—του Στέλιου Φραγκούλη—
Προσπαθώ να ακολουθώ άλλη διαδρομή κάθε μέρα. Για να μην πλήττω στα ίδια σπίτια, δέντρα και πεζοδρόμια. Δε μ’ αρέσει να περπατάω, έτσι άσκοπα, μονάχα με την ιδέα ότι παρατείνω τη ζωή μου. Περπατάω με συμβουλή γιατρού. Έχω και μαγκούρα.
Σήμερα είπα να πάω έεετσι, μετά έεετσι και μετά να στρίψω, να βγω στο στρόγγυλο πλατεάκι και να περάσω έξω από έναν κήπο όπου έχω δει μια μηλιά. Και πήγαινα. Η «σκούπα» —το μηχάνημα του Δήμου— με προσπέρασε ρουφώντας τα φθινοπωρινά φύλλα, μια φιλιππινέζα συνάντησε μια άλλη φιλιπιννέζα και τα λέγανε, ενώ τα σκυλιά των κυρίων τους είχαν καβαληθεί από κάτω και κουνιόντουσαν. Ένα ολομόναχο πλούσιο μωρό τσουλούσε στο καροτσάκι του ενώ η αφρικανή νταντά πίσω του μιλούσε στο κινητό με την κόρη της, που έχει να δει ένα χρόνο. Άρχισα και σκεφτόμουν τη μηλιά. Σπάνιο πράγμα στην Αθήνα. Θυμήθηκα τον Τομ Σώγιερ, που καμωνόταν ότι είναι μεγάλη απόλαυση να βάφεις το φράχτη κι ένα παιδί τού πρόσφερε το μήλο του για να τ’ αφήσει να βάψει κι αυτό. Μετά τη Χιονάτη, πόσο δελεαστικά ήταν τα μήλα! Ε, να μην γράφω τώρα τα προφανή, άρχισα να απαριθμώ με το μυαλό όσα διάσημα μήλα μου ’ρχονταν (μηλίτσα πού ’ναι στο γκρεμό κ.λπ.)
Παλιότερα περπατούσα πάλι, θα το πάρω το κολάι και τώρα, αλλά μέχρι τότε θα βαριέμαι, Θανάση μου, και θα μετράω πλάκες πεζοδρομίου και μήλα. Ο πατέρας μου αγαπούσε τα δέντρα — όχι να τα έχει, να τα βλέπει. Μιλούσε λιγουλάκι για όσα του έκαναν εντύπωση και μάλλον έμαθα κι εγώ να μου αρέσουν. Όχι πάρα πολύ, όχι όσο εκείνου. Αλλά, εντάξει, τη φύση την διέρχομαι σε μόνιμη βάση. Ε, δεν είμαι αισθαντικός άνθρωπος, ευαίσθητος όμως ναι. Θυμήθηκα τον Τζιμάκο, τελευταία, στο καφέ της Κηφισίας να στηρίζει το φωτογραφικό του κεφάλι στον τρίποδα του πήχυ του και να κοιτάζει ολομόναχος το υπερπέραν που τον πλησίαζε.
Δεν υπήρχε τίποτε. Μια ισοπεδωμένη έκταση. Η παλιά μονοκατοικία, ο διάδρομος με τους θάμνους απ’ την αυλόπορτα ως την είσοδο, η μηλιά, όλη η μπροστινή μεριά της μάντρας. Κατάρα, ας είχα μπορέσει να κάνω μια βόλτα μέσα, αν ήξερα ότι θα το γκρεμίσουν. Περπατούσα στα χώματα και στα σαρωμένα μπάζα, ως επί το πλείστον πρόβαλλαν σοβάδες και σίδερα, αλλά ήταν σχεδόν μακάβριο όπου υπήρχαν μισοθαμμένα ρούχα, παντόφλες, μάλλινα, σα να είχαν κατεδαφίσει το σπίτι μαζί με τους ηλικιωμένους ενοίκους του. Τέλος πάντων, αναποδογύριζα με την άκρη του παπουτσιού κανένα γυαλικό μήπως τo ‘βρισκα ακέραιο, όμως όλα ήταν σπασμένα. Στην άκρη, ο κίτρινος δράκος που έκανε τη δουλειά κοιμόταν. Γύρισα να φύγω. Φτάνοντας στο τέλος του οικοπέδου ξεχώρισα ένα φακό από ματογυάλια. Τον πήρα και έψαξα στο διαδίκτυο. Τελευταίες δεκαετίες δεκάτου ενάτου αιώνα. Ποιος ξέρει η κυρία αυτή με τα χρυσά γυαλιά σε τι χοροεσπερίδες είχε πάει, ποιους μύθους είχε συναναστραφεί και αν είχε φυτέψει τη μηλιά με τα χέρια της. Στο δρόμο που γύριζα συνάντησα την κουστωδία του Μαρινάκη. Τον μετέφερα και αυτόν δια μιας στα 1800, σε άμαξα με ναργιλέ και αμαξά καθωσπρέπει και γύρω οι μπράβοι του έφιπποι φουστανελάδες. Μετά, αν θυμάμαι καλά παρασύρθηκαν οι σκέψεις μου και κατέληξα να θυμηθώ πόσο μου άρεσε ο Στάθης Ψάλτης με τις βάτες και τα σωληνωτά τζιν των 80s. Πρέπει να κόλλησε ως contrast στους φραμπαλάδες της κυρίας.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2Pxk7UR
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου