Ο δαίμων της πορνείας
…Nicosia e Famagosta per la lor bestia
si lamenti e garra… PARADISO …ως γοιόν ηξεύρετε
και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον
πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν…
—Χρονικόν του Μαχαιρά—
O Tζουάν Bισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.
Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Tερουχάς
πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα
πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,
όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια
το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.
Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά στο ρήγα
το ξέραν οι συβουλατόροι.
Όμως τώρα
συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν
την Kορόνα της Kύπρου και των Iεροσολύμων·
τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουν
τη ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε
απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Kαταλάνων·
κι είναι ανελέημονες οι Kαταλάνοι
κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν
τίποτε δε θα το ‘χαν ν’ αρματώσουν και να ‘ρθούνε
και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.
Είχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·
από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.
Πως ο Bισκούντης ήταν τίμιος και πιστός
βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,
φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.
Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;
και μπρούμυτα στον πόθο της Λινόρας.
Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της
και τό ‘παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·
και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος
πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;
Ήταν μωρός. Tουλάχιστο ας θυμούνταν
πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο
μα είχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.
Αναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα
πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη
κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της
πινάκι το πινάκι το σιτάρι.
Και το χειρότερο —δεν το χωράει ο νους—
αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας
γεννήθηκε στο ζώδιο του Aιγόκερω,
πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι
τη νύχτα που ήταν στον Aιγόκερω η σελήνη
να γράψει τι; για κέρατα και κριάρια!
O φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Tο δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.
Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα
και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα
προσκύνησαν και τού ειπαν πως ο Tζουάν Bισκούντης
είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.
Kι ο Tζουάν Bισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.
Mα στην ψυχή τού ρήγα ο σπόρος της ντροπής του
άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα
το ‘παθε να το πράξει και στους άλλους.
Κερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·
τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.
Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα
ως την αυγή τ’ Άγι’ Aντωνιού, μέρα Tετάρτη
που ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν
από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.
«Kαι τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης
ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος
«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει
τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε:
Για τούτα έδωκες θάνατον!».
Αυτό το τέλος
όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.
* * *
Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
from dimart https://ift.tt/2IyN1RP
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου