Ο πολεμιστής του Αγαμέμνονα
—Νικολάι Γκουμιλιόφ—
Μετάφραση: Χρυσούλα Τσικριτσή-Κατσιανάκη
Μια ερώτηση φοβερή και παράξενη
την ταραγμένη μου ψυχή πιέζει
να ζει το μπορεί κανείς, όταν ο γιος του Ατρέα έχει πεθάνει,
νεκρός πάνω σ’ ένα κρεβάτι από ρόδα;
Όλα όσα είχαμε παντού και πάντα ονειρευτεί
η επιθυμία και ο φόβος μας
όλα αντανακλούσαν, σαν σε καθαρό νερό
στις κατευνασμένες κόρες των ματιών του.
Από τους μυς του πήγαζε μια δύναμη απερίγραπτη
κι απ’ των γονάτων του την καμπυλότητα ένας μύθος
ήταν ωραίος σαν σύννεφο ο άρχοντας
των Μυκηνών, όπου ραθυμεί το χρυσάφι.
Ποιος είμαι; Ένα απόσπασμα αρχαίων ύβρεων
ένα ακόντιο πεσμένο μες στη χλόη
είναι νεκρός ο οδηγός των λαών, ο Ατρείδης,
κι εγώ, του τίποτε άνθρωπος, ζω.
Η διαφάνεια των βαθιών λιμνών με καίει
η αυγή παραφυλάει πλούσια σε μομφές
σκληρό, σκληρό όνειδος να ζει κανείς
όταν τον βασιλιά του έχει χάσει.
1910
* * *
Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
Στο:Το ποίημα της εβδομάδας Tagged: ποίηση, Λογοτεχνία, Νικολάι Γκουμιλιόφ, Χρυσούλα Τσικριτσή-Κατσιανάκη
from dimart http://ift.tt/2qr6X23
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου