—της Κλειώς Ευαγγελάκου—
Ξυπνά το πρωί με κεφάλι βαρύ από την υγρασία και τη συννεφιά, περάσαμε τα μισά του Οκτώβρη και ο χειμώνας αρχίζει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή του.
Νωχελικά σηκώνεται από το κρεβάτι με διάθεση να ξαναπέσει αλλά είναι καθημερινή και πρέπει να πάει στη δουλειά.
Πρέπει σύντομα να φάει πρωινό, να κατεβάσει τον καφέ με δυο γουλιές, είναι ο καφές της ημέρας ελληνικός σε μικρό φλιτζάνι, μόνο την Κυριακή τον απολάμβανε ρουφώντας τον γουλιά γουλιά για ώρα, να ντυθεί και να ξεχυθεί για το καθημερινό ταξίδι για τη δουλειά.
Η απόσταση που χωρίζει το σπίτι του από τη δουλειά είναι οχτώ χιλιόμετρα· κάθε μέρα συνέβαιναν διάφορα σ’ αυτά τα χιλιόμετρα, τόσα που το έκαναν κάθε φορά και ένα διαφορετικό ταξίδι.
Σήμερα λοιπόν πριν ξεκινήσει κοιτάζει από το μπαλκόνι αν είναι ανοιχτός ο δρόμος, ήταν τυχερός χθες, βρήκε θέση κάτω από το σπίτι του, έτσι νόμιζε όταν τη βρήκε ότι είναι τυχερός, κοιτάζοντας όμως διαπιστώνει ότι το φορτηγό τροφοδοσίας του Σούπερ Μάρκετ έχει κλείσει όλο το δρόμο με τον όγκο του και πίσω στην αρχή του δρόμου είχαν τοποθετήσει τον κάδο απορριμμάτων για να μην εισέρχονται άλλα αυτοκίνητα.
Αφού ο δρόμος είναι κλειστός σκέφτεται να πεταχτεί να πάρει ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς και ώσπου να γυρίσει θα ‘χει φύγει και το φορτηγό, γυρνώντας όμως το φορτηγό είναι ακόμη στη θέση του και οι υπάλληλοι αργά και μιλώντας μεταξύ τους, χωρίς να έχουν συναίσθηση του χρόνου που κρατούν τον δρόμο κλειστό, συνεχίζουν το ξεφόρτωμα των προϊόντων.
Ανεβαίνει στο σπίτι, αφήνει το ψωμί, κοιτάζει αν πήρε ό,τι χρειάζεται για τη δουλειά και τρέχει στο μπαλκόνι να δει αν έφυγε το φορτηγό, αυτό που βλέπει όμως τον εξοργίζει: όχι μόνο δεν έχει φύγει, όχι μόνο οι υπάλληλοι συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό να κατεβάζουν τα προϊόντα και να τα μεταφέρουν στο κατάστημα, αλλά έχεο έρθει κι άλλο φορτηγό κι έχει σταθεί δίπλα από το αυτοκίνητό του, κι αυτό για την τροφοδοσία του Σούπερ Μάρκετ, και πίσω από το δεύτερο φορτηγό ένα μικρότερο που εξυπηρετεί το ζαχαροπλαστείο της γωνίας — και το αυτοκίνητό του είναι αποκλεισμένο απ’ όλες της πλευρές.
Κατεβαίνει στον δρόμο νοιώθοντας τα μηνίγγια του να κτυπούν. Ε, είχε παραγίνει, κάθε μέρα υπήρχε ένα πρόβλημα που λυνόταν το πολύ σε πέντε λεπτά, σήμερα όχι μόνο είχε περάσει το τέταρτο αλλά όσο πήγαινε χειροτέρευε το πράγμα.
Στον δρόμο, με τα πράγματα στο χέρι, κατευθύνεται προς τον υπάλληλο του καταστήματος και τον οδηγό του φορτηγού, επιπλήττοντάς τους για τον χρόνο που έχουν κλειστό τον δρόμο — μόνο τότε αρχίζουν με πιο γρήγορους ρυθμούς να μαζεύουν ότι απέμεινε από τα πράγματα για να φύγει το φορτηγό.
Σε κατάσταση έντασης φωνάζει και στον οδηγό του φορτηγού που είναι σταθμευμένο δίπλα του, εκείνος, υποψιαζόμενος τι έχει προηγηθεί, λέει ότι θα φύγει, πετώντας ότι κι αυτός τη δουλειά του κάνει — λες και οι υπόλοιποι άνθρωποι που θέλουν τους δρόμους ανοιχτούς δεν θέλουν να κάνουν και αυτοί τη δουλειά τους, σκέφτεται.
Εκείνη τη στιγμή φεύγει το μπροστά φορτηγό και σπεύδει το δίπλα του και καταλαμβάνει το χώρο που έχει η απέναντι πολυκατοικία για να εισέρχονται στο πάρκινγκ οι ένοικοι της.
Επιτέλους ελευθερώνεται ο χώρος για να μπορεί να φύγει, το σταματημένο με αλάρμ επιβατικό αυτοκίνητο που είχε αφήσει μια μαμά για να πάει το βλαστάρι της στον παιδικό άφηνε χώρο να περάσει, έτσι βάζει πρώτη και ξεκινά για το ταξίδι των οχτώ χιλιομέτρων.
Όποιος δεν έχει διαβεί έστω και μια φορά τη Δαβάκη, κεντρικό δρόμο της Καλλιθέας, δεν μπορεί να καταλάβει τι περνά ένας οδηγός το πρωί με διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα και από τις δυο πλευρές του δρόμου, οδηγούς σε πρόθυρα νευρικής κρίσης και οδηγούς λεωφορείων μέσων μαζικής μεταφοράς που προσπαθούν περνώντας στην απέναντι λουρίδα να διασχίσουν το δρόμο για να πάνε τους επιβάτες στον προορισμό τους.
Με χίλιους κόπους καταφέρνει να διατρέξει τη Δαβάκη – Σιβιτανίδειο και να φτάσει στη γέφυρα που συνδέει την Καλλιθέα με τον Ταύρο και παίρνει μια ανάσα, αλλά αμέσως φτάνει στα στενά μετά τον Ηλεκτρικό σταθμό, ώσπου να βγει στην Πειραιώς.
Εδώ έχει να μοιραστεί το δρόμο με παιδιά, φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών, που έχουν κατέβει από τον Ηλεκτρικό και κατά ομάδες προχωρούν στη μέση του δρόμου και δεν παίρνουν είδηση αν έρχεται αυτοκίνητο, είτε γιατί συζητούν και είναι απορροφημένα, είτε γιατί έχουν τα ακουστικά στα αυτιά και είναι χαμένα στις νότες της μουσικής τους επιλογής.
Μετά από λίγη ώρα έχει φτάσει στην Πειραιώς, δρόμο μεγάλο με φανάρια, αρχίζει να χαλαρώνει και κοιτά να προλάβει το φανάρι προτού ανάψει κόκκινο, ανοίγει κάπως την ταχύτητα, θέλει να προλάβει και να κερδίσει λίγο από τον χρόνο που έχασε ως τώρα και το περνάει, στο επόμενο όμως δεν είναι τυχερός, βλέπει το πορτοκαλί από μακριά κόβει ταχύτητα, έτσι κι αλλιώς έχει μπροστά του κι ένα βανάκι που σταματάει και αυτό στο φανάρι, γλυκά σταματάει πίσω του μιας και η ταχύτητα έχει πέσει στα 10 χιλιόμετρα την ώρα.
Ο οδηγός όμως του βαν δια της διολισθήσεως και ενώ το φανάρι είναι κόκκινο περνάει τη διάβαση των πεζών και φυσικά δεν έχει ορατότητα να δει την αλλαγή χρώματος του φαναριού. Όσο βιαστικός και να ήταν ο οδηγός, άλλο τόσο ήταν και αφηρημένος, μιας και δεν πήρε χαμπάρι ότι άλλαξε χρώμα ο σηματοδότης και ότι έχει ξεκινήσει ο δίπλα του, ούτε το άναμμα των φώτων τον συγκίνησε αλλά, όπως έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητό μας, το ελαφρύ κορνάρισμα τον επανέφερε και ξεκίνησε το όχημά του.
Στη στροφή από Πειραιώς ως τη Θηβών ξέρει πως άμα δε βρει κανένα παππού να οδηγεί με σταθερή ταχύτητα είκοσι χιλιομέτρων θα φτάσει χωρίς άλλα απρόοπτα σύντομα στον προορισμό του, στο κάτω κάτω έχει διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.
Μένουν – δεν μένουν πεντακόσια μέτρα για να φτάσει και ξάφνου μπρος του ένα εκπαιδευτικό αυτοκίνητο, εντάξει, σκέφτεται, υπομονή, όλοι περάσαμε από αυτό το στάδιο, ναι από αυτό, αλλά ο δάσκαλος δεν είναι για ομορφιά στο αυτοκίνητο, ναι να σταματάει στο στοπ και να εξηγεί στον εκπαιδευόμενο μελλοντικό οδηγό, αλλά πόση ώρα μπορεί να μείνει στη διασταύρωση;
Γρήγορα αποφασίζει ότι δεν έχει άλλη υπομονή γιατί στην επόμενη διασταύρωση υπήρχε πάλι στοπ, προτιμά λοιπόν να στρίψει αμέσως στο στενό και να διασχίσει άλλα δυο τρία ακόμη γεμάτα λακκούβες. Αν δε συναντούσε γειτόνισσες να μιλούν στη μέση του δρόμου, δε θα τον σταμάταγε τίποτα άλλο πια.
Ευτυχώς δεν συναντά άλλο εμπόδιο και έτσι καταφέρνει να φτάσει στον προορισμό του, διανύοντας οχτώ ολόκληρα χιλιόμετρα, ξοδεύοντας σχεδόν μία ώρα στους δρόμους της Αθήνας.
Κλειδώνοντας το αυτοκίνητο, σκέφτεται: άλλο ένα ταξίδι οχτώ χιλιομέτρων.
* * *
Εδώ άλλες ιστορίες
Στο:Short stories Tagged: Κλειώ Ευαγγελάκου
from dimart http://ift.tt/2pODsZ2
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου