε παιδί, είναι…, είναι! Ταμάμ για να σε ρίξει στα έκφυλα, την αποικία μου μέσα!
Σηκώνομαι, «πάω να φρεσκαριστώ», του λέω και χάνομαι στα ενδότερα. Έχω σχέδιο. Βρίσκω τη Γιώτα να χαζεύει τη βροχή. Της ζητάω ένα φιλτράκι, τάχαμου, βγάζει και μου δίνει, υποχρεωτικότατη.
«Συγγνώμη για την παρέα μου», της λέω, «δεν είναι πάντα έτσι».
Με κοιτάζει απορημένη.
«Θέλω να πω, δεν έχει κακό σκοπό, μην τον παρεξηγήσεις».
Μα τι λέω; Σε λίγο θα ζητήσω το χέρι της για λογαριασμό του!
«Γιατί να τον παρεξηγήσω! Ο κύριος Γ. είναι γλυκύτατος!»
Κι αυτή ξέρει το όνομά του! Ρε, τι γίνεται δω πέρα;
«Εμένα να με συγχωρείτε, αν σας έκανα να ζηλέψετε».
Ε;
«Τι να ζηλέψω;»
«Μαζί δεν είσαστε; Έτσι μου είπε! “Περιμένω τη δικιά μου”, μου είπε».
Α, τον απατεώνα! Με χρησιμοποιεί για να το κάνει πιο κίνκι το πράμα. Εγχειρίδιο του καλού μπλοφαδόρου στο περί τα τοιαύτα επιχειρείν, άρθρο 1, παράγραφος 2: «το αμέσως καλύτερο αξεσουάρ του πέφτουλα, μετά το μωρό, είναι η μάνα του μωρού». Σου λέει, η άλλη τσιμπάει πιο εύκολα όταν υπάρχει Άλλη. Αυτά παθαίνεις άμα βλέπεις πολύ γαλλικό κινηματογράφο στα μικράτα σου.
Της εξηγώ ότι είναι θείος μου, ο γερομπαμπαλής. Και με περνάει είκοσι χρόνια, για όνομα! Εγώ + Εσύ = Θείος Γ., της δίνω την εξίσωση λυμένη.
«Α! Όλα καλά, λοιπόν!»
Τρίκαλα! Και δη Κορινθίας.
Ξαναβγαίνω έξω σκοτεινή και στραπατσαρισμένη.
«Κάτω από τη μηχανή στεγνώματος μπήκες; Σαν να σκέβρωσες!»
Κάνω πως δεν ακούω τη «φιλοφρόνηση» και του τα χώνω που μ’ έβαλε στο κόλπο χωρίς να με ρωτήσει.
«“Περιμένω την ανιψιά μου”, της είπα, όχι “τη δικιά μου”!»
Γελάει σαν αθώος (άρα είναι ένοχος).
«Ακούς εκεί, να με περάσει για…»
«Καλό μου, σε διακόσια χρόνια από τώρα, θα είμαστε συνομήλικοι. “Αυτοί ήταν σύγχρονοι”, θα λένε για μας».
«Σε διακόσια χρόνια ας λένε και το τζακούζι κλασομπανιέρα, δε με νοιάζει. Τώρα εσύ είσαι παππούς με αναστολή κι εγώ ένα μπουμπούκι!»
«Γι’ αυτό σε ποτίζω».
«Πες με και γλάστρα τώρα!»
Ο θείος χρεμετίζει, εγώ τα παίρνω.
«Κομμένη! Ξέρεις πώς με είπε ένας πιτσιρικάς στο μετρό τώρα που ερχόμουνα; Μιλφ με είπε!»
«Σιγά μη σε είπε και μιλφέιγ!»
Χρεμέτισμα.
«Καλά, κορόιδευε! Ξέρεις τι σημαίνει μιλφ;»
«Πώς δεν ξέρω; Δεν έχω ίντερνετ εγώ;»
Σωστό κι αυτό, του το αναγνωρίζω. Αλλά τα έχω πάρει, λέμε!
«Ηρέμησε. Θα πιούμε δύο τελευταία, ήσυχα κι ωραία, και θα σου εξηγήσω».
Σιγή ασυρμάτου μέχρι να έρθουν τα τελευταία. Χαμηλοβλεπούσα η Γιώτα, αυτή τη φορά. Ακόμα κι έτσι, ζωγραφιά είναι η άτιμη!
Πίνουμε και καπνίζουμε και την αγάπη βρίζουμε. Η βροχή έχει κόψει. Λάσπη.
«Λοιπόν, εντάξει. Εσύ είσαι μιλφάρα κι εγώ ραμολιμέντο. Χάρηκες τώρα;»
Όχι. Το μερτικό μου απ’ τη χαρά μού το ’χει πάρει η Άλλη. Όπα!
«Το πράγμα είναι απλό. Όταν μπεις στον προθάλαμο της απόσυρσης –εγώ, για μένα λέω!–, οι γυναίκες σε θεωρούν ακίνδυνο. Σου χαμογελάνε, σου μιλάνε, ανοίγονται. Γιατί; Γιατί αισθάνονται ασφαλείς, νομίζουν ότι δεν κινδυνεύουν. Ε, αυτό δεν υποφέρεται! Και δεν υποφέρεται γιατί, βασικά, έχουν δίκιο!»
Χαλαρώνω γιατί σοβαρεύει το πράμα. Γερνάει ο θείος μου – και του κακοφαίνεται. Και το κακό είναι ότι γερνάω μαζί του – λιγάκι. Εμένα μου καλοφαίνεται;
«Οι γυναίκες ξέρουν, το βλέπουν, ότι έχω περάσει στην εφεδρεία. Και, ασυναίσθητα, μαλακώνουν. Ούτε που τους περνάει από το μυαλό ότι τις φλερτάρω. Δεν τις απειλώ. Είμαι γλυκύτατος!»
«Μιλφέιγ…»
«Ναι, γεια σου. Με βλέπουν και δεν πάει ο νους τους στο κακό».
«Ποτέ δεν τους πήγαινε εκεί με σένα!»
«Σωστά, αλλά τώρα οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει. Άλλο να είσαι καλός φύσει, κι εντελώς άλλο να είσαι καλός θέσει».
Δίκιο έχει, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Και δεν το είχα σκεφτεί έτσι γιατί δεν είναι ακριβώς έτσι. Έχει κάτι εξηντάρηδες, ω ρε μάνα μ’. Εξαιρέσεις, ναι. Μα για τις εξαιρέσεις τούς έχουμε τους κανόνες, ψέματα; Δεν τον βγάζω από την πλάνη του, όμως· μερικά πράγματα είναι καλό να μην τους τα λέμε. (Θείε, αν διαβάζεις, μην πάρεις τηλέφωνο. Δεν είμ’ εγώ· μου χακέρεψαν το ακάουντ!)
Σηκώνω το χέρι μου και κάνω νόημα για τα δύο πρώτα μετά τα τελευταία (να μη χαλάμε και τις παραδόσεις). Έρχεται η Γιώτα, φεύγει η Γιώτα. Γιώτα, φάγαμε Χι!
«Δεν αντέχεται αυτό. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» συνεχίζει, με τη μηχανή σβηστή, κάπως σαν μετά τη βροχή. «Γι’ αυτό κι εγώ έχω ανεβάσει λιγάκι τις στροφές. Φλερτάρω πέραν πάσης αμφιβολίας. Φλερτάρω ασύστολα. Θέλω hashtag metoo, διάολε! Θέλω να ξαναγίνω απειλητικός!»
«Τι είν’ αυτό, συνώνυμο του γεροπαραλυμένος;»
Τον πειράζω – αυτό είναι το δικό μας νουμεράκι, διαχρονική επιτυχία σε όλες τις πίστες.
«Άει, μωρή μιλφάρα!»
Πληρωμένη απάντηση. Πάτσι. Το λύσαμε κι αυτό. Πληρώνουμε και τον λογαριασμό («Γεια σου, Γιώτα, ευχαριστούμε, μας υποχρέωσες!») και φεύγουμε.
«Ακόμα βρέχει;»
«Δε βαριέσαι· ας λιώσουμε».
«Κι άλλο;»
Περπατάμε αγκαζέ (αλληλοϋποβασταζόμενοι, άνινα μοράτα λα σουσουρελά) στους πλυμένους δρόμους. Μια βροχή μας σώζει, μας έσωσε, θα μας σώσει (σε όλους τους χρόνους). Βρέξε, Θεέ μου, όσο θες.
«Δεν πάω για βιβλία τώρα», τον προειδοποιώ. «Έγινα λαμπιόνι!»
«Ναι, μωρέ, πάμε αύριο».
«Θέλω, όμως, κάτι να στρώσει το στομάχι».
«Ξέρω ένα ζαχαροπλαστείο που κάνει φοβερά μιλφέιγ. Είσαι;»
Είμαι! Είμαι για να ’μαι.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart https://ift.tt/2zquUfS
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου