Από την εικονογράφηση της Θείας Κωμωδίας από τον Γουστάβο Ντορέ (Κόλαση, Άσμα 1ο)
—της Ελένης Κοσμά—
Το ζήτημα της αυτοχειρίας συζητείται συστηματικά στη δαντική επικράτεια: από τη Νέα Ζωή, την Ευγλωττία της Κοινής Γλώσσας και το Συμπόσιο μέχρι τη μνημειώδη δεξίωσή της σε δύο άσματα της Κωμωδίας, η ιδέα της αυτοχειρίας, ως φιλοσοφικό, ηθικό και πολιτικό πρόβλημα, διυλισμένη και μέσα από θεολογικά ερωτήματα, όπως εκείνο της αθανασίας της ψυχής, κυκλώνει τη δαντική σκέψη. Οι θεολόγοι που παρελαύνουν στα άσματα της Κωμωδίας, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Άγιος Φραγκίσκος, ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Αβερρόης, ο Άγιος Μποναβεντούρα, και οι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης συγκροτούν τη θεωρητική σκευή του φλωρεντινού ποιητή και τεκμαίρουν το φιλοσοφικό και θεολογικό φορτίο του.
Στο 25ο άσμα του Καθαρτηρίου εντοπίζουμε τον ρωμαίο ποιητή Στάτιο να συζητεί ακριβώς το ζήτημα αυτό, τον δεσμό του σώματος με την ψυχή. Η επιλογή του προσώπου δεν είναι τυχαία. Ο Στάτιος συμπυκνώνει στο πρόσωπό του το νόημα και τη μεθοδολογία της Κωμωδίας: είναι το παράδειγμα του ανθρώπου ο οποίος ασπάστηκε όψιμα τον Χριστιανισμό (διαβάζοντας, λέει ο Δάντης, τους στίχους του Βιργιλίου) και ο οποίος βρίσκεται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στον Βιργίλιο και στον Δάντη: «ήμουν ακόμη από την πίστη στερημένος» λέει ο Στάτιος για τον εαυτό του στο 21ο άσμα του Καθαρτηρίου και λίγο αργότερα, όταν σκύβει να φιλήσει τα πόδια του Βιργιλίου ο τελευταίος του λέει: «Όχι, αδερφέ μου, μη προσπέφτεις,/ σκιά είσαι και σκιά μπροστά σου βλέπεις.» (Καθαρτήριο, XXI), ανοίγοντας έτσι τη συζήτηση για την αθανασία της ψυχής, η οποία θα κορυφωθεί στο 25ο άσμα. Ο Στάτιος είναι, ακόμη, το τέταρτο σε αριθμό εμφανίσεων πρόσωπο της Κωμωδίας, μετά τον Βιργίλιο, τη Βεατρίκη και τον ίδιο τον ποιητή ·και είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι παραμένει δίπλα στον Δάντη και στη Βεατρίκη και μετά την αναχώρηση του Βιργιλίου, μέχρι και το 33ο άσμα του Καθαρτηρίου: είναι «’l savio che ristette» («ο σοφός που ’χε απομείνει»). Ο Στάτιος, λοιπόν, σε αυτό το 25ο άσμα του Καθαρτηρίου, έπειτα από προτροπή του Βιργιλίου, απευθύνεται στον Δάντη, συμπυκνώνοντας μέσα σε είκοσι πέντε τερτσίνες τη συζήτηση της εποχής σχετικά με τον δεσμό του σώματος με την ψυχή και την αθανασία της τελευταίας:
«Το ζώο όμως πώς άνθρωπος θα γενεί,
τόσο είναι δύσκολο, που ακόμα εσύ δεν έχεις δει:
κι έκανε κάποιον, πιο σοφό από σένανε, να πλανηθεί,
έτσι που στη θεωρία του να ξεχωρίσει
από το πνεύμα την ψυχή, μια και δεν το είδε
σε κάποιο όργανο του σώματος να κατοικεί.»[1]
Ο σοφός ο οποίος πλανήθηκε είναι ο Αβερρόης. Ο Δάντης τοποθετεί τον Αβερρόη, «’l gran comento feo»[2], στο 4ο άσμα της Κόλασης, στον πρώτο κύκλο (limbo), δίπλα στον Όμηρο, τον Οράτιο, τον Οβίδιο, τον Λουκάνο, τον Σενέκα και άλλους οι οποίοι πέθαναν πριν από την έλευση του Χριστιανισμού, όπως και ο Βιργίλιος («ανάμεσα σε αυτούς είμαι κι εγώ»), και γι’ αυτόν τον λόγο είναι τιμωρημένοι να ζουν «με την επιθυμία και δίχως την ελπίδα». Ο Δάντης ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αβερροϊστική φιλοσοφία. Οι αβερροϊστές φιλόσοφοι, με κύριο εκπρόσωπο στη Δύση τον Σιγκιέρι από την Βραβάνδη, τον οποίο ο Δάντης μνημονεύει στον Παράδεισο (X)[3] δίπλα στον Θωμά τον Ακινάτη, υποστήριζαν πως δεν υπάρχει ατομική ψυχή, αλλά μετά τον θάνατο η ψυχή, η οποία ήταν συγκυριακά δεμένη με ένα συγκεκριμένο σώμα, χωρίζεται από αυτό και γίνεται κομμάτι του οικουμενικού και αυτόνομου «δυνάμει Νου» (possibile inteletto), ο οποίος υπάρχει σε διάκριση προς τον «εν ενεργεία». Η ιδέα του «δυνάμει Νου» ανακαλεί, εύλογα, τη μήτρα της φιλοσοφικής σκέψης του Αβερρόη, τον Αριστοτέλη. Ο Δάντης, λοιπόν, στο 25ο άσμα του Καθαρτηρίου ρωτά τον Στάτιο πώς γίνεται να επηρεάζονται οι ψυχές από δοκιμασίες του σώματος, όπως η πείνα, η δίψα, το κρύο ή η ζέστη. Ο Στάτιος του απαντά ως εξής:
«Όταν στης Λάχεσης τη ρόκα το μαλλί σωθεί,
χωρίζεται από το σώμα η ψυχή,
κι όλες οι ψυχικές δυνάμεις φεύγουνε μαζί:
η φυτική κι η ζωική, σχολάζουν δίχως το κορμί,
ενώ η μνήμη, η ευφυία κι η θέληση
γίνονται δυνατότερες απ’ όσο ήτανε πριν.
Από μονάχη της μετά χωρίς χρονοτριβή, η ψυχή,
σαν από θαύμα ,πέφτει σε έναν από τους δυό τους όχτους∙
και βλέπει τις δυο στράτες που ανοίγονται μπροστά της.
Σαν φτάσει στον προκαθορισμένο τόπο,
με τις δυνάμεις που έχει για να πλάθει, αρχίζει κι ενεργεί
ως έκανε στα ανθρώπινα τα μέλη που έφτιαξε στη γη.
Κι όπως η ατμόσφαιρα, που είν’ υδρατμούς γεμάτη,
με του ήλιου τις αχτίδες,
με χρώματα στολίζεται πολλά∙
έτσι και στον αγέρα που την τριγυρίζει
η ψυχή το σχήμα της σφραγίζει
και δίνει τις ιδιότητές της∙
κι όπως η φλόγα ακολουθάει
πάντοτε τη φωτιά, όπου κι αν πάει,
έτσι το νέο σχήμα την ψυχή.
Και αυτή είναι η καινούρια της η όψη
που τήνε λεν σκιά∙ […]»
Ο Δάντης αναφέρεται στην «ψυχή» είτε με τη λέξη «anima» (ιταλικά και λατινικά) είτε με τη λέξη «alma» (ιταλικά), η οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την ανθρώπινη ψυχή, σε αντίθεση με την πρώτη που συχνά περιγράφει και τις ψυχές των φυτών ή των ζώων.[4] Ο θάνατος συνίσταται ακριβώς στην απόσπαση της ψυχής από το σώμα. Η αυτοχειρία, ως βίαιη, άδικη («ingiusto fece me contra me giusto» λέει ο πρώτος αυτόχειρας στο 13ο άσμα της Κόλασης) και, στις περισσότερες περιπτώσεις, αναιτιολόγητη απόσπαση της ψυχής από το σώμα, είναι για τον Δάντη, ο οποίος βρίσκεται μέσα στην καθολική παράδοση, ένα αμάρτημα μη αναστρέψιμο. Ο θαυμασμός, ωστόσο, του Δάντη για τους συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων και η τάση των τελευταίων να υψώνουν σε παράδειγμα περιπτώσεις αυτοχείρων, οι οποίοι επέλεξαν την αυτοχειρία σε μια προσπάθεια διατήρησης της πολιτικής και ηθικής τους αξιοπρέπειας, τον οδηγεί σε ορισμένες παρεκκλίσεις από αυτό. Η σύγκρουση της χριστιανικής και της ρωμαϊκής παράδοσης χαρτογραφεί μια γκρίζα ζώνη και αφηγείται στον χώρο πλέον της Κωμωδίας μια ριζική αντίφαση.
Στην Κωμωδία παρουσιάζονται εκτενώς τρεις περιπτώσεις αυτοχείρων, ενώ εμφανίζονται, με συνοπτικές, όμως, διαδικασίες, αρκετές άλλες. Βρίσκουμε, λόγου χάριν, τη Λουκρητία και τον Σενέκα στο 4ο άσμα της Κόλασης, στον πρώτο κύκλο, δίπλα ακριβώς στον Αβερρόη. Ο Σενέκας, από τον οποίο παραδίδεται και μια σειρά αυτοχειρικών κειμένων, αυτοκτόνησε κόβοντας τις φλέβες του έπειτα από παρότρυνση του Νέρωνα, όταν αποκαλύφθηκε η εμπλοκή του στην συνωμοσία του Πείσωνα. Η Λουκρητία αυτοκτόνησε έπειτα από τον βιασμό της από τον Ταρκύνιο. Στο 5ο άσμα της Κόλασης, δίπλα στους εραστές Πάολο και Φραντσέσκα, ο Δάντης τοποθετεί και τη Διδώ. Η ιστορία της Διδώς παραδίδεται σε δύο εκδοχές: στην πρώτη, η πριγκίπισσα αυτοκτόνησε προκειμένου να μείνει πιστή στον νεκρό σύζυγό της, Σιχαίο, ενώ στη δεύτερη, που υιοθετεί και ο Δάντης, αυτοκτόνησε από έρωτα για τον Αινεία, όταν συνειδητοποίησε πως ο τελευταίος είχε σκοπό να την εγκαταλείψει: «Η άλλη είναι που σκοτώθηκε από αγάπη,/ την πίστη της προδίδοντας στη στάχτη του Σιχαίου». Ο Δάντης βάζει τη Διδώ δίπλα στη Σεμίραμι, την Κλεοπάτρα, την Ελένη, τον Πάρη, τον Τριστάνο, οι οποίοι «δούλωσαν τη λογική τους στην εξουσία του πάθους». Μια τρίτη περίπτωση αυτοχειρίας εμφανίζεται στο 17ο άσμα του Καθαρτηρίου, άσμα το οποίο φιλοξενεί εκείνους που κατελήφθησαν από έντονο θυμό ή οκνηρία: η Αμάτα, η σύζυγος του βασιλιά Λατίνου εξοργισμένη από την επιθυμία της κόρης της να παντρευτεί τον Αινεία, αυτοκτόνησε. Ο Δάντης βάζει την ίδια τη Λαβίνια να της απευθύνεται: «Γιατί από το θυμό σου /χάθηκες πια, βασίλισσά μου;/ Σκοτώθηκες, μη χάσεις τη Λαβίνια∙ /κι έτσι πια τώρα μ’ έχασες! Κι εγώ τώρα πενθώ,/μητέρα μου, για σένα, πριν γι’ άλλου το χαμό».
Πάολο και Φραντσέσκα, από την εικονογράφηση της Κωμωδίας από τον Γουστάβο Ντορέ (Κόλαση, Άσμα 5ο)
Εάν, όμως, ο Δάντης δείχνει να προσπερνάει με συνοπτικές διαδικασίες τις παραπάνω περιπτώσεις αυτοχείρων, συζητώντας τις περισσότερο με άλλες αφορμές, παρά για την ίδια την επιλογή της αυτοχειρίας, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις επόμενες τρεις. Οι δύο πρώτοι αυτόχειρες τοποθετούνται στην Κόλαση, ενώ ο τρίτος στο Καθαρτήριο. Στο 13ο άσμα της Κόλασης ο Δάντης τοποθετεί τους αυτόχειρες και τους σπάταλους. Η σκηνοθεσία του 13ου άσματος είναι σκοτεινή και επιβλητική: οι αυτόχειρες και οι σπάταλοι είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα σε μια ομιχλώδη ζούγκλα, με τρομαχτικά δέντρα, γεμάτη από δηλητηριώδη αγκάθια, μέσα στα οποία έχουν φωλιάσει οι Άρπυιες, που τρέφονται από τα φύλλα των δέντρων, τραυματίζοντας έτσι τους καταδικασμένους: οι ψυχές τους είναι φυλακισμένες μέσα σε αυτά τα δέντρα, ως τιμωρία, διότι αποσπάστηκαν βίαια από το σώμα τους. Οι ψυχές των αυτοχείρων δεν θα επανενωθούν με το σώμα τους ούτε μετά τη Δευτέρα Παρουσία και την τελική Κρίση: το αμάρτημα της αυτοχειρίας είναι βαρύ και η στιγμή της απόφασης και της πραγματοποίησης της αυτοχειρίας –μια στιγμή παρέκκλισης προς την ανθρώπινη φύση, για τον Δάντη– θα βαραίνει αιώνια τις ψυχές των αυτοχείρων.
Σε αυτό το άσμα, ο Δάντης τοποθετεί τον Πιέρ ντελλά Βίνια κι έναν ακόμη Φλωρεντινό του οποίου την ταυτότητα μπορούμε με κάθε επιφύλαξη να εικάσουμε από την πληροφορία που δίνει ο ποιητής ότι κρεμάστηκε («Μες στα δικά μου εγώ κρεμάστηκα τα σπίτια»). Σύμφωνα με τον σχολιαστή της Κωμωδίας Γκρατσιόλο Μπαμπαλιόλι είναι ο δικαστής Λότο ντελί Άλι, ο οποίος καταδίκασε εν γνώσει του κάποιον αθώο, ενώ σύμφωνα με τους Ότιμο και Μπούτι πίσω από το πρόσωπο αυτού του αυτόχειρα κρύβεται ο Ρόκο ντέι Μότζι, ο οποίος σπατάλησε όλη την πατρική του περιουσία. Αρκετοί, ωστόσο, σχολιαστές, πίσω από τον δεύτερο αυτόν αυτόχειρα διαβάζουν την ίδια την πόλη της Φλωρεντίας, η οποία στα χρόνια του Δάντη σπαράσσεται από τον εμφύλιο.
Πιέρ ντελλά Βίνια, από την εικονογράφηση της Κωμωδίας από τον Γουστάβο Ντορέ (Κόλαση, Άσμα 13ο)
Ο Πιέρ ντελλά Βίνια, αφοσιωμένος μυστικοσύμβουλος του Φρειδερίκου του ΙΙ, υπέπεσε στο αμάρτημα της αυτοχειρίας, διότι ένιωσε αδικημένος από τον αυτοκράτορα, ο οποίος πίστεψε τις εις βάρος του κατηγορίες από ανθρώπους του παλατιού, οι οποίοι τυφλωμένοι από τη ζήλια («Η πόρνη, που τα μάτια της τα πλάνα/ ποτέ δε σήκωσε απ΄ του Καίσαρα το σπίτι») τον διέβαλλαν.
«Από αγανάκτηση η ψυχή μου
πιστεύοντας στο θάνατο την καταφρόνια της να σβήσει,
εμέ, τον δίκαιο, έκανε τον εαυτό της ν’ αδικήσει»
Στο κατεξοχήν, λοιπόν, άσμα για την αυτοχειρία, το 13ο της Κόλασης, ο Δάντης τοποθετεί ως παραδείγματα αυτοχείρων τον Πιέρ ντελλά Βίνια και έναν ανώνυμο Φλωρεντινό. Τον τρίτο αυτόχειρα της Κωμωδίας ο Δάντης τον δεξιώνεται με τρόπο τελείως διαφορετικό από τους δύο πρώτους. Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων, ο οποίος αναλαμβάνει το υψηλό καθήκον του φρουρού του δαντικού Καθαρτηρίου, αυτοκτόνησε το 46 π.Χ. στην Τυνησία, αδυνατώντας να αποδεχτεί τη μοίρα της Ρώμης, αλλά και τη δική του, μετά την οριστική πλέον ήττα του δημοκρατικού στρατεύματος από τις δυνάμεις του Ιουλίου Καίσαρα, και υψώθηκε έτσι σε σύμβολο της ελευθερίας. Η δική του αυτοκτονία δεν εκινείτο από δειλία, φόβο, ανία, αλλά ήταν η απόδειξη της ηθικής μεγαλοπρέπειας της ψυχής του. Γράφει ο Δάντης στο 1ο άσμα του Καθαρτηρίου:
«είδα κοντά μου γέροντα να ξεπροβάλλει
που ήταν άξιος τόσου σεβασμού,
όσο κανείς πατέρας δεν αξίζει τον σεβασμό του γιου.»
και παρακάτω ο Βιργίλιος απευθυνόμενος στον ίδιο τον Κάτωνα, τον παρακινεί να δεχτεί στο Βασίλειό του τον Δάντη, με τους στίχους που θα υψώσει αργότερα σε μοτίβο του «Ύμνου στην Ελευθερία» ο Σολωμός:
«Και τώρα δέξου τον με καλοσύνη.
Τη λευτεριά γυρεύει, που τόσο είν’ ακριβή,
όπως το ξέρει όποιος γι’ αυτήν τη ζωή έχει αρνηθεί»
Κάτων, από την εικονογράφηση της Κωμωδίας από τον Γουστάβο Ντορέ (Καθαρτήριο, Άσμα 1ο)
Ο Δάντης δεν αφιερώνει μόνον το πρώτο άσμα του Καθαρτηρίου στον Κάτωνα, αλλά και μια σειρά από μνείες είτε στην ίδια την Κωμωδία (στο 14ο άσμα της Κόλασης, λόγου χάριν) είτε αλλού: στο Συμπόσιο ή στην Ευγλωττία της Κοινής Γλώσσας. Στο Συμπόσιο σημειώνει: «Ποιος άνθρωπος πάνω στη γη θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει τον Θεό καλύτερα από τον Κάτωνα; […]» Για τον Δάντη η αυτοχειρία είναι απολύτως δικαιολογημένη, όταν προκύπτει από θεία παρόρμηση. Η αυτοχειρία, λοιπόν, του Κάτωνα αποκτά διαστάσεις παραδείγματος, γίνεται exemplum, με τη θεολογική έννοια της λέξης: γίνεται μια «μαρτυρία» ·και ο αυτόχειρας είναι ένας μάρτυρας της ελευθερίας με τον ίδιο τρόπο που οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν μάρτυρες της πίστης. Η αυτοχειρία γίνεται έτσι χρέος και θυσία μαζί.
[1] Τα αποσπάσματα από την Θεία Κωμωδία δίνονται σε μετάφραση Ανδρέα Ριζιώτη: Dante Alighieri, Η Θεία Κωμωδία. Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος, μετάφραση: Ανδρέας Ριζιώτης, εισαγωγή: Στέφανος Ροζάνης, Τυπωθήτω, 2002
[2] «Εκείνον που έγραψε το μεγάλο σχόλιο». Ο Αβερρόης ήταν γνωστός ως σχολιαστής του Αριστοτέλη.
[3] Ο Σιγκιέρι δίδασκε στην «Οδό Αχύρου» και σύμφωνα με τον Βοκάκκιο ο Δάντης τον είχε ακούσει αρκετές φορές τα χρόνια που βρισκόταν στο Παρίσι. Στο 10ο άσμα του Παραδείσου βάζει τον ίδιο τον Ακινάτη να λέει για τον Σιγκιέρι: «αιώνια είναι του Σιγκιέρι η λάμψη/ που δίδασκε στο δρόμο του Σανού,/ αλήθειες που φθόνο φέρνανε στον νου.» (Par. X, 135-138)
[4] The Dante Encyclopedia, επιμ. Richard Lansing, Routledge, 2010, σελ. 795
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
Στο:Βιβλίο Tagged: Dante Alighieri, Δάντης Αλιγκιέρι, Ελένη Κοσμά
from dimart http://ift.tt/2p75H0K
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου