Στις 28 Μαρτίου έφυγε πρόωρα η αγαπημένη φίλη και συγγραφέας Φωτεινή Φραγκούλη. Την αποχαιρετάμε με κείμενα της Δέσποινας Αντύπα, της Μαρίας Παπαγιάννη, του Βασίλη Παπαθεοδώρου, της Εύης Τσακνιά και του Γιώργου Τσακνιά. Το αφιέρωμα στη Φωτεινή περιλαμβάνει ακόμα φωτογραφίες, βίντεο, καθώς και μια συνέντευξή της στην Ελένη Αγγέλου και στο Ράδιο Αίολος 97,8 της Μυτιλήνης.
Με τον πατέρα της Αχιλλέα στην είσοδο του σπιτιού της στον Μόλυβο
φωτο: Εύη Τσακνιά, 2001
Η μαγεία των απλών πραγμάτων
Μαγεία είναι οι μυρωδιές που έρχονται από την κουζίνα, το άρωμα της μαμάς μου, το γιασεμί, η βροχή όταν πέσει στο χώμα. Τα απλά πράγματα είναι η μαγεία. Όταν μυρίζουν οι κουραμπιέδες, όταν βλέπεις ένα ηλιοβασίλεμα, όταν ακούς ένα πουλί να κελαηδά , όταν βλέπεις τα πρώτα καρπούζια στα οπωροπωλεία, όλα αυτά είναι μαγεία. Και τα χέρια των ανθρώπων, όταν κάνουν το καλό, είναι μαγεία.
Στον Μικρό αναγνώστη μπορείτε να διαβάσετε και την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης.
Η Φωτεινή Φραγκούλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Μόλυβο της Λέσβου. Σπούδασε ψυχολογία και παιδαγωγικά. Εργάστηκε στην Αθήνα ως δασκάλα στη δημόσια εκπαίδευση. Κείμενά της υπάρχουν στα Αναγνωστικά και στα Ανθολόγια του Δηµοτικού Σχολείου, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά και λευκώµατα.
Έργα της: Το χωραφάκι της αγάπης, Γνώση, 1990, Η Κυράνη του δάσους, Αλεξάνδρεια, 1993, Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της, Αλεξάνδρεια, 1995, Το μισό πιθάρι, Ελληνικά Γράμματα, 2000, Το ταίρι της αταίριαστης, Ελληνικά Γράμματα, 2003, Οι άγγελοι των κοχυλιών, Ελληνικά Γράμματα, 2003, Το τραγούδι της Περσεφόνης, Ελληνικά Γράμματα, 2005, Εφτά ορφανά μολύβια… εφτά ιστορίες, Ελληνικά Γράμματα, 2008 (βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου περιοδικού Διαβάζω, 2009), Κατ-γατ-καραγάτ, εκδ. Πατάκη, 2011, Ελιά στο πέλαγος, Εκδ. Πατάκη, 2015, Το πίσω μπαλκόνι, εκδ. Πατάκη, 2018.
Έφυγε από τη ζωή στις 28 Μαρτίου 2018.
(Πηγή: βιβλιοΝετ)
Το πίσω μπαλκόνι κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες.
Εξώφυλλο: Εύη Τσακνιά
* * *
Συνέντευξη της Φωτεινής Φραγκούλη στην εκπομπή της Ελένη Αγγέλου «Προσανατολισμοί», στο Ράδιο Αίολος 97,8 της Μυτιλήνης
* * *
Για την κυρία Φωτεινή
—της Δέσποινας Αντύπα—
Η κυρία Φωτεινή επέλεξε ξανά και ξανά να είναι η δασκάλα μας. Κάθε μέρα, με προσπάθεια και πείσμα και φαντασία έμπαινε σε ένα γκρίζο σχολείο και μάς σύστηνε τα χρώματα. Μάς δίδασκε κάθε μέρα τέχνη και επιστήμη. Μάς έπαιρνε από το χέρι μία-μία και έναν-έναν και μάς έδειχνε πόσο μοναδικοί και ιδιαίτεροι θα είμαστε για πάντα για εκείνη. Μέχρι σήμερα, δεν αμφισβήτησα ποτέ ότι είμαι μοναδική και ιδιαίτερη. Η κυρία Φωτεινή, η δασκάλα μου για περισσότερα από 30 χρόνια, πάντα καταλάβαινε, πάντα έβλεπε την αλήθεια μου, ποτέ δεν αμφέβαλλε για μένα, πάντα πίστευε σε μένα. Συνειδητοποιώ αυτές τις μέρες ότι με αυτή τη μαγική αγάπη και σεβασμό μάς ανέθρεψε όλα αυτά τα χρόνια. Όλοι μαζί και ένας-ένας ήμασταν τα παιδιά της, όλα τα παιδιά του κόσμου, ικανά μόνο για το καλύτερο, επίδεκτα κυρίως αγάπης και σεβασμού, της πιο βαθιάς και ουσιαστικής παιδείας.
Η αγαπημένη μας δασκάλα Φωτεινή Φραγκούλη πέθανε πριν από τρεις μήνες. Το έργο της καθόρισε τη ζωή και τη φαντασία εκατοντάδων παιδιών, όπως εγώ ή καθόλου όπως εγώ.
Τα βιβλία της θα μάς συντροφεύουν για μία ζωή και την ευχαριστώ για αυτό. Γιατί καταρχήν μάς έμαθε πως οι συγγραφείς και οι ποιητές μπορεί να είναι οι πιο πιστοί μας σύντροφοι και η τέχνη κάθε μορφής, το σχολείο μας για μία ζωή. Επίσης γιατί γράφοντας τα, ένα κομμάτι από την πολύχρωμη ανάμνηση της θα ζει για πάντα κάπου εκεί έξω για όλα εμάς τα παιδιά της, αλλά και όποιον άλλο θα είναι τυχερός να την συναντήσει στην γραφή της.
Αλλά πιο βαθιά και πιο πολύ, πρέπει να την ευχαριστήσουμε για αυτό που ήταν.
Ευχαριστούμε, κυρία Φωτεινή, για όλα τα όνειρα, τα ταξίδια, τα πρωινά και τα απογεύματα της δημιουργίας, τις Κυριακές της πρόβας για το θέατρο, το Μόλυβο σου, τη χειραψία στο τέλος κάθε τάξης, τους χορούς και τα τραγούδια, τα αστεία, την ποίηση, τον Ελύτη στον τοίχο, τις ζωγραφιές μας, το βαθύ σεβασμό σου, τα γλαστράκια στα παράθυρα της τάξης, τα χρωματιστά σου μαντήλια, τις ιστορίες, τα αρώματα, την αδιαπραγμάτευτη αγάπη σου, την ήρεμη φωνή σου, τις ιδέες σου, όλα αυτά που μάς έμαθες, όλα αυτά που μάς έδωσες.
Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι δεν θα είσαι εκεί κάποια μέρα. Μεγάλωσα με την ασφάλεια της παρουσίας σου. Σε ευχαριστώ, κυρία Φωτεινή μου.
* Η Δέσποινα Αντύπα ήταν (είναι) μαθήτρια της Φωτεινής.
Στον Ιανό, στην παρουσίαση του Ελιά στο πέλαγος
Φωτο: Γιώργος Τσακνιάς, 2016
Όταν έλεγε ιστορίες, έβρεχε ο ουρανός… κεράσια
—της Μαρίας Παπαγιάννη—
Κάθισα δίπλα στα βιβλία της Φωτεινής. Τα ξεφύλλισα ξανά, τα έβαλα στη σειρά, τα πήρα αγκαλιά. Προσπάθησα να θυμηθώ. Η αλήθεια είναι ότι την ήξερα καλά πριν τη γνωρίσω προσωπικά. Το πρώτο της βιβλίο που διάβασα, Το Μισό Πιθάρι, ήρθε να γιατρέψει μια αγωνία μου για το πώς να μιλήσω στην κόρη μου για τη γιαγιά της, όταν ήρθε ο ύπνος ο αξύπνητος και την πήρε. Κι όταν το διάβασα και το ξαναδιάβασα και σταμάτησα να κλαίω, το διάβασα και στην κόρη μου που χωρίς να κλάψει το έβαλε στη βιβλιοθήκη της. Έτσι, μ΄ ένα μισό πιθάρι, η Φωτεινή εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας κι από τότε έγινε δικός μας άνθρωπος κι όποτε άκουγα να μιλάνε γι΄ αυτήν δεν αμελούσα να πω ότι όταν τη χρειάστηκα ήταν εκεί και με βοήθησε πολύ. Από την άλλη η Φωτεινή όταν πρωτοβρεθήκαμε μου θύμισε ότι πριν από είκοσι χρόνια είχαμε συναντηθεί οι δυο μας και το είχα ξεχάσει. Είχε έρθει στον ραδιοφωνικό σταθμό που δούλευα τότε για να βρει υποστηρικτές για την προστασία της αρχαίας Μήθυμνας. Δεν ξεχνούσε ποτέ πως τους είχα βοηθήσει.
Διαβάζοντας τα πρώτα βιβλία της Φωτεινής τη ζήλευα που είχε ένα δικό της νησί. Και μάλιστα το χωριό της ήταν ο Μόλυβος, δίπλα στην Εφταλού, μια από τις πιο αγαπημένες μου παραλίες. Σ΄ ένα ταξίδι μου στο Μόλυβο πήρα μαζί μου την Εφταλού του Βενέζη και το Τραγούδι της Περσεφόνης της Φωτεινής κι όταν τολμούσα να βουτήξω στα παγωμένα νερά έβλεπα το Μαντατοπούλι της να κάνει παρέα στον μπάρμπα Φώτη, το στοιχειό της Εφταλούς. Εκείνες τις μέρες διαβάζοντας παράλληλα δυο βιβλία που γράφτηκαν με τόσα χρόνια διαφορά είχα κάνει θυμάμαι τη σκέψη ότι το ένα εξηγούσε το άλλο. Σαν να βαδίζανε στα ίδια ίχνη. Σαν τα παραμύθια της Φωτεινής να εμπεριείχαν την Εφταλού του Βενέζη και σαν ο άλλος ο προπροπάππους να εξηγούσε κάποια πράγματα που είχα σκεφτεί κι εγώ για κείνην. Εκεί άραξε ο Θεός για να ξεφύγει έναν κόσμο που δαιμονίζεται. Λίγη γη, περιβόλια, λεύκες, λιόδεντρα, δρυς και κουκουναριές, λίγα ρόμπολα, και σκίνα και αλυγαριές. Δυο τρεις κούλες παλαιές καμωμένες από παλαιούς ανθρώπους που ήξεραν να αποτραβιούνται και να γαληνεύουν βαθαίνοντας στη λατρεία των πρώτων δυνάμεων: της γης, του νερού, του ψωμιού, του ήλιου, των δέντρων και του έρωτα. Αυτός νομίζω είναι και ο κόσμος των βιβλίων της Φωτεινής κι αυτή σ΄ αυτόν τον τόπο ήξερε να γαληνεύει και να ταξιδεύει για να φτάσει στο απόσταγμα της ζωής να το ανακατέψει με τις μυρωδιές των δέντρων, με πέτρες που ήταν σπίτια και δρόμοι με κεραμιδάκια κόκκινα και μελανά από αγγεία που έσπασαν και κάποτε είχαν μέσα τις σοδειές, και τέλος με νερό από τη μαβιά θάλασσα που ενώνει τη Λέσβο με τη χαμένη γη του παραδείσου για να πλάσει τους δικούς της ήρωες: τη Φλούδω, τον Δημητράκη με την Κερασιά του, τον Τριαντάφυλλο, τον Ποτούλη και τους άλλους τους παλιότερους, την Πορφυρένια, την Περσεφόνη, την Κυράνη, τον Αχιλλέα, την Ελένη και τον παππού της. Γιατί νομίζω ότι όλοι οι ήρωες της Φωτεινής Φραγκούλη είναι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Όλα τα «Μια φορά κι έναν καιρό» της ταξιδεύουν αμετακίνητα στον ευλογημένο τόπο της Λέσβου κι απλά αλλάζουν ίσκιους. Τη μια κάτω από τον Πλάτανο, την άλλη κάτω από την Κερασιά, και την παράλλη κάτω από τη Βελανιδιά. Κάθε ίσκιος της έχει τον δικό του τόπο κι από δέντρο σε δέντρο… ολόκληρο ταξίδι.
Κι ύστερα ήρθαν Εφτά ορφανά μολύβια κι έφεραν μαζί τους εφτά ιστορίες που τις αγάπησα πολύ. Εκεί η Φωτεινή γράφει για τα πιο πολύτιμά της, κεντάει με μεταξωτή και άφθαρτη κλωστή που την ταξίδεψε γι΄ άλλη μια φορά ο άνεμος στα φιλόξενα χέρια της. Μικρό αντίδωρο από κείνο το παλιό κόκκινο μαντήλι που είχε σκαλώσει ολομόναχο πάνω σε ένα γαϊδουράγκαθο. Κεντάει η Φωτεινή Φραγκούλη τις ιστορίες της χωρίς να κόβει, μόνο τις πλέκει όμορφα, τη μια δίπλα στην άλλη, τη μια μέσα στην άλλη κι όταν τελειώσει κάνει κόμπο και τις δένει όλες σε μια πολύτιμη φιλία, μικρό φυλαχτό για τα καινούργια χρόνια που θα έρθουν, τάμα σ΄ έναν άλλον συγγραφέα που μεταλάβανε μαζί από το ίδιο καρπούζι την ιστορία και τη μνήμη του κόσμου.
Σ΄ όλες τις ιστορίες της Φωτεινής οι ήρωες είναι άνθρωποι συνηθισμένοι αλλά μοναδικοί, κάποτε αλαφροΐσκιωτοι. Ξέρουν να εκτιμούν τα μικρά θαύματα της ζωής κι αυτή τους το ξεπληρώνει. Κάπως έτσι ήταν και η Φλούδω:
Ζούσε τα θαυμαστά της φύσης. Μυρωδιές, γεύσεις πολλές από μυριστικά και βότανα. Και ανάμεσα στα φυτά, ζώα, μικρά και μεγάλα. Έντομα, παράσιτα, ερπετά. Με όλα συμφιλιώθηκε, σε όλα επέτρεψε να μπουν στη ζωή της με νόημα και αξία. Τα χρόνια της έδωσαν χαρές παράξενες. Ακριβά μυστικά. Πολύτιμες σημασίες. Και αυτή τις μάζευε, πολύχρωμες καραμέλες, τις έκλεινε σε βαζάκια γυάλινα στα ράφια της κουζίνας της και έπαιρνε από αυτά νοστιμιές και γλύκαινε τα χρόνια της, με αλήθειες και γαλήνη.
Κι όσοι ξέρουν κι εκτιμούν αξιώνονται στο τέλος να πάρουν πίσω την αγάπη. Κάπως έτσι το λέει και η Φωτεινή στο Μισό Πιθάρι: Μόνο εκείνος που αγάπησε τα δημιουργήματα, που σεβάστηκε δέντρα και ζώα, μόνον αυτός αξιώνεται στην ανθρωπιά του μέσα να δει εκείνα που οι άδικοι στερούνται.
Όταν διάβαζα τις ιστορίες της Φωτεινής σημείωνα κι αυτό και το άλλο κι όλα που με έδεναν μαζί της. Σαν να ήξερε αυτά που σκεφτόμουνα κι αυτά που φοβόμουνα. Ένιωθα ότι και η Φωτεινή σαν τη γάτα της την Πουπέτα παρακολουθούσε τα όνειρα των ανθρώπων, τα δικά μου όνειρα και αφού δεν είχε ουρά μαγική για να μπορεί μ΄ ένα κατ γατ καραγατ να τα αλλάζει προσπαθούσε να τα φτιάξει ιστορίες. Κι όταν έλεγε η Φωτεινή ιστορίες, έβρεχε… κεράσια.
…Έβρεξε ο ουρανός κεράσια! …..κι έτρεχαν τα παιδιά του χωριού μέσα στο παράξενο και μάζευαν, μάζευαν. Ύστερα έτρωγαν τη νοστιμιά του ουρανού και έγλειφαν τα δάχτυλά τους.
Σ΄ αυτήν την εικόνα όλη η ποίηση νιώθω ότι κρύβεται στην απλή πρόταση που ακολουθεί, μια μικρή ανατροπή. Όλοι είναι σαστισμένοι φυσικά με τα κεράσια αλλά η πρώτη σκέψη της αφηγήτριας δεν είναι το αυτονόητο πως γίνεται να πέφτουν κεράσια από τον ουρανό. Όχι. Άλλο σκέφτεται: Όλοι σαστισμένοι, μικροί και μεγάλοι. Γιατί ήταν εκτός εποχής, Οκτώβρη μήνα κεράσια;
Κι ύστερα όλοι λένε τη δικιά τους εκδοχή. Από πού να ΄ρθαν τα κεράσια; Εγώ θα συμφωνήσω: Πως ένα ροζ σύννεφο τα έφερε, λέει, για να νοστιμέψει η ζωή τους και να τους κάνει έκπληξη. Πως καμιά φορά γίνονται τέτοιες εξαιρέσεις για να δούμε αλλιώς τον κόσμο.
Εξαίρεση ήταν και η Φωτεινή Φραγκούλη. Γιατί έσκαβε κι έσκαβε κι ύστερα φύτευε λέξεις που όταν φύτρωναν μας έκαναν να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια και τη ζωή πιο νόστιμη, πιο μοναδική, πιο ποιητική, πιο πολύτιμη.
* Η Μαρία Παπαγιάννη είναι συγγραφέας
Μόλυβος 1999
Φωτο: Εύη Τσακνιά
Το τηλεφώνημα
—του Βασίλη Παπαθεοδώρου—
Τη Φωτεινή είχα να τη δω χρόνια και να μιλήσω μαζί της καιρό. Είχαμε πει να βρεθούμε, να τα πούμε, να τηλεφωνηθούμε. Το ήθελα και φαντάζομαι το ήθελε κι εκείνη πολύ, όμως δεν έγινε. Λόγω αμέλειας, εξαιτίας αυτού του «άστο γι’ αύριο». Ενός αύριο που τελικά δεν ήρθε. Αρχικά ήθελα να μη μιλήσω για τη γραφή της Φωτεινής, όμως αυτό δεν γίνεται, καθώς η γραφή της δείχνει και τον άνθρωπο. Νοσταλγία κι αρχοντιά, ποιητικότητα και εικόνες, αυτά είναι που την χαρακτηρίζουν, αυτά χαρακτήριζαν και τη Φωτεινή. Πάνω απ’ όλα όμως το βασικό χαρακτηριστικό της ήταν το δόσιμο, ένα δόσιμο που δεν το έκανε από ανάγκη ή υποχρέωση, αλλά από μια έμφυτη ευγένεια. Πρόσφερε στους μαθητές της, δεν είναι τυχαίο που τη συνόδευσαν στο τέλος παιδιά από όλες τις γενιές μαθητών, δεκαοχτάρηδες και τριαντάρηδες, μαθητές Λυκείου και φοιτητές, Έλληνες και αλλοδαποί, μαζί με τους μετανάστες γονείς τους. Πρόσφερε στους αναγνώστες της. Πρόσφερε στους φίλους της. Ίσως υπερβολικά, ίσως σε βαθμό που να μην κοιτάει τα δικά της θέλω κάποιες φορές. Έχω την εντύπωση, χωρίς να μου το έχει εκμυστηρευτεί ποτέ, πως η ζωή της χρωστούσε και δεν την ξεπλήρωσε όπως έπρεπε. Αυτή η εντύπωση μπορεί και να είναι λανθασμένη, όμως το γέλιο ή το χαμόγελο της Φωτεινής έκρυβε κάποιες φορές μια μελαγχολία, κάτι που δεν ήταν εύκολο να το ερμηνεύσεις και να το καταλάβεις. Η ίδια όμως δεν έκρυβε πράγματα, της άρεσε να μιλά, να γνωρίζει άτομα, να ανοίγεται. Ανοιγόταν στον άλλον εντυπωσιακά εύκολα, όχι για να τον κερδίσει, πιο πολύ για να τον κάνει να αισθανθεί άνετα. Και να αισθανθεί και η ίδια μαζί του. Η Φωτεινή ήταν το άτομο που της άρεσε να έχει, να κάνει φίλους και να τους κρατά. Εντυπωσιάστηκα ακούγοντας ότι όταν ήταν στο νοσοκομείο, την φρόντιζε όλη η πολυκατοικία, οι γείτονες, κάνοντας βάρδιες, αναλαμβάνοντας τα τρέχοντα. Είναι μια εικόνα ασυνήθιστη πλέον, παράξενη στους πιο πολλούς ενδεχομένως. Είναι όμως μια εικόνα βγαλμένη ίσως από κάποιο βιβλίο της Φωτεινής, εκεί που η νοσταλγία μπορεί να γίνει και πραγματικότητα.
Φωτεινούλα μου, συγγνώμη για κείνο το τηλεφώνημα που δεν έγινε ποτέ.
* Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι συγγραφέας
Με τον μπαρμπα-Αντώνη στην Εφταλού
Φωτο: Εύη Τσακνιά, 2001
Μια φωτεινή απουσία
—της Εύης Τσακνιά—
Άκου, είπα ένα απόγευμα πριν από μερικά χρόνια στη Φωτεινή, θα σου διαβάσω τώρα εγώ μια ιστορία.
Οι γάτες, έμπειρες ακροάτριες, βολεύτηκαν αμέσως η κάθε μια στη θέση της. Καθώς σουρούπωνε, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τις έπιασα να μυρίζουν αναστατωμένες τον αέρα, τα μουστάκια τους γύριζαν δεξιά-αριστερά σα ραντάρ, σαν να προσπαθούσαν να εντοπίσουν κάποιο άλλο αόρατο ζωντανό που μας συντρόφευε μέσα στο δωμάτιο· τα συνηθίζουν όμως αυτά οι γάτες που όλα τα μυρίζουν και τα γνωρίζουν, και έτσι συνέχισα να διαβάζω την ιστορία του Αργύρη Χιόνη:
…Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ’ ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE -AFWEZIGHEID.
Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να ‘θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν’ εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί αλλά θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.*
Το ανήμερο θηρίο που που τίποτα δεν το περιγράφει καλύτερα όσο το ομώνυμο διήγημα του Αργύρη Χιόνη, που τώρα τρώει τα δικά μου σωθικά, δεν είναι δυστυχώς τα προσφυγάκια, ούτε τα μαντατοπούλια που πεταρίζουν μέσα στα βιβλία της Φωτεινής, αλλά το άδειο κλουβί της δικής της απουσίας.
Η «Απουσία» του Χιόνη, μια ιστορία που άρεσε πολύ στη Φωτεινή, εγκαταστάθηκε τώρα ανάμεσά μας, βαριά και άφαντη.
Πού να τη δεις, από πού να την πιάσεις, πώς να την ζωγραφίσεις ;
Υποθέτω πως η Φωτεινή που ήξερε κι έραβε τις ιστορίες της μ’ εκείνη την κόκκινη κλωστή του παραμυθιού, που είχε εξασκηθεί μαζί με τις γάτες να πιάνει στον αέρα ακόμα και τα αόρατα νήματα που άφηναν πίσω τους οι λέξεις, σίγουρα θα είχε σκεφτεί κάποιο τέχνασμα για να γεμίσει το κενό, να υφάνει μέσα στο άδειο κλουβί μια ζεστή φωλιά — μια ιστορία για να παρηγορήσει τον θλιμμένο αναγνώστη.
Στο βιβλίο της Το πίσω μπαλκόνι,** η ποιήτρια γάτα της, η Μελένια, απουσιάζει αλλά δεν πέθανε. Άφησε, δώρο πολύτιμο, τα ποιήματά της σ’ αυτούς που έμειναν πίσω, γραμμένα στα γατικά, κρυμμένα κάτω από τη γλάστρα του πίσω μπαλκονιού, κι έφυγε για μακρινό ταξίδι· έτσι το έφτιαξαν το σενάριο η Πουπέτα κι η Φωτεινή, να στείλουν τη Μελένια την unforgettable, όπως τη βάφτισαν, στον Καναδά, ως προπομπό στο μακρύ τους ταξίδι, σ’ αυτό που και οι δυό τους θα ακολουθούσαν.
Από εκεί θα περιμένουμε πια τα νέα τους με τις καινούργιες ιστορίες και τα ποιήματα που θα καταφθάνουν μέσα σε φακέλους με γραμματόσημα πλατανόφυλλα, γιατί τίποτα δεν αφήνει στην τύχη η Φωτεινή, όλα τα έχει σκεφτεί και τα έχει ταιριάξει.
Εμείς οι αναγνώστες, μπορούμε τώρα να καθίσουμε στην πολυθρόνα, στον καναπέ, στο γραφείο, όπου βολεύεται ο καθένας, και να ψάξουμε για τα αόρατα νήματα και τις κρυψώνες μέσα στα βιβλία της Φωτεινής, γνωρίζοντας πως όλες οι ιστορίες όχι μόνο συνδέονται μεταξύ τους, αλλά δεν τελειώνουν και ποτέ· ακόμα κι όταν βρέχει ήσυχα πάνω στις λέξεις, ένα φθινοπωρινό ψιλόβροχο, τοπικά στον καναπέ.
Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ’ ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν’ αδειανό κλουβί γι’ αυτήν.
(Από την «Απουσία» του Αργύρη Χιόνη)
*«Η Απουσία» διήγημα του Αργύρη Χιόνη από τη συλλογή διηγημάτων του
Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Εκδόσεις Κίχλη, 2008.
** Το πίσω μπαλκόνι, Φωτεινή Φραγκούλη, Εκδόσεις Πατάκη, 2018 (μόλις κυκλοφόρησε).
*** Η Εύη Τσακνιά είναι εικαστικός και εικονογράφος.
Γιώργος Τσακνιάς, Γιάννος Πολυκανδριώτης, Φωτεινή Φραγκούλη — Δίαυλος Ωρεών
Φωτο: Εύη Τσακνιά, 1994
Εισπνοή
—του Γιώργου Τσακνιά—
— Γιωργάκη, σκάσε, μου λέει η Φωτεινούλα στο αυτί, κλαίγοντας από τα γέλια. Σεβασμόν εις την εκλιπούσα! προσθέτει, τάχα μου αυστηρά.
Η αλήθεια είναι ότι μερικοί ήδη μας στραβοκοιτάνε. Είναι κι αυτό το χαρακτηριστικό σίγμα της, το τόσο συριστικό. Ακούγεται πολύ! Αλλά εγώ κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
— Γιατί καλέ κυρία Φωτεινούλαααα; Ρωτάω με εντελώς ψεύτικη φωνή και εισπνέοντας αντί να εκπνέω, γεγονός που προκαλεί νέα κρίση νευρικού γέλιου.
Έχετε δοκιμάσει να μιλήσετε εισπνέοντας αντί να εκπνέετε; Το αποτέλεσμα έχει φοβερή πλάκα, ορισμένοι φθόγγοι ακούγονται πολύ περίεργα, π.χ. το σίγμα, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Στην αρχή στραβοκαταπίνεις, βήχεις, πνίγεσαι — άσε που δεν είναι εύκολο να υπολογίσεις τις εισπνοές, με αποτέλεσμα να γεμίζεις τους πνεύμονες αέρα στη μέση μιας λέξης και να πρέπει να διακόψεις. Θέλει πάρα πολλή εξάσκηση για να κατακτήσεις την τεχνική. Εγώ, όχι να το περηφανευτώ, αλλά είμαι πολύ καλός. Και η Φωτεινούλα, βέβαια. Και σε αυτή και σε χίλιες άλλες δύο σαχλαμάρες. Και τώρα λοιπόν μιλάμε εισπνέοντας και χαχανίζουμε και σκανδαλίζουμε τους πενθούντες. Συμβαίνει όμως κι αυτό, να σε πιάνουν τα γέλια στις κηδείες. Μάλλον είναι κάποιου είδους άμυνα.
Η Φωτεινούλα με σκουντάει, μου δείχνει μία που περνάει πιο πέρα και μου ψιθυρίζει:
— Αχού, κοίτα, μωρέλι μ’, τι φοράει αυτή, την Άρτα και τα Γιάννενα…
Η Φωτεινούλα κάνει τη σοβαρή, ότι πάει να με μαζέψει, αλλά είναι χειρότερη από μένα. Βγάζω μια τεράστια εκπνοή, γιατί σκοπεύω να πω μια μεγάλη ατάκα, εισπνέοντας πάντα:
— Σα λατέρνα είναι, αλλά μη σε νοιάζει· είναι από άλλη κηδεία, όχι τη δικιά μας…
Νέα νευρικά, βέβαια — αλλά χάνονται μέσα στο σούσουρο: βγάζουν το φέρετρο από το δωματιάκι του προσκυνήματος και το φέρνουν στην εκκλησία. Όλοι κάνουμε λίγο πίσω για να ανοίξουμε δρόμο. Σκύβω στο αυτί της Φωτεινής και της λέω με τη φωνή του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου:
— Άπαντες οι εν ζωή παριστάμενοι, τουτέστιν οι μη εισέτι τεθνεώτες, διατάσσονται όπως κάνουν ένα βήμα πίσω ίνα περάσει ο ασθενής επί της κλίνης, τουτέστιν εντός του φερέτρου, προσέχοντες πάντως όπως μη γκρεμοτσακισθώσι, εις ην περίπτωσην θα τους πάρη και θα τους σηκώση.
Ήξερα ότι χρησιμοποίησα υπερόπλο: η Φωτεινούλα γελάει τρομερά με τον Παπαδόπουλο και με βάζει να τον κάνω συνέχεια. Η πλάκα αυτή ξεκίνησε πριν από χρόνια, στον Μόλυβο: της είπα μια σαχλαμάρα με τη φωνή του δικτάτορα, κάτι σχετικά με την τουαλέτα του σπιτιού της, δεν θυμάμαι τώρα τι ακριβώς, πάντως ξεκινούσε με τη λέξη «Ο καμπινές…» Με είχε βάλει να το γράψω σε ένα χαρτί και το είχε κολλήσει στην πόρτα της τουαλέτας. Λέγαμε ότι πρέπει να το ηχογραφήσουμε και να κάνουμε μια ηχητική εγκατάσταση με φωτοκύτταρο και κρυμμένα ηχειάκια, ώστε όποτε μπαίνει κάποιος στον εν λόγω καμπινέ να ακούγεται η φωνή του Παπαδόπουλου.
Γελάμε, γελάμε, κι εγώ θυμάμαι κι άλλα από τον Μόλυβο, από την Αθήνα, από το σπίτι της και το σπίτι μου — τι να πρωτοθυμηθώ, δηλαδή. Κυρίως σαχλαμάρες. Όπως τότε, στο δικό μου σπίτι στην Αθήνα, που καθόμασταν στον κήπο και μιλούσαμε και πήγε η κουβέντα στον Γεώργιο Βιζυηνό, που τον αγαπάμε πολύ και οι δύο, κι εγώ σηκώνομαι μουρμουρίζοντας ότι επιστρέφω αμέσως και τρέχω και φοράω μια αποκριάτικη γενειάδα και μακρύ μαύρο παλτό και καπέλο και εμφανίζομαι πάλι μέσα από τα δέντρα και αλλάζω τη φωνή μου και της λέω πολύ σοβαρά: «Η κυρία Φραγκούλη; Χαίρω πολύ, αγαπητή μου, Γεώργιος Βιζυηνός» και της δίνω το χέρι· ή την άλλη φορά, στο Μόλυβο, που θα πηγαίναμε με τον Γιάννο απέναντι, στο Αΐβαλί, και μου ζήτησε η Φωτεινή να της φέρω κάτι από τη γη, οτιδήποτε, μια πετρούλα, κι εκεί που κάναμε βόλτα βρίσκομαι στην αγορά και πετυχαίνω έναν τύπο που πούλαγε κουκουναριές, παίρνω μία αλλά μετά, καθώς διασχίζαμε την κεντρική πλατεία, αρχίζει να παίζει από τα μεγάφωνα τον εθνικό ύμνο, σταματάνε τα πάντα και στέκονται όλοι προσοχή, ακόμα και από τα αυτοκίνητα κατέβηκαν, τι να κάνουμε κι εμείς, στεκόμαστε προσοχή στη μέση της πλατείας, μπροστά στο άγαλμα του Κεμάλ, με τα όπλα επ’ ώμου, ο Γιάννος με τον ναργιλέ που είχε πάρει κι εγώ με την κουκουναριά της Φωτεινούλας, την άλλη μέρα στον Μόλυβο όταν της τα διηγηθήκαμε κοντέψαμε να κατουρηθούμε από τα γέλια.
Ναι, γελάμε και σαχλαμαρίζουμε πολύ με τη Φωτεινή. Όχι μόνο αυτό: γενικά απολαμβάνουμε ο ένας την παρουσία του άλλου. Μερικοί άνθρωποι, όπως η Φωτεινή, κάνουν τεράστιο καλό στους γύρω τους: ακόμα κι όταν απλώς βρίσκεσαι κοντά τους, είναι σαν να εισπνέεις καθαρό οξυγόνο. Όπως με τις κουκουναριές.
Θυμάμαι πάλι την κουκουναριά: έμεινε για χρόνια σε ένα βαρέλι στον Μόλυβο, στο μπαλκόνι της Φωτεινής, ώσπου παραμεγάλωσε και δεν χωρούσε πια, και τώρα είναι στον δικό μου κήπο. Θυμάμαι την κουκουναριά επ’ ώμου και χαχανίζω. «Σκάσε, Γιωργάκη». Ξεχάστηκα, η ώρα πέρασε. Η κηδεία τέλειωσε, έχουν πάει για τον καφέ. Δεν βλέπω τη Φωτεινούλα, αλλά είναι εδώ όλοι οι συγγενείς, οι μαθητές, οι φίλοι της.
— Γελάσαμε Φωτεινούλα μου, μονολογώ, εισπνέοντας βαθιά.
* Ο Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός.
* * *
Στον Ιανό, στην παρουσίαση του Ελιά στο πέλαγος
Φωτο: Γιώργος Τσακνιάς, 2016
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
from dimart https://ift.tt/2zsRJzD
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου