Αυτό δεν είναι τραγούδι #1138
DJ της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Αφού στριφογυρίζει ώρες στο κρεβάτι, παραιτείται. Ανάβει το φως. «Χάνω όνειρα έτσι», σκέφτεται. Και εφιάλτες, και εφιάλτες! Δεν είναι επιχείρημα αυτό.
Πριν (προσπαθήσει να) κοιμηθεί, διάβαζε –στο κρεβάτι– τον Αλλόκοτο Ελληνισμό [1], με τη λογική, «δοκίμιο είναι, θα με νυστάξει». Λάθος λογική! Δοκίμιο είναι, ναι, αλλά όχι από τα συνηθισμένα. Είναι τόσο καλά γραμμένο που χάνεις τον ύπνο σου – κι έχει τόσες αναφορές μέσα που σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς, να κρατήσεις σημειώσεις, να κατεβάσεις βιβλία από τα ράφια, να χωθείς στις πηγές μέχρι που να στερέψουν!
Βιβλία υπάρχουν, πάντως. Ας ξαναδοκιμάσει.
Πιάνει ένα στην τύχη. Πέφτει πάνω σε κάτι που είχε υπογραμμίσει πριν χρόνια, σε μιαν άλλη ζωή. Διαβάζει:
Τη θαυμάζω επειδή τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα σ’ αυτή τη δουλειά, τον ύπνο, που όλοι μας πρέπει να κάνουμε, κάθε νύχτα, ακατάπαυστα, ώσπου να πεθάνουμε. Τη διεκπεραιώνει σαν ένας κοσμογυρισμένος ταξιδιώτης, για τον οποίο ένα καινούργιο αεροδρόμιο δεν έχει τίποτα το απειλητικό. Ενώ εγώ κείτομαι τη νύχτα στο κρεβάτι μ’ ένα διαβατήριο που η ισχύς του έχει λήξει, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι αποσκευών που η μία του ρόδα στριγκλίζει και πηγαίνοντας να παραλάβω τις βαλίτσες μου από λάθος ιμάντα. [2]
Συνειδητοποιεί αίφνης ότι κι εκείνη, η άλλη ζωή, δική του ήταν – κι ως εκ τούτου, ίδια κι απαράλλακτη με το πρότυπο (το οποίο, εντούτοις, αγνοείται – στη δική του σπηλιά, φαίνεται, δεν καίει καμιά φωτιά· ή, εναλλακτικά, όλα τα είδωλα καίγονται – που είναι το ίδιο πράγμα, εκτός κι αν περιμένεις τον πραγματογνώμονα της πυροσβεστικής).
(«Ναι, αλλά ποτέ μην ξεχνάς: Nobody expects the Spanish Inquisition».)
Ξανασβήνει το φως, κλείνει σφιχτά τα μάτια. Προγραμματίζει ένα όνειρο περιπετειώδες κι ανοικονόμητο (αν και το κόλπο δεν πιάνει πάντα). Περιμένει (τον Μορφέα ή την Ιερά Εξέταση: ό,τι είναι πιο κοντά). Ματαίως.
Φορές ονειρεύομαι πως είμαι ξύπνιος.
Κι είναι σαν να ονειρεύομαι το όνειρο του ονείρου μου. [3]
«Αλλού αυτά! Όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν», ψιθυρίζει στον εαυτό του – και ξαφνιασμένος ανοίγει τα μάτια στο σκοτάδι: Πώς γίνεται εκείνος να πήγαινε κι ο εαυτός του να ερχόταν; Αν έγιναν έτσι τα πράγματα, δεν θα είχαν συναντηθεί;
«Το μόνο παράδοξο με αυτό το παράδοξο είναι ότι δεν το βρίσκω παράδοξο».
Φτάνει πια!
Ανάβει πάλι το φως. Δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα, ας το παραδεχτεί επιτέλους. Κάποτε θα ξημερώσει.
Σίγουρος ότι δεν υπάρχει βιβλίο ικανό να τον νυστάξει (παραδοχή που δείχνει πως έχει φτάσει στην τελευταία πίστα του παιχνιδιού, όπου να ’ναι το τερματίζει), πιάνει το σημειωματάριο να γράψει κάνα τραγούδι-που-δεν-είναι-τραγούδι γι’ αύριο.
[1] Νικήτας Σινιόσογλου, Αλλόκοτος Ελληνισμός. Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών, Κίχλη 2016.
[2] Τζούλιαν Μπαρνς, Ιστορία του κόσμου σε 101/2 κεφάλαια, μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ψυχογιός 1992, σ. 278.
[3] Αντόνιο Πόρτσια, Φωνές, μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης, Ίνδικτος 2004, σ. 58.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Αντόνιο Πόρτσια, Γιώργος Θεοχάρης, Νικήτας Σινιόσογλου, Τζούλιαν Μπαρνς, μουσική, Jack White, Monty Python
from dimart http://ift.tt/2keEf2M
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου