Αυτό δεν είναι τραγούδι #1019
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Η πρόσκληση έγραφε «φέρε και το ταίρι σου». Κακό αυτό, κάκιστο. Όσοι είχαν παντρευτεί θα έσκαγαν μύτη μετά των συζύγων, πράγμα που ως προοπτική μου χαλούσε το κέφι. Δεν γίνονται έτσι τα ριγιούνια, ρε παιδιά!
«Reunion, Class of ’87», έγραφε πάνω-πάνω. Μάλιστα. Η τάξη μου αποφάσισε να ξανανταμώσει τριάντα χρόνια μετά την αποφοίτησή μας από το λύκειο, λίγο πριν τα πενήντα μας. Μεσήλικες! Δεν ήμουν για τέτοια, μ’ έπιανε κατάθλιψη και μόνο στη σκέψη. Αλλά, πάλι, ήταν μια ευκαιρία να ξαναδώ μερικά συμπαθή ρεμάλια που είχα χάσει όλ’ αυτά τα χρόνια. Ήταν για την Κυριακή του Θωμά. Τελικά αποφάσισα να πάω. Μόνη μου, εννοείται. Σύζυγος δεν υπάρχει. Και το τρέχον νταραβέρι μου μόλις έκλεισε τα σαράντα – θα ξενέρωνε ο άνθρωπος (και ήμασταν ακόμα στον μήνα του μέλιτος, δεν έλεγε!). Μόνη μου, λοιπόν. Γιατί όχι; Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; (Σκάσε, Μέρφυ!)
Η συγκέντρωση ήταν σε κάποιο ξενοδοχείο στο Λαγονήσι, στις 9 το βράδυ. Θυμόμουν αόριστα ότι ο πατέρας κάποιου συμμαθητή μας είχε ξενοδοχείο εκεί, ίσως να ήταν αυτό. Πήρα το αυτοκίνητο κι έφτασα με μισή ώρα καθυστέρηση, για να τηρήσω την κοινωνική νόρμα. Και πάλι όμως σχεδόν πρώτη ήμουν! Στην είσοδο με υποδέχτηκε ο Τάκης (δεν τον λένε έτσι, αλλά όλα τα ονόματα θα τα πειράξω για να αποφύγω τον δημόσιο λιθοβολισμό), εκείνος που θυμόμουν ότι ο πατέρας του είχε ξενοδοχείο. Και, ναι, ήταν δικό του το ίδρυμα. Μετά τις αγκαλιές και τα τυπικά «ίδια είσαι!» (που δεν είμαι), άρχισε να μου λέει για την ανακαίνιση που μόλις είχε κάνει στο «μαγαζί» ενόψει της νέας σεζόν: «ανέβηκα ένα αστεράκι!». Άσχημα αρχίσαμε!
«Πάω να βάλω ένα ποτό. Έλα να μου τα πεις μέσα», του είπα και ξεκίνησα για τα ενδότερα.
«Επ! Σκάσε πρώτα ένα πενηντάρι!»
Πενηντάρι! Γιατί; Για τα ποτά και τον μπουφέ, μου είπε. Πενηντάρι; Για μπόμπες και καναπεδάκια; Α, το λαμόγιο!
«Μήπως τον μπουφέ θα τον πάρουμε σπίτι φεύγοντας;»
«Χα χα χα! Γελάσαμε πάλι! Ίδια είσαι, ρε Μαρίκα!»
Έσκασα το πενηντάρικο και μπήκα στην «αίθουσα δεξιώσεων» αποφασισμένη να φάω και να πιω μέχρι που να ισοφαρίσω το ποσό. Θα του έδειχνα εγώ, του απατεώνα! Μόνο που, τσεκάροντας τα εδέσματα και το μπαρ, είδα ότι αυτό θα ήταν μάλλον δύσκολο: χάλια φαίνονταν όλα. Είδα ένα σχετικά αξιοπρεπές κόκκινο κρασί και αποφάσισα να το τιμήσω: δεν ήθελα να γίνω λιάρδα (θα οδηγούσα κιόλας – έτσι υπολόγιζα, χωρίς τον ξενοδόχο, σχεδόν κυριολεκτικά), οπότε όχι βαρύ (και αμφίβολο) αλκοόλ. Ζήτησα ένα ποτήρι και πριν προλάβω να πιω γουλιά, με πλησίασε ένα ζευγάρι – οι μόνοι που είχαν έρθει πριν από μένα.
«Μαρίκα! Δεν με γνώρισες;»
Όχι, θα έπρεπε; Ναι, θα έπρεπε! Ήταν ο Πάκης, ο απουσιολόγος. Ό,τι είχε μείνει απ’ αυτόν, τελοσπάντων, γιατί τον θυμόμουν διπλάσιο σε όγκο. Στυλάκι ο Πάκης! Και μεταξωτό πουκάμισο ο Πάκης! Και ρόλεξ ο Πάκης! Μου σύστησε τη γυναίκα του που θα μπορούσε να ήταν και κόρη του, «Από δω η Βιολέτα, το έτερόν μου ήμισυ». Άρα, συμπέρανα, αυτή θα τον έφαγε τον μισό Πάκη.
Ήπια το πρώτο ποτήρι άστρο πάτο.
Ο Πάκης θεώρησε σωστό να μου περιγράψει εκτενώς τα τριάντα χρόνια που μου έλειπαν από το βιογραφικό του. Ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι «30 χρόνια επιτυχίες». Έκανε λεφτά, πολλά λεφτά, ξεκινώντας από την τρέλα με το χρηματιστήριο στα 90s. (Υπάρχει, λοιπόν, κι αυτό το σπάνιο είδος!) Πριν από δέκα χρόνια παντρεύτηκε τη Βιολέτα («Έρωτας κεραυνοβόλος κι ας την περνάω κοντά 20 χρόνια!» – «Μη λες σε όλους ότι σε ερωτεύτηκα, γλυκέ μου! Άσ’ τους να το καταλάβουν μόνοι τους». Αισθηματίας η Βιολέτα!) κι έχουνε και δυο παιδιά, τον Πλάτωνα και τη Νεφέλη (για τα ονόματα δεν παίρνω όρκο: μπορεί να μου είπε άλλον αρχαίο φιλόσοφο ή/και άλλη ψυχοκόρη του Δία, δεν θυμάμαι).
Ήπια και το δεύτερο ποτήρι άστρο πάτο.
«Εσύ;»
Εγώ τι; Το ’να, τ’ άλλο, ξερωγώ…
«Κύριε μπαριτζή, δε μου δίνετε δύο ποτήρια να μη σας γίνομαι φόρτωμα κάθε τρεις και λίγο;»
Ταμπουρώθηκα πίσω από τους δίδυμους πύργους. Άμυνα: ζώνη με παγίδες.
«Παντρεύτηκες;»
Τρίτο ποτήρι, γλου-γλου-γλου.
«Όχι, δεν έτυχε».
Το τέταρτο, γουλιά-γουλιά, γιατί είχα αρχίσει να την ακούω (όπερ και το ζητούμενο, άλλωστε).
Εντωμεταξύ, είχε αρχίσει να έρχεται κόσμος. Στην τρίτη λυκείου ήμασταν περίπου 25 αν θυμόμουν καλά, οπότε περίμενα να δω μάξιμουμ 50 άτομα. Τελικά ήρθαν κοντά 100: όλη η τρίτη, όχι μόνο το τμήμα μου!
Από το έκτο ποτήρι και πέρα, έχασα τον μπούσουλα: ο Σάκης, ο Λάκης, ο Μάκης – η Χρυσάνθη, η Μανώλια, η Γιασεμή. Ακριβά ρούχα, κοσμήματα, λούσα. Και όλοι αλλιώς: κάποιοι έχασαν κιλά που τα βρήκαν κάποιοι άλλοι (να μην πάνε και χαμένα)· κάμποσοι έχασαν μαλλιά, τα κόντυναν, τα έβαψαν, τα έκαψαν, τα γάμησαν· και όλοι τους δεν έβαζαν γλώσσα μέσα!
Έπινα και μούγκριζα μονολεκτικές απαντήσεις. Και παρατηρούσα. Λοιπόν, γενική παρατήρηση: οι ωραίες/οι είχαν χάσει τη λάμψη τους και οι αδιάφορες/οι είχαν ομορφύνει! Τα κατά και υπέρ της μέσης ηλικίας; Ίσως. Η εκδίκηση του life style; Σίγουρα. Σε κάθε περίπτωση, ώχου και δε με νοιάζει!
Καλό το κρασί (ως άμυνα), αλλά είχα μπει γκολ από νωρίς (οπότε, τι άμυνα να παίξω;). Κι επειδή σε κάθε πηγαδάκι η δεύτερη –άντε, η τρίτη –ερώτηση που μου έκαναν ήταν «παντρεύτηκες;» (δεν ήταν δα και πολλές οι ασυνόδευτες – την είχα πατήσει!), κι επειδή μετέφερα με σταθερό ρυθμό την κάβα του ξενοδοχείου στο στομάχι μου, άρχισα να αυτοσχεδιάζω για να μην τα παίξω τελείως. Ήταν και του Θωμά, εγώ τα κρατάω αυτά. Οπότε; Ψέματα! Τους φλόμωσα στο παραμύθι:
«Παντρεύτηκες;»
«Δύο φορές, Δάκη. Μία στην Αδελαΐδα, έναν Ελληνοαυστραλό μεσίτη ακινήτων, κι άλλη μία στη Νέα Υόρκη, έναν Ελληνοαμερικανό γκαλερίστα. Ο πρώτος πέθανε από φυματίωση, έζησα ένα δράμα. Ο δεύτερος δεν πέθανε όσο κι αν προσπάθησα, έζησα κι άλλο δράμα».
«Παντρεύτηκες;»
«Ναι, Μυριάνθη. Έναν Ινδό ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμα αχνοφαίνεται η βούλα στο κούτελο, τη βλέπεις;… Τη Βάρκιζα;… Ένιγουέι, έζησα δέκα χρόνια στο Νέο Δελχί, αλλά δεν με σήκωσε το κλίμα, ήτανε στραβό».
«Παντρεύτηκες;»
«Όχι, Βάκη. Είμαι αστεφάνωτη! Συζώ μ’ έναν Λιβανέζο έμπορο όπλων στο Κουκάκι. Έχουμε κι ένα αγοράκι, το έχω βάλει εσωτερικό, στο Κουκουέ».
Τέτοια, όλο το βράδυ. Το κακό είναι ότι ξεχνούσα τι έλεγα στον έναν και στον άλλον, και σε λίγο, έτσι που οι πληροφορίες διέρρεαν από ετούτο το πηγαδάκι στο δίπλα, όλοι με κοιτούσαν σαν να ήμουν ούφο (που ήμουν – διαγαλαξιακό μάλιστα).
Εγώ περίμενα ανέκδοτα από τη σχολική ζωή, περίμενα χορούς και τραγούδια (βάλτε, ρε σεις, το “Walk Like an Egyptian”, το κέρατό μου μέσα!) , περίμενα χαρά. Αντ’ αυτών, άκουσα περισσότερους μονόλογους βαρετών πεπραγμένων απ’ όσους μπορεί ν’ αντέξει η μέση ανύπαντρη μεσήλιξ. Όποτε πήγαινα να στρέψω την κουβέντα σε φάσεις από το σχολείο, κανενός οι αναμνήσεις δεν συνέπιπταν με του άλλου. Σαν να είχαμε ζήσει άλλες ζωής. (Που όντως είχαμε…)
Όταν πια είχα αρχίσει να ρετάρω από το πολύ πιοτί, έσκασε μύτη και ο Μπάτμαν, ο διπλανός μου, ο κολλητός μου! Αυτός είναι πραγματικός φίλος, ο μόνος που κράτησα από εκείνα τα χρόνια. Βρισκόμαστε συχνά, συνεπώς ξέρει καλά τι κάλπικη δεκάρα είμαι.
«Σώσε με, Μπάτμαν!»
Και τωόντι μ’ έσωσε. Αφού πήρε χαμπάρι τι έκανα όλο το βράδυ, μπήκε κι αυτός στο παιχνίδι, αν και πιο σοβαρά από μένα, καθότι κύριος.
«Μην τη συνερίζεστε», τους έλεγε. «Από τότε που πέρασε δυο χρόνια στα υπόγεια του CERN το ’χει χάσει λιγάκι».
«Δηλαδή, δεν παντρεύτηκε;» (Πω, ρε φίλε, κόλλημα!)
«Πώς δεν παντρεύτηκε! Εμένα!» τους έλεγε. Κύριος!
Ο Μπάτμαν και ο Ρόμπιν. Τι γλυκό!
Καλά τα πήγαινε εκείνος, μέχρι που άρχισα να διαδίδω ότι είχαμε παντρευτεί στο Λας Βέγκας και ότι τη νύχτα του γάμου μ’ έπαιξε και μ’ έχασε στο μπλακ-τζακ. Κάπου εκεί με πήρε σηκωτή, μ’ έβαλε στο δικό του αυτοκίνητο και με πήγε σπίτι. Σούπερ ήρωας!
Κοιμήθηκα 24 ώρες σερί για να συνέλθω. (Το πιοτί θέλει ρέγουλα, ξέρω. Όχι χλάπα-τις και χλούπα-τις διότι ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα! Ας όψεται ο ασθενής μου χαρακτήρας.) Μια φορά, σε ριγούνιο δεν ματαπαγαίνω. Εμείς δεν ήμαστε η Generation X, ήμαστε η Γενιά Delete. Προτιμώ να διατηρήσω τις αναμνήσεις μου αλώβητες – ή, στην ανάγκη, να φτιάξω μερικές φρέσκες.
Επίσης, το αυτοκίνητό μου έμεινε μια βδομάδα στο Λαγονήσι, μέχρι να πάω να το μαζέψω. Εντάξει, αυτό τις έκανε τις διακοπές τους. Εμείς να δούμε τώρα.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Μαρίκα Τσεβά, Μουσική, The Bangles
from dimart http://ift.tt/2pVbBod
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου