Αυτό δεν είναι τραγούδι #1424
DJ της ημέρας, ο Τάκης Φωτιάδης
Ο Thelonious Monk ηχογράφησε με το κουαρτέτο του το Criss-Cross στα τέλη του 1962 και στις αρχές του επόμενου χρόνου. Το άλμπουμ (το δεύτερο του Monk για την Columbia) περιλαμβάνει λίγες νέες συνθέσεις και νέες προσεγγίσεις σε γνωστά κομμάτια· αποτελείται (και κατηγορήθηκε γι’ αυτό) κυρίως από γνωστά κομμάτια ξαναπαιγμένα. Εκεί ακριβώς όμως βρίσκεται και η αξία του: την εποχή που ηχογραφήθηκε το Criss-Cross, τα μέλη του κουαρτέτου —ο Charlie Rouse στο τενόρο σαξόφωνο, ο John Ore στο μπάσο, ο Frankie Dunlop στα ντραμς και, βέβαια, ο Thelonious Monk στο πιάνο— ήταν μαζί τέσσερα χρόνια. Η ηχογράφηση της Columbia αποτυπώνει το καλλιτεχνικά ώριμο αποτέλεσμα της άψογης συνεργασία αυτών των εξαιρετικών μουσικών.
Ο θρύλος λέει ότι κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε τον Monk λίγο πριν μπει στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις του Criss-Cross αν σκοπεύει να ηχογραφήσει το Don’t Blame Me, ένα jazz standard του Jimmy McHugh, σε στίχους της Dorothy Fields. Υποτίθεται ότι ο Monk απάντησε: «Δεν ξέρω, εξαρτάται από το τι όρεξη θα έχω όταν μπω στο στούντιο» — και ότι, με το που μπήκε στο στούντιο, ηχογράφησε ακριβώς αυτό.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Στον τοίχο μιας πολυκατοικίας στην Πάτρα, στο πλαίσιο του Artwalk 3, και με τη χορηγία της Κινηματογραφικής Λέσχης Πατρών, εικονίζεται σε ένα τεράστιο και εντυπωσιακό mural ο Θανάσης Βέγγος να τρέχει. Στον τοπικό Τύπο, στα ραδιόφωνα αλλά και στις παρέες πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για το συμβολισμό της εικαστικής δημιουργίας: για τον «άνθρωπο που τρέχει», για το άγχος της αστικής καθημερινότητας, για το «παλιό καλό ελληνικό σινεμά», για το νέο πολιτιστικό project του Artwalk. Λίγοι πρόσεξαν, ωστόσο, την ίδια την επιλογή των καλλιτεχνών. Πρόκειται για μια αναπαραγωγή της γνωστής αφίσας από την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» ενώ η ομάδα των καλλιτεχνών «Political Stencil» που το έφτιαξε, επιμένει ότι η δημιουργία και ειδικότερα η τεχνική της «εμπεριέχει άμεσα ή έμμεσα πολιτικό μήνυμα και σχολιασμό».[1] Στη σύγχρονη συλλογική μνήμη και στη δημόσια ιστορία του παρόντος είναι πιθανώς δύσκολο να αναγνωριστούν τα πολιτικά ίχνη της ταινίας (άρα και του stencil), αλλά μια αναδρομή στο παρελθόν μπορεί να φωτίσει την εικαστική παρέμβαση, ακόμη και ερήμην των δημιουργών της.[2]
Η ταινία, άλλωστε, προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1971, την περίοδο που η Χούντα προσπαθούσε να παίξει το στοίχημα της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, χαλαρώνοντας, κατ’ επίφαση έστω, το μηχανισμό της λογοκρισίας. Όπως σημειώνει σε σχετική μελέτη του για την ταινία, ο Παρασκευάς Μουρατίδης, η πολιτική λειτουργία αυτής της κατά βάση σατιρικής ταινίας του εμπορικού κινηματογράφου ενεργοποίησε μαζικά τα αντανακλαστικά της λαϊκής μνήμης του αντιφασιστικού αγώνα (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), ενώ παράλληλα ασκούσε έμμεση κριτική στον καθεστωτικό λόγο του «φιλήσυχου» ατομισμού και της «συγκαταβατικής» καταπίεσης.[3] «Στις κινηματογραφικές αίθουσες» γράφει ο μελετητής, «η επιτυχία του Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; υπήρξε ανάλογη με εκείνη του Φεστιβάλ. Ήταν η μεγάλη εμπορική επιτυχία της σεζόν (640.471 εισιτήρια σε α΄ προβολή σε Αθήνα – Πειραιά – Προάστια), σε περίοδο κατά την οποία είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται η κρίση του εμπορικού κινηματογράφου. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ντ. Κατσουρίδης την αντιμετώπισε ως το σημείο τομής του Παλιού με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν γνήσια λαϊκές ταινίες με τη λαϊκή (εμπορική) απήχηση». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Βέγγος, εκτός από δημοφιλής ηθοποιός ήταν παλιός «Μακρονησιώτης» και ο Ντίνος Κατσουρίδης είχε ήδη εισέλθει διακριτικά αλλά δυναμικά στο χώρο του πολιτικού σινεμά.
«Αμέσως μετά παίρνω τη μεγάλη απόφαση και προχωρώ σε μια πράξη… πολιτική. Στρωνόμαστε κάτω με τον Γιαλαμά κι ετοιμάζουμε το σενάριο του “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;”. Χρήμα δεν υπήρχε, κι οι τότε διανομείς πίστευαν ότι η ταινία είτε θα απαγορευόταν από τη λογοκρισία είτε δε θα “δούλευε”. Εγώ δεν έλεγα να κάνω πίσω. Προχώρησα με χίλια ζόρια, βάφτισα την ταινία “αντιπολεμική σάτιρα” (δε γινόταν να την πω αντιφασιστική-αντιδικτατορική)», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κατσουρίδης, πληροφορώντας μας για τους πολύπλοκους δρόμους της αντίστασης απέναντι στο καθεστώς. Και συνεχίζει: «Τέλη Σεπτεμβρίου (1971), ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Έγινε χαλασμός… Άσε πια στις αίθουσες… Όλοι τρίβαμε τα μάτια μας. Αυτό δεν ήταν ταινία – ήταν διαδήλωση! Οι κύριοι του Υπουργείου Τύπου ενοχλήθηκαν αγρίως (σίγουρα κάποιος θα τους έκανε «νταντά»), αλλά ήταν πολύ αργά για ν’ αντιδράσουν. Απλώς, διέδιδαν ψιθυριστά ότι η τεράστια επιτυχία της ταινίας οφειλόταν στον… παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ (οι άνθρωποι ήταν και ηλίθιοι: 3 εκατομμύρια Έλληνες είδαν την ταινία μέσα σε έναν χρόνο)».[4]
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, η σκληρή μνήμη της Χούντας και η φωτεινή εγκαθίδρυση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας γιορτάζεται, μέσα από καθιερωμένες επετειακές εκδηλώσεις. Στο επίπεδο της ιστορικής έρευνας, ωστόσο, η μελέτη της περιόδου περιορίζεται συνήθως στην προβεβλημένη αντιστασιακή δράση της φοιτητικής νεολαίας, του πολιτικού κόσμου και της διανόησης. Λείπουν ακόμη πολλά στοιχεία από τη «μακρά δεκαετία του 60», που θα συμπληρώσουν τις ψηφίδες για να κατανοήσουμε το σύνθετο τοπίο της πολιτισμικής αντίστασης, της συμβολικής αποδοκιμασίας του καθεστώτος, της έμμεσης υπονόμευσης της λογοκρισίας. Με άλλα λόγια, μένει ακόμα να εξετάσουμε όλες εκείνες τις μικρές ή τις μεγάλες ρωγμές στο «γύψο»∙ ρωγμές που συχνά περνάνε και μέσα από τη «δημοφιλή κουλτούρα» — αίφνης, μέσα από τον κινηματογραφικό Βέγγο που τρέχει για να γλυτώσει «ενώ τον σημαδεύει με όπλο ένας στρατιώτης που βρίσκεται σε φυλάκιο».[5] Μερικές φορές, τα ερωτήματα και η αφετηρία αυτής της έρευνας μπορεί να μην κρύβονται στα σκονισμένα κουτιά ενός αρχείου αλλά στη διπλανή πολυκατοικία και σε ένα τοίχο βαμμένο με μπογιά.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1423 DJ της ημέρας, το dim/art
Ο Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 – 22 Ιουλίου 2018) μας άφησε χρόνους. Και βιβλία (ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μυθιστορήματα). Και κοντά στα 500 τραγούδια με δικούς του στίχους – πολλά εκ των οποίων, αριστουργήματα. Στα τέσσερα χρόνια ζωής που μετράει η καθημερινή στήλη του dim/art «Αυτό δεν είναι τραγούδι», έχουμε ανεβάσει πέντε τραγούδια του (ένα από αυτά, δύο φορές). Τα αναδημοσιεύουμε σήμερα όλα μαζί, εις μνήμην και ως ελάχιστο φόρο τιμής. Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Μάνος Ελευθερίου. Θα μας λείψει.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #531 (10/12/2015) DJ της ημέρας, η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα
Λατρεύω τα οδικά ταξίδια. Έχουν μια μελωδία κρυφή, ανείπωτη. Και μελαγχολία. Έκανα ελάχιστα ταξίδια σε δρόμους που έμοιαζαν να μην έχουν τέλος. Και πάντα ανυπομονούσα να φτάσω, ούτε και ‘γω ξέρω πού. Ίσως γιατί φοβόμουν τη θλίψη των τόπων που αφήνεις τόσο γρήγορα πίσω σου, χωρίς να τους δεις, να τους νιώσεις, να τους γνωρίσεις ουσιαστικά. Μόνο μια φευγαλέα ματιά, άλλοτε κουρασμένη κι άλλοτε εκστατική. Τις πιο πολλές φορές, μάτια θλιμμένα πάνω σε τόπους περαστικούς και σταθμούς. Σαν τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας. Βιαστικά.
* * *
Αυτό δεν είναι τραγούδι #571 (19/01/2016) DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Σίγουρα θα συμβαίνει και σε άλλους να τους αρέσει ένα συγκεκριμένο τραγούδι χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το γιατί. Δεν μιλάω για guilty pleasures (αυτή είναι άλλη κατηγορία), αλλά για καλά τραγούδια, που όμως δεν ανήκουν στο είδος που συνήθως ακούει κανείς, που βρίσκονται εκτός της θυμικής του εμπειρίας.
Το «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» είναι μια τέτοια περίπτωση για μένα. Ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η Βίκυ Μοσχολιού (και όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και λιγότερο). Ούτε και με τον Γιάννη Σπανό είχα κανέναν καημό. Καλός συνθέτης ο ένας, καλή τραγουδίστρια η άλλη, αλλά έξω από μένα. Αντίθετα, τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου πάντα τους έβρισκα τουλάχιστον ενδιαφέροντες. Συνεπώς, τώρα που κάθισα να σκεφτώ τι μου αρέσει στο συγκεκριμένο τραγούδι, ήταν λογικό να ξεκινήσω από τους στίχους. Τους παραθέτω:
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει σε μια φωτογραφία της στιγμής είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής. Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα σε βρήκα που ’ρθες για να μη βραχείς, ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις, κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Ναι, οι στίχοι είναι καλοί· πολύ καλοί. Ερωτικοί, αλλά όχι κραυγαλέοι, χωρίς καμία από τις απαγορευμένες λέξεις του κλισεδολόγιου. Και λένε μια ιστορία, πράγμα που εκτιμώ ιδιαιτέρως στα τραγούδια. Και πάλι, όμως, αυτό από μόνο του δεν δικαιολογεί τον τρόπο που με πιάνει αυτό το τραγούδι. (Εδώ να διευκρινίσω ότι δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνει κανείς πάντα γιατί του αρέσει κάτι, ειδικά στην τέχνη. Αντιθέτως, μερικές φορές είναι καλύτερα μερικά πράγματα να μένουν ανεξήγητα.)
Και ως σύνθεση, πολύ καλό είναι. Δεν έχω ακούσει τα άπαντα του Σπανού, αλλά μάλλον είναι από τις καλύτερες στιγμές του – αν όχι η καλύτερη. Και η Μοσχολιού πολύ καλά το λέει. Το έχουν πει και άλλες, μεταξύ των οποίων και η Χαρούλα Αλεξίου, την οποία γενικά ξεχωρίζω, αλλά η ερμηνεία της Μοσχολιού είναι η καλύτερη.
Συνοψίζω: τρεις άνθρωποι στα καλύτερά τους φτιάχνουν ένα τραγούδι που με συγκινεί όποτε κι αν το ακούσω. Τι άλλο θέλω επιτέλους; Τίποτα. Απλώς αναρωτιέμαι: τα τραγούδια του είδους έντεχνο-με-μπουζούκι (με την έμφαση στο έντεχνο, όχι στο μπουζούκι) με αφήνουν αδιάφορο – κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί συνήθως με εκνευρίζουν. Τότε, τι το τόσο ξεχωριστό βρίσκω –ασυνείδητα, έστω– στη «Μαρκίζα»; Με τα πολλά, έχω (σχεδόν) καταλήξει: πρέπει να είναι (εκτός όλων των άλλων) η δομή.
Εδώ δεν υπάρχει η κλασική δομή κουπλέ-ρεφρέν (όσα χωράνε στο τρίλεπτο). Οι τέσσερις στροφές επαναλαμβάνονται ανά δύο, με την αποκορύφωση (συνθετική και στιχουργική – και, εντέλει, ερμηνευτική) στον 3ο και 4ο στίχο της 2ης και 4ης στροφής.
Ωραία, το έλυσα κι αυτό. Τώρα;
Προφανώς, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία. Ένα τραγούδι είναι ένα τραγούδι είναι ένα τραγούδι (ακόμα κι αν αυτό-δεν-είναι-τραγούδι): αν σου αρέσει κιόλας, ακόμα καλύτερα.
* * *
Αυτό δεν είναι τραγούδι #648 (5/4/2016) DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Δεν έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα. Από τσιμέντα ξέρω μόνο, κι από σαράντα κύματα. Επίσης, δεν χορεύω, να το ξεκαθαρίσω αυτό. Ο ρυθμός κι εγώ είμαστε δυο ξένοι στην ίδια πόλη.
Όταν λέω ότι δεν χορεύω, δεν λέω την πάσα αλήθεια. Μόνοςμουχορεύωμιαχαρά.Ότανυπάρχειλόγος.ΓενικάδιαλέγωRamones,καιειδικάτο“Somebody put something in my drink”.Προφανώς.
Χορεύω και σε γάμους. Αναγκαστικά («Σήκω να χορέψεις ή σήκω και φύγε από το γλέντι μου»). Συνήθως με τραβολογάνε σ’ εκείνους τους κυκλικούς χορούς που απλώς περπατάς γύρω-γύρω κρατώντας άγνωστους από το χέρι. Μικρό το κακό: κανείς δεν ξέρει τι του γίνεται σε τέτοιες φάσεις έτσι κι αλλιώς.
Αλλά ενίοτε χορεύω οικειοθελώς και παρουσία κόσμου. Σπανίως, αλλά έχει συμβεί. Και καμιά φορά θυμάμαι και λεπτομέρειες. Όπως:
1985. Χαρές στην παρέα: ο κολλητός μου παντρεύεται την μετέπειτα καλύτερή μου φίλη. Εγώ κουμπάρος. Πολιτικός ο γάμος, ανώδυνη εμπειρία: μια υπογραφή έβαλα και καθάρισα.
Ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι σε αυλή. Έχει κανονιστεί να χορέψω βαλς με την κουμπάρα. Έχουμε κάνει και πρόβες (controlfreakη κουμπάρα) και έχω μάθει τουλάχιστον να μην την πατάω. Το άγχος μου τρελό γιατί δεν έχω προλάβει να πιω τόσο που να μη δίνω δεκάρα. Χορεύουμε το ρημαδο-βαλς, χωρίς απρόοπτα για πρωτοσέλιδο. Εγώ μετράω από μέσα μου τα βήματα, λες και επίκειται μονομαχία για λόγους τιμής. Έχω μια φωτογραφία από το σκηνικό, όπου δείχνω να τραβάω μέγιστο ζόρι. Όταν με ρωτάνε γιατί μοιάζω με αναστενάρη, απαντάω «γιατί μετράω από μέσα μου,it’sthefinalcountdown». Τελειώνει η παρωδία, μας παίρνουν με τα παλαμάκια, λάμπει η κουμπάρα, όλα καλά.
Περνούν ώρες, γλέντι τρελό. Κάποτε αρχίζει να αραιώνει ο κόσμος. Αποχωρούν πρώτοι οι ηλικιωμένοι, μετά οι μεσήλικες και μένουν μέχρι πρωίας τα ατίθασα νιάτα. Στο μεταξύ, έχω πιει τόσο που απαγορεύω το κάπνισμα σε ακτίνα δύο μέτρων τριγύρω μου γιατί το αλκοόλ εξατμίζεται από τους πόρους μου και μπορεί ν’ αρπάξει φωτιά η αποθήκη του Σαμ, να κινδυνεύσει η Λόλα κι όλα τα σχετικά.
Είμαι έτοιμος να χορέψω πραγματικά. Περφόρμανς και ινσταλέισον μαζί. Θέλω ζεϊμπέκικο (που δεν έχει και βήματα – δεν είμαι σε θέση να μετρήσω ούτε μέχρι το ένα). Ρωτάω τον πιτσιρικά που βάζει τα διασκάκια αν υπάρχει “Η Διαθήκη”. Υπάρχει. Το βάζει. Σηκώνομαι.
Από εκείνα τα τρία λεπτά δεν θυμάμαι τίποτα. (Εδώ δεν βρέθηκε ένας να με βγάλει φωτογραφία – όλοι οι φωτογράφοι είχανε γίνει λαμπιόνια, τρομάρα τους.) Όταν τελειώνει το τραγούδι, είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και σαν υπνωτισμένος. Κάτι έχω κάνει, γιατί έχει πέσει μούγκα. Η κουμπάρα έρχεται, με αγκαλιάζει και μου λέει στο αυτί: «Αυτό είναι το δώρο που δεν θα ξεχάσω ποτέ». Κλαίει; Όχι. Άλλα η ένταση στο βλέμμα της με ξεμεθάει, συνέρχομαι. Εκείνη η αγκαλιά με έκαψε. Έγινα δώρο φλαμπέ.
Το τραγούδι αυτό δεν το ξανακούσαμε ποτέ μαζί, ως παρέα. Ούτε ξαναειπώθηκε ποτέ τίποτα για το σκηνικό.Άβατον. Ήταν τραγική η επιλογή μου για γλέντι γάμου; Όχι. Μερικά πράγματα γίνονται για να βγάλει η τύχη κακό όνομα. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η φίλη μου αρρώστησε και πέθανε λίγο μετά τα σαράντα της. Αργά το βράδυ της κηδείας, μείναμε στο τέλος ο κολλητός μου κι εγώ, μόνοι μας στο σπίτι. Φορτωμένοι και ταυτόχρονα άδειοι.
Σιωπή.
«Θυμάσαι τότε που χόρεψες τη “Διαθήκη”;»
Θυμόμουν. Κατένευσα.
«Το ξέρεις ότι αυτό, που καθόμαστε εδώ μόνοι μας, στο σπίτι της, μετά την κηδεία της, και θυμόμαστε τον χορό σου το είχα δει από τότε;»
Ξαφνιάστηκα.
«Γρουσουζιά;»
«Όχι, ρε! Τύχη! Ήμασταν τυχεροί. Ζήσαμε μια καλή ζωή».
«Ώρα είναι να το βάλεις τώρα να το χορέψω!»
«Δεν χρειάζεται. Μια φορά φτάνει για μια ζωή».
Χαμογέλασε όπως μόνο όποιος έχει περάσειθάνατο κι έρωτα μαζίξέρει: με χαρούμενη λύπη.
* * *
Αυτό δεν είναι τραγούδι #696 (23/5/2016) DJ της ημέρας, ο Βασίλης Λουλές
«…Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια και σε χαμένους κήπους του Θεού κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια…»
Είναι κάποιες φορές που δεν αρκεί ούτε η αφήγηση ούτε η ποίηση ούτε καν το παραμύθι για να παρηγορηθείς. Και τότε πιάνεσαι από τα παλιά και τα σίγουρα, αυτά που θαρρείς πως είναι στέρεα. Χα!
Όπως αυτό εδώ το θρυλικό τραγούδι «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Τραγουδισμένο από μια φωνή που, παιδάκι ακόμα, όταν την άκουσα εκείνο το αρχαίον έτος 1973 μ.Χ, με σημάδεψε. Και μαζί μ’ αυτήν (και μ’ εκείνη του Νίκου Ξυλούρη) αγάπησα και τα κρητικά τραγούδια.
Ακούω το τραγούδι σ’ αυτήν εδώ την πρώτη εκτέλεση, από την ηχογράφηση του δίσκου «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου, παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.
Στέκομαι επιφυλακτικός (τώρα πια) απέναντι στον επικό βηματισμό του ρυθμού που κουβαλάει αυτούς τους τρυφερούς και σκοτεινούς συνάμα στίχους (που ταιριάζουν τόσο σε πολιτική ανάγνωση όσο και σε υπαρξιακή προσέγγιση) και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν άραγε μια σύγχρονη μουσική σύνθεση πάνω σ’ αυτά τα λόγια.
Προσπαθώ να καταλάβω αν η «ξενητειά» για την οποία μιλάνε οι στίχοι είναι μόνον η ξενητειά των πολιτικών εξόριστων της χούντας (σε χώρες της τότε Δυτικής Ευρώπης) και των πολιτικών προσφύγων (σε χώρες της πάλαι ποτέ Ανατολικής Ευρώπης), αν είναι κι ο ξενητεμός των οικονομικών μεταναστών της εποχής ή αν είναι και η ακόμα πιο μεγάλη ξενητειά, η αποξένωση από το χρόνο κι από τα συναισθήματα — αυτή η διαχρονική νόσος.
Μένω να θαυμάζω ξανά και ξανά τη συστολή, την «παληομοδίτικη» φυσική ομορφιά και την υπέροχη κρητική προφορά του Χαράλαμπου Γαργανουράκη.
Συγκινούμαι από την παρουσία του μεγάλου Αριστείδη Μόσχου στο σαντούρι (αυτό το «γκλιν-γκλιν» που μου άρεσε πολύ και με ανατρίχιαζε), αλλά και από την σιωπηλή παρουσία, εκεί στην αρχή αυτής της κινηματογράφησης, ενός κιθαρίστα που δεν παίζει, αλλά που έμελλε να αλλάξει ριζικά το τοπίο της ελληνικής ροκ μουσικής στα επόμενα χρόνια (προτού χαθεί πρόωρα): του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Και αναρωτιέμαι, τι είναι τελικά πιο «χαμένο» στο χρόνο που μεσολάβησε από την εποχή του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα ή από την αρχή (τότε) της εφηβείας μου μέχρι τώρα: τα λόγια ή τα χρόνια;
Κι όσο τα νοιώθω όλα αυτά λοιπόν τόσο φτάνω σχεδόν να πιστέψω ότι κι αυτό ακόμα το αποψινό καταφύγιο παρηγοριάς δεν είναι τίποτα άλλο από μια ακόμα αυταπάτη (ή προδοσία), κάποια ακόμα «λόγια» που προσπαθούν να κρύψουν τα «χαμένα χρόνια».
Και, πράγματι, θα ήταν ίσως έτσι, αν δεν υπήρχε ένας και μόνο στίχος, που με το ανέβασμα της μουσικής κλίμακας και με το τσάκισμα της καθαρής φωνής αυτού του μοναδικού τραγουδιστή αναδεικνύει το μέγεθος του στιχουργού Μάνου Ελευθερίου και αφήνει να μπει φως στον σκοτεινό κόσμο που περιγράφει:
«…κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια…»
…………………………………………………………….
…………………………………………………………….
Τραγούδι: Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Πρώτη ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης
Δίσκος: Θητεία (1974)
Η ηχογράφηση του τραγουδιού ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973,
παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
αλλά τελικά ο δίσκος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1974.
Μετά την πτώση της χούντας, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς,
κάποιοι στίχοι του τραγουδιού, που είχαν τροποποιηθεί λόγω της λογοκρισίας,
αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή.
* * *
Αυτό δεν είναι τραγούδι #713 (9/6/2016) DJ της ημέρας, η Νατάσσα Συλλιγνάκη
Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια πάντα — αν έφτιαχνα λίστα, θα ήταν στο top-10 μου σίγουρα. Οι λόγοι πολλοί: οι καταπληκτικοί στίχοι του Μάνου Ελευθερίου (δεν είσαι, δεν θα ‘πρεπε να τολμάς να λέγεσαι ποιητής αν δεν έχεις γράψει τουλάχιστον ένα τέτοιο ποίημα), γραμμένο το ’71, χρονιά του θανάτου του Σεφέρη (που μπορεί να εξηγεί και τις πολλές αναφορές σ’ αυτόν). Η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, τέλεια ταιριασμένη, μια σχεδόν απλή επαναλαμβανόμενη μελωδία. Η πρώτη ερμηνεία στη «Θητεία», με τον δωρικό Χαράλαμπο Γαργανουράκη (και τον Λάκη Χαλκιά, και την Τάνια Τσανακλίδου) να σημαδεύει τις πρώτες συναυλίες της μεταπολίτευσης — και να φέρνει, μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη, την Κρήτη σ’ όλη την Ελλάδα, σε μη-κρητικά τραγούδια. Νωπές οι εικόνες ακόμα στο δικό μου μυαλό.
Ο 16χρονος γιος μου, πάλι, δεν έχει τις δικές μου αναμνήσεις. Ακούει όμως «τέτοια» μουσική από τότε που γεννήθηκε. Και πρόσφατα έχει εκτιμήσει αυτό το ποίημα-τραγούδι. Μελετά τους στίχους, ψάχνει τα νοήματα, το ακούει συχνά — το ξέρει πια απ’ έξω. Και κάποια στιγμή μου είπε «μα γιατί δεν μας το μαθαίνουν αυτό αντί για ιστορία στο σχολείο; Μισό τόμο θα γλιτώναμε!»
Τη Δευτέρα, απαλλαγμένος από τις εξετάσεις, θα πάει με την παρέα του να τ’ ακούσει από τον Γιάννη Χαρούλη. Εδώ, στη γειτονιά μας. Και θα βγω κι εγώ στο μπαλκόνι να τους ακούω να τραγουδάνε:
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής περνούσα τα δικά σου δικαστήρια αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια και σαν κακούργο να με τιμωρείς
* * *
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1396 (24/6/2018) DJτης ημέρας, η Ουρανία Σόκαλη
Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι ένα τραγούδια που 44 χρόνια μετά την κυκλοφορία του ακούγεται ακόμα. Από τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη μέχρι τον Γιάννη Χαρούλη, τρεις γενιές ερμηνευτών (και ακροατών, κατά συνέπεια) το κρατούν με μεγάλη επιτυχία στην επικαιρότητα. Θεωρείται ήδη κλασικό. Και δικαίως: πρόκειται για μεγάλο τραγούδι.
Περιλαμβάνεται στον δίσκο Θητεία, ο οποίος ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 1973 (σε μια μεγάλη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας) και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1974, δηλαδή λίγους μήνες πριν πέσει η χούντα. Ο δίσκος περιλαμβάνει 9 τραγούδια σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου και στίχους Μάνου Ελευθερίου. Τραγουδούν οι Λάκης Χαλκιάς, Χαράλαμπος Γαργανουράκης και Τάνια Τσανακλίδου. (Για τους δύο τελευταίους, μάλιστα, αυτή ήταν η πρώτη τους δισκογραφική εμφάνιση.)
Τα τραγούδια, πριν ηχογραφηθούν, τα είχε παρουσιάσει ο Νίκος Ξυλούρης στη Λήδρα το 1973. Το φυσιολογικό θα ήταν να τα πει και στον δίσκο. Όμως, στο μεσοδιάστημα ο Μαρκόπουλος παρεξηγήθηκε με τον Ξυλούρη (δεν ξέρω τον λόγο, αλλά έχοντας ακούσει ιστορίες για τους δύο πρωταγωνιστές θεωρώ βέβαιο ότι ο συνθέτης παρεξηγήθηκε μόνος του· ο Ξυλούρης ήταν άγιος!), και για να τον πικάρει, φώναξε στη θέση του τον Γαργανουράκη που τότε ήταν ακόμα άγνωστος στην Αθήνα. (Ο οποίος Γαργανουράκης δεν ήξερε αυτό το παρασκήνιο, και όταν αργότερα –μετά την κυκλοφορία του δίσκου– το έμαθε, έγινε έξαλλος με τον Μαρκόπουλο: αν το ήξερε, δεν θα έμπαινε στη μέση – γιατί ο Ξυλούρης, είπαμε, ήταν άγιος!)
Τα «Μαλαματένια λόγια» δεν ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου: το πρώτο της πρώτης πλευράς, «Τα λόγια και τα χρόνια», ακουγόταν περισσότερο τότε. (Και τα δύο, πάντως, κέρδισαν το στοίχημα του χρόνου.) Το τραγούδι αποτελείται από 8 στροφές των 6 στίχων, με ομοιοκαταληξία της μορφής Α-Β-Α-Β-Α-Β. Δεν υπάρχει ρεφρέν: και οι 8 στροφές ακολουθούν τη βασική μινόρε μελωδία. (Την οποία μελωδία, λέγεται πως ο Μαρκόπουλος την είχε γράψει σε ηλικία 13 ετών για να επενδύσει με δική του μουσική τα κάλαντα!)
Οι στίχοι είχαν ήδη δημοσιευτεί στην τρίτη ποιητική συλλογή του Ελευθερίου, τα Ξόρκια (1973). Υπάρχουν διαφορές μεταξύ ποιήματος και στίχων. Η σειρά των στροφών είναι διαφορετική (επιλογή του Μαρκόπουλου) και από το τραγούδι λείπει η τελευταία στροφή του ποιήματος. (Για την ιστορία, η στροφή που λείπει: Τα δίχτυα που είχα ρίξει στο σκοτάδι / τα φέραν καταπάνω μου οι καιροί. / Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι / ληστές να τις φυλούν και θυρωροί. / Χρυσά κυπαρισσόμηλα στον Άδη / και που κανείς ποτέ δεν ιστορεί.) Επίσης, η λογοκρισία της χούντας ζήτησε δύο αλλαγές: η «Παρασκευή» (γιατί Παρασκευή έγινε το πραξικόπημα – και μάλιστα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1967) μετατράπηκε σε «μέρα κακή» και η «συμμορία» (γιατί η συμμορία είναι λέξη που αρέσει στις συμμορίες) σε «κομπανία». Βέβαια, οι στίχοι βρίθουν αναφορών οι οποίες, για κάποιον λόγο, δεν ενόχλησαν τους λογοκριτές. Περίεργο. Δεν θα περίμενε κανείς να πιάσουν τις αναφορές στον Σεφέρη (ο θάνατος του οποίου το 1971 έχει συνδεθεί με μια ιστορική διαδήλωση στην Αθήνα), αλλά, όσο ανόητοι και να ήταν, δεν εξηγείται πώς άφησαν αναφορές που βγάζουν μάτια, όπως, λ.χ., η «Καισαριανή». Ίσως τα αντανακλαστικά τους να είχαν ατονήσει μπροστά στο προδιαγεγραμμένο τέλος.
Οι στίχοι είναι εξαιρετικοί. Η ιστορία αλλιώς. Λόγω των συνθηκών (η χούντα δεν τελείωσε το ’73, κυριολεκτικά), δεν λένε τα πράγματα με το όνομά τους – και αυτό τελικά λειτουργεί υπέρ τους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, κατά κανόνα, ο ποιητής επωφελείται λογοκρινόμενος!) Πολλές οι αναφορές, πολλές και οι ερμηνείες. Δεν θα μπω στην κουβέντα, είναι άχαρη. Ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας, καλώς το καταλαβαίνει. Έτσι λειτουργεί το πράγμα. Δεν αντιλέγω πως είναι κέρδος να πάει κανείς από το τραγούδι στην «Ελένη» και στο «Επί ασπαλάθων» του Σεφέρη. Αλλά η αμεσότητα ενός τραγουδιού υπερβαίνει τα φιλολογικά δεκανίκια: είναι κι αυτό μέρος της δύναμής του στο πεδίο της λαϊκής τέχνης.
Δύσκολοι στίχοι, αλλά πέρασαν (με διάφορους τρόπους, έστω) στον κόσμο. Μέχρι και ο Γιώργος Ζαμπέτας, όταν τους άκουσε, «σκάλωσε». Αξίζει να παραθέσω πώς αφηγείται το περιστατικό ο ίδιος ο Ελευθερίου:
– Γράψατε 400 και πλέον τραγούδια σε πέντε δεκαετίες, ξεκινώντας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σας θητείας στα Γιάννενα. Πώς ήταν η διαδρομή μέχρι σήμερα;
– Ήταν δύσκολη. Αν μετάνιωσα για κάτι, είναι που δεν έγραψα λαϊκά – ερωτικά τραγούδια, ενώ μπορούσα. Ιδιαίτερα με τον εξαίσιο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος ήταν και στενός μου φίλος. Κάποτε θέλησε να του διαβάσω ένα-δυο τραγούδια που είχε μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. «Για να δούμε τι άλλα τραγούδια γράφεις;», μου είπε. Του διάβασα ένα μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι. Ήταν τα «Μαλαματένια λόγια». Το άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσε μού είπε: «Βρε Μάνο μου, είναι ωραία αυτά που γράφεις, αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο».
[από συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίουμε τη Γιώτα Συκκάστην Καθημερινή, 4/9/2016]
Από αυτήν την «κατάθεση στον Άρειο Πάγο», θα κλείσω με το δικό μου αγαπημένο απόσπασμα: Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία / που στράγγιξες χαμένα μια γενιά / καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία / και να ’σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά. Δεν έχω ακούσει/διαβάσει καλύτερο «άδειασμα» της Ωραίας Ελένης!
Μαλαματένια λόγια
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να ’σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το ’φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Η Αθήνα έχει κατακλυστεί αυτές τις μέρες από τουρίστες. Από τους προοδευτικούς Αμερικανούς που συχνάζουν στα Εξάρχεια για να πάρουν μια γεύση «μιζέριας» (γκράφιτι, σκουπίδια και αναρχία) μέχρι το Κολωνάκι όπου εκστασιασμένοι Αυστριακοί τρέχουν πίσω από Ντάτσουν με Ρομά που πουλάνε καρπούζια για να απαθανατίσουν την «κινηματογραφική» σκηνή, η βαριά βιομηχανία της χώρας μοιάζει με το συντομότερο ανέκδοτο.
Το ηλεκτρονικό εισιτήριο στα μουσεία μόλις λειτούργησε, τα ωράρια των αρχαιολογικών χώρων παραμένουν βαλκανικά και άβολα, οι τιμές είναι δυσανάλογα υψηλές με τις υπηρεσίες, εκδηλώσεις διακόπτονται από επεισόδια. Στο Μοναστηράκι βουτάνε πορτοφόλια επιτήδειοι, οι μπάρες ανοιγοκλείνουν με ραθυμία, οι υπάλληλοι στο μετρό μιλούν ελάχιστα αγγλικά. Όλο το κέντρο έχει μετατραπεί σε ένα αχανές Airbnb, πολυκατοικίες «ξεβράζουν» ξένους με βαλίτσες, τσουλάνε τα ροδάκια τους στους λόφους της πόλης και ο μονότονος ήχος υπενθυμίζει την εισβολή.
Το real estate γνωρίζει, λέει, τρελές δόξες. Έρχονται Κινέζοι επενδυτές, Τούρκοι διωγμένοι από τον Ερντογάν και Άραβες που δεν έχουν τι να κάνουν τα λεφτά τους κι αγοράζουν δεκάδες ακίνητα. Ακόμη κι η παραγνωρισμένη μέχρι πρότινος Κυψέλη θεωρείται πλέον Ελντοράντο. Μπόνους, μια βίζα.
Η ευφορία είναι διάχυτη, καινούργια μαγαζιά ανοίγουν, ανακαινίζονται ιστορικά κτίρια στην Ομόνοια, μπουτίκ ξενοδοχεία παντού και αλυσίδες μεγάλες επελαύνουν στη Συγγρού και στη ριβιέρα. Ο πληθυσμός παρασύρεται λίγο, γιατί λιγοστεύουν τα κλειστά μαγαζιά κι οι προθήκες οι αραχνιασμένες. Είναι όμως αυτή αληθινή ανάπτυξη; Έχει κάποια επίπτωση στο αληθινό εισόδημα των Ελλήνων πέρα από την αύξηση της εποχικής εργασίας και ένα χαρτζιλίκι για όσους μπορούν να διαθέσουν τα σπίτια τους προς ενοικίαση; Κι είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη αυτή η στρατηγική στον τομέα του τουρισμού; Το βίντεο που συνόδευσε το ρεπορτάζ του Γιώργου Λιάλιου για τη Σαντορίνη δείχνει τις συνέπειες της απουσίας υποδομών και συγκροτημένης πολιτικής. Συνωστισμός στα στενάκια, σπριντ για τη σωστή πόζα στην καλντέρα, εξουθενωμένοι ντόπιοι που προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτό το πανάκριβο σκηνικό για γάμους Ασιατών. Ανάλογη φαίνεται ότι είναι η κατάσταση και στη Μύκονο, παρόλο που και τα δύο αυτά νησιά έχουν μακρά παράδοση τουριστικής ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή ελάχιστοι είναι οι Έλληνες που αντέχουν πλέον να κάνουν πολυήμερες διακοπές, ακόμη και στα νησιά της άγονης γραμμής.
Απροσπέλαστα τα νησιά – αβίωτη η πρωτεύουσα. Τον Αύγουστο προτείνω να κλειστούμε όλοι στα σπίτια μας με ανεμιστήρες, να τρώμε καρπούζια αγορασμένα από Ντάτσουν και να διαβάζουμε τουριστικούς οδηγούς.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1422
DJ της ημέρας, η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα
Σημειώματα
που μου άφηνες κρυμμένα
σε βιβλία που αγαπούσα,
τ’ ανακαλύπτω ξανά,
ξεθωριασμένα πια,
καθώς μαθαίνω πλέον να ζω
στον φθίνοντα έρωτά σου εδώ και χρόνια
και προσπαθώ μάταια να τον αναβιώσω
μέσα από την ποίηση
που όμως είναι πολλές φορές θολή
και ρίχνει σκιά στο πρόσωπο
και θλίψη ανείπωτη στα μάτια.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1421
DJ της ημέρας, ο Ευάγγελος Τρυψιάνης
Η Φιλαδέλφεια έπεσε. Το ημερολόγιο έγραφε 1390.
Στην πρώτη γραμμή των εχθρικών στρατευμάτων, υπό την ηγεσία του Βαγιαζήτ Α’, βρίσκεται και ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος με το βυζαντινό απόσπασμά του. Βλέπετε! Την είχε τάξει, αυτήν την εναπομείνασα βυζαντινή νησίδα στον Τούρκο — ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχε ο Οθωμανός σουλτάνος κατά τη διάρκεια του βυζαντινού εμφυλίου πολέμου του 1373 – 1379.
Στην πρώτη γραμμή των φίλων
Ο Μανουήλ προβάλλει
Που το συμφέρον, σαν έρθει η ώρα,
Ανάγκη θα ονομάσει.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1420
DJ της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου
Τα χέρια της μάνας μου ήταν πολύ ωραία. Έτσι έλεγε η ίδια και δεν έχω λόγο να μην την πιστέψω. Άλλωστε το έλεγαν κι άλλοι. Εγώ πήρα του πατέρα μου, εκείνα τα λίγο παιδικά κοντόχοντρα. Νέα τα περιποιόταν συνέχεια. Έβαζε κρέμες για να είναι μαλακά και έβαφε τα νύχια κόκκινα, φλογερά. Χέρια αδούλευτα, που ήταν μόνο για χειραψίες και χειροφιλήματα.
Τα χέρια της μάνας μου που γνώρισα εγώ ήταν το μέτρημά μου στον χρόνο. Ήταν τα δαχτυλίδια και οι αλλαγές στις θέσεις τους. Ξεκίναγαν από τον μέσο, πήγαιναν στον παράμεσο και έπειτα κατηφόριζαν στον μικρό. Ήταν η βέρα της που πήγαινε να της τη μεγαλώσουν και στεκόταν φρουρός να την ξαναπάρει πίσω. Ήταν η βέρα που πήγαινα να της μεγαλώσουν αφού είχα μετρήσει το ιερό δάχτυλο με μια κλωστή πορφυρή. Όπως ήταν κάποτε τα νύχια της.
Τα χέρια της μάνας μου ήταν πάντα κρύα και όταν σε χάιδευαν αναρριγούσες. Στους πυρετούς σε τίναζαν όταν καθόντουσαν στο μέτωπό σου και τα καλοκαίρια παρακαλούσες να τα βάλει στην πλάτη σου. Άσπρα κάτασπρα, ζέστη δεν τα κατέλαβε ποτέ.
Τα χέρια της μάνας μου έχουν δικιά τους ζωή, κινούνται ασταμάτητα, κάτι κάνουν μονίμως, ησυχασμό δεν έχουν, ύπνο δεν ζητούν, διαγράφουν κύκλους γύρω από τις ζωές μας σαν τους γλάρους που ζυγιάζονται στον αέρα, βουτάνε σε νερά, κόβουν συζητήσεις, τρέμουν σε ταραχές που δεν θέλει να δείξει για αυτό τα σφίγγει το ένα με το άλλο, ένα κράτα με να σε κρατώ, τα πλέκει μεταξύ τους όταν θυμώνει για να μην ξεφύγουν, τα αφήνει άτονα σε λύπες και τα χτυπάει σε χαρές.
Έχουν πια κόμπους σε κάθε δάχτυλο κι εκείνη η βέρα δεν θα μπορέσει να ξαναβγεί. Είναι λίγο τραχιά και γδέρνουν όταν σε χαϊδεύουν. Όχι πολύ. Λίγο. Όσο πρέπει για να έχεις την ψευδαίσθηση ότι την ξεγέλασες και σε ξύνει και είναι αυτό το χάδι-ξύσιμο όσο το προλάβεις ωραίο και ζητάς κι άλλο αλλά τα χέρια της δεν προλαβαίνουν, έχουν πάντα ανοιχτές δουλειές.
Δεν ξέρω αν τα χέρια της μάνας μου ήταν ωραία, δεν τα πρόλαβα ή δεν τα θυμάμαι στην ομορφιά που τους καταχωρούσε.
Τα χέρια της μάνας μου είναι ωραία. Τώρα. Με όλα τα σημάδια και τον χρόνο πάνω τους.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: André Kertész, Τα χέρια της μητέρας μου, Βουδαπέστη 1919
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.