—του Στέλιου Φραγκούλη—
— Α, αυτό! Αυτό είν’ απ’ την Πόλη! Το ‘χε η γιαγιά μου, κοριτσάκι, είναι για κούκλες.
— Τι λέτε; Μα είναι αριστούργημα!
— Καλό είναι, παιδί μου
— Δεν το θέλετε;
— Όχι, παιδί μου, κράτα το
— Μα είναι ασημένιο!
— Πάρ’ το, ένα συρτάρι τέτοια έχω.
Η ηλικιωμένη κυρία, λοιπόν, δεν ήθελε το ασημένιο καθρεφτάκι της γιαγιάς της. Το είχε ρίξει σε ένα χαρτόκουτο μαζί με διάφορα ευτελή μπιχλιμπίδια. Καλά που το τσέκαρα. Συνέχισα να περπατάω, άλλα ταυτόχρονα είχα μπαρκάρει με το καθρεφτάκι ως μηχανή του χρόνου. Τι ήταν εκείνη η οικογένεια που το 1895, ας πούμε, το κορίτσι τους έπαιζε με ασημένια παιχνίδια; Κάθισα σε ένα παγκάκι να τα νιώσω με την ησυχία μου. Η δική μου μεγάλη γιαγιά, η προγιαγιά, τόσο κορίτσι ήταν και κείνη, Βολλάνη λεγότανε. Μας μένει ένας σταυρός δικός της που κρέμεται στο λαιμό της μητέρας μου και δύο ασημένια κουταλάκια της, προικώα, με χαραγμένα τα αρχικά της. Ώπα, ο Κώστας δεν είναι στο φούρνο; Ο Κώστας είναι ο καλοκάγαθος ένοικος του δίπλα διαμερίσματος. Κάτσε να του ρίξω ήλιο με το καθρεφτάκι στα μάτια. Χαχα, δεν καταλαβαίνει· ωχ, με είδε…
— Έλα δω, ρε, παίζεις;
— Εγώ; Δεν έκανα τίποτα!
— Βρε, έλα δω να σου πω.
— Χουά, χουά, τι έγινε;
— Τι κάνεις, περπατάς;
— Ε, ναι, έχω αρτηριοσκληρωτική προδιάθεση.
— Σώπα, ρε, και ‘γω έχω σκουληκομερμηγκότρυπα!
— Θα ‘ρθεις τ’ απόγευμα στη συνέλευση; Θα διαβάσω ποιήματα.
— Ρε, ας τα ποιήματα, φέτος θα βάλουμε πετρέλαιο, τελείωσε.
— Καλά, θα δούμε Κώστα, πάω να φύγω…
— Γεια ρε!
Όταν έφτασα στη γωνία, του ξαναγύρισα το καθρεφτάκι. Γέλασε. Είναι ο πιο μόνος άνθρωπος που ξέρω. Παρότι μεσοτοιχία, δεν τον ακούς ποτέ. Μια φωνή δεν έχει φτάσει στ’ αυτιά μας από το σπίτι του. Δυο τρεις φορές έχω ακούσει στην πόρτα του κάτι ψιθύρους και από το «ματάκι» τον είδα να καληνυχτίζει τις ερωτικές του συντρόφους με το αζημίωτο. Ξέρω ότι είναι ανώτερος αξιωματικός στο στρατό. Ξέρω ότι η μάνα του ζει στην Αυστραλία· κι αν κοιτάξεις το προφίλ του στο facebook, θα δεις θώρακες, περικεφαλαίες και μένος κατά ποικίλων στόχων που απειλούν τη γενετική ομορφιά, το αρχαιοελληνικό κάλλος που ο Κώστας κληρονόμησε από τη μητέρα του, η οποία τον εγκατέλειψε λίγο αφότου τον είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του.
Σήμερα πάλι βγήκε ο ήλιος. Σουλατσάριζα στο μπαλκόνι χαζεύοντας τα πεύκα. Ο κηπουρός κάτω καθάριζε τις πευκοβελόνες και έκανε πάλι το ίδιο, τις στοίβαζε γύρω απ’ τους κορμούς γιατί βαριόταν να τις πετάει. Πήγα και πήρα το καθρεφτάκι και του έριξα στα μάτια. Αισθάνθηκα σαν αγόρι που κλέβει και χρησιμοποιεί ανορθόδοξα τα παιχνίδια της εκατόν τριάντα χρονώ αδερφής του.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2Ryeffn
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου