—της Ερασμίας Κρητικού—
Ο μπαμπάς μου είναι ψαράς στην ψυχή. Πούλησε τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητά του κι αγόρασε μια βάρκα και μια επαγγελματική άδεια αλιείας να βρει την ηρεμία του. Και την βρήκε. Όταν ήμουν μικρή γκρίνιαζα που ξανά έχουμε ψάρι για μεσημεριανό, τώρα τον κυνηγάω και δεν μου δίνει. «Μαρή τώρα δα μοσχοπουλιούνται» ή «Μαρή έχει φουρτούνες κι είναι σπάνια τα θαλασσινά» ή «Μαρή είναι σαρακοστή και μου τα γυρεύουνε». Ευτυχώς αγαπάει τα ψάρια και ο συνονόματος εγγονός, που είναι όνομα και πράμα Λευτέρης, και κάπως συγκινείται και μου στέλνει που και που, καθαρισμένα κιόλας. Είναι ο μοναδικός του τρόπος να μου δείξει αγάπη.
Έφτιαξα ψαρόσουπα. Ταιριάζει με τον γκρίζο καιρό. Δεν ξέρω αν βρέχει εδώ και τέσσερα μερόνυχτα ή εδώ και τέσσερις αιώνες, η αυλή μας πάντως είναι μια μόνιμη πισίνα ημιδιάφανης λάσπης, τα ανθάκια της βερικοκιάς μπροστά στο παράθυρό μου που δειλιάζανε τώρα τα γκρέμισε το χαλάζι, ένας κεραυνός χτύπησε το φτερό ενός αεροπλάνου κατά την προσγείωση και οι επιβαίνοντες ανανέωσαν όρκους αιώνιας πίστης με τον Θεό.
Όποτε τρώω ψαρόσουπα σκέφτομαι κάτι πένθιμο. Είναι το συνοδευτικό της κηδείας, υποθέτω γι’ αυτό. Θυμήθηκα το τηλεφώνημα της αδερφής μου, κάπου στις αρχές Σεπτέμβρη: «Ρε, η μαμά πέθανε». Ήταν σούρουπο και είχε αρχίσει να υπονοείται κάπως αμυδρά το φθινόπωρο, αλλά δεν κατάλαβα αν το ρίγος ήταν από το βραδινό βοριαδάκι ή αν βγήκε μέσα από το ακουστικό. Το άλλο πρωί έφευγε η πτήση μου για Νυρεμβέργη, για να την έβλεπα τελευταία φορά ζωντανή. Δεν μπήκα στο αεροπλάνο, αλλά έκανα την συνθλιπτική σκέψη ότι αν έμπαινα τελικά μπορεί και να την προλάβαινα να ψυχορραγεί – αν ήμουν τυχερή. Άλλωστε τα υπερηχητικά αεροπλάνα έχουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο, αν το πιστέψουν πραγματικά.
Τη δεύτερη φορά που έμαθα ότι τρώνε ψαρόσουπα στις κηδείες, ήταν σε ένα διήγημα* απ’ όπου ο πρωταγωνιστής την κοπάνησε μαζί με το κορίτσι του όλο θράσος, και έκαναν έρωτα βιαστικό και αυτή φώναξε «χύνω» και εκείνος «Θανάτω θάνατον πατήσας» και είναι πολύ ενδιαφέρον πώς από κάθε θάνατο γεννιέται ζωή, κι αυτή είναι μια πραγματικότητα που έχει τα μάγουλά της στεγνά. Δεν έχει χρόνο η Φύση για συγκινήσεις. Έχει να κάνει τον κόσμο να γυρίζει.
Την πρώτη φορά που το έμαθα, έφτιαχνε η πεθερά μου ψαρόσουπα στην ταβέρνα για ένα ολόκληρο χωριό· πέθανε η Γεωργία ετών 34, καλπάζων καρκίνος και δυο παιδιά, 3 και 6 χρονών. Ο άντρας της μεγαλογιατρός, τον κατηγόρησαν για ασχετοσύνη που δεν διέγνωσε έγκαιρα την αρρώστια που την έλιωσε. Έχασε και την γυναίκα του και την πελατεία του και όλη του την αλαζονεία μέσα σε ένα πετάρισμα βλεφάρων της μοίρας.
Όταν είναι πολύ μεγάλος ο πόνος, είναι βουβός.
Το κεφάλαιο 9 στο βιβλίο των γερμανικών λέγεται Die Familie. Κι έχω πάντοτε έναν κόμπο στο στομάχι όποτε πάω να το διδάξω. Συνήθως κάποιο παιδάκι κλαίει: Του ενός τους παράτησε ο μπαμπάς τους –κανείς δεν ξέρει που είναι– του άλλου σκοτώθηκε στο ψαροντούφεκο μια ηλιόλουστη μέρα, χαρά θεού που λένε· του τρίτου η μαμά δεν έχει πια μαλλιά από τις χημειοθεραπείες κι όλο λείπει στην Αθήνα, μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία. Μια φορά στην τάξη φτιάξαμε κάρτες για την Ημέρα της Μητέρας και ο Βασίλης, Ε’ τάξη, 11 χρονών, έγραψε μέσα «Μαμά ελπίζω να με βλέπεις από κει πάνω, που βελτιώθηκα στα μαθήματα όπως μου ζήτησες».
Οι αληθινές ιστορίες δεν είναι μελοδραματικές, είναι μουδιαστικές.
Όμως η αχλαδιά στην έξοδο του κήπου μας πέταξε νεογέννητα τρυφερά φυλλαράκια, λαχανί της ελπίδας, κι ο γιος μου είπε ότι αυτή η αχλαδιά είναι πολύ προκομμένη και αυτή μου φάνηκε μια πράξη ποίησης. Και από μέρους της αχλαδιάς και από μέρους του γιου μου.
*Αναφορά στο διήγημα του Κώστα Παντιώρα «Σπαστό ωράριο»
* * *
Εδώ άλλες ιστορίες
Στο:Short stories Tagged: Ερασμία Κρητικού
from dimart http://ift.tt/2pgAuaM
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου