Αυτό δεν είναι τραγούδι #1427
Dj της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου
Η αναθεματισμένη. Δεν καθότανε με τίποτα. Η ώρα είχε πάει τρεις το πρωί κι αυτή έκανε λες και ήταν σε πάρτι. Την είχε δει και νωρίτερα που έχει μπει μέσα στο σπίτι, για μια στιγμή την είδε να περπατάει στον διάδρομο της κουζίνας, αλλά μέχρι να σκεφτεί τι να πιάσει για να την χτυπήσει, την έχασε. Θεώρησε ότι έφυγε. Αλλά η άτιμη από ότι φάνηκε κρυβόταν μέχρι να την δει να χαλαρώνει. Η ίδια ήταν σίγουρα. Σιγά μην είχε φύγει. Πού θα έβρισκε τέτοια ζέστη, έξω έκανε τάραμα[i]. Να δεις η παλιοσιχαμένη καιροφυλακτούσε και όταν έπεσε η ησυχία, ξεμπούκαρε να κάνει τον δικό της θόρυβο. Κι ήταν και θρεμμένη θρεμμένη. Τι κι αν σκεπαζόταν με την κουβέρτα μέχρι το κεφάλι. Καραδοκούσε και μόλις ξεμύτιζε το πρόσωπο της, στην κυριολεξία ξεμύτιζε, μέχρι την μύτη κατέβαζε τα σκεπάσματα, το στόμα μέσα μην τυχόν και κάτσει εκείνη πάνω κι έπρεπε μετά να φτύνει κι όπου πάνε τα σάλια, τι την ένοιαζε, εδώ θα της είχε κουβαλήσει ποιος ξέρει τι πάνω στα χείλη της. Ε, με το που λίγο φανέρωνε το πρόσωπό της, να πάρει και καμιά αναπνοή, εφορμούσε με εκείνο το αδιάκοπο βζζζζζζ, ερχόταν και καθόταν θρασύτατα, αφού δεν έβρισκε στόμα να γευτεί τις ανάσες της, πάνω στα βλέφαρά της. Έπλεκε τα ποδαράκια της στα ματοτσίνορά της λες και θα έφτιαχνε εργόχειρο. Έριχνε χαστούκια στον εαυτό της μπας και την προλάβει, κατακόκκινη είχε γίνει λες και αυτοτιμωρούταν για όποιες παλιές αμαρτίες. Με το που παραμέριζε τα σκεπάσματα και βούταγε την παντόφλα, εκείνη πέταγε ψηλά, ταβάνι έφτανε και από εκεί την περιγελούσε. Ή ξεκίναγε κάτι τρελές πτήσεις από το ένα σημείο στο άλλο, τι εναέριους χάρτες ακολουθούσε μόνο η ίδια ήξερε, να πηγαίνει σαν μουρλαμένη, να μην προλαβαίνει το μάτι σου να την εντοπίσει. Όσο για την παντόφλα που της εκσφενδόνιζε, ε καλά, αυτές οι βολές ήταν αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Απελπισία την είχε πιάσει. Άσε τα νεύρα. Μα χειμώνα καιρό να μην έχει ψοφολογήσει; Τι ήταν, μεταλλαγμένο είδος; Να δεις, εκείνη η γειτόνισσα τα έφταιγε τα βραδινά της πάθη, όλα εκείνα που μαγείρευε και οι μυρωδιές τρύπωναν σε όλα τους τα σπίτια. Οι μυρωδιές και η παλιόμυγα. Ξαναεπιχείρησε μια βολή με την παντόφλα, νόμιζε ότι την είχε αλλά αφού έκανε γκελ, το μόνο που πέτυχε ήταν ότι χνούδια και σκόνες είχε στην σόλα της να διασκορπιστούν στα καθαρά της σεντόνια.
Αυτό ήταν, να πάει και στο καλό ο ύπνος και το πρωινό ξύπνημα, να πάει κι η αυριανή δουλειά, θα δήλωνε άρρωστη και ψέματα δεν θα ήταν, άρρωστη αισθανόταν, ζαλάδα της είχε έρθει με το μάτι της να στρίβει δεξιά αριστερά μην την χάσει. Άνοιξε το παράθυρο τέντα και άρχισε έναν τρελό χορό με την κουβέρτα να ανεμίζει, σαν ινδιάνος που στέλνει σήματα καπνού, να την εξωθήσει, να την πετάξει έξω από το αμόλυντο σπίτι της. Πλήρης αποτυχία, ίσα που αέριζε τα υφάσματα. Ξαναπήρε την παντόφλα και στάθηκε ακίνητη. Ααααα, πολεμική κραυγή της βγήκε καθώς την κοπάνησε στον τοίχο, αυτό ήταν, τα κατάφερε. Αλλά πού. Τζάμπα η χαρά και τα επινίκια, η παντόφλα ήταν από αυτές τις μαλακές, το πολύ να την είχε κουτσάνει, γιατί ενώ το θύμα έπαιρνε την κάθοδο στον Άδη όπως ήλπιζε η εκτελέστριά της, η μύγα ξανανέβηκε στα ουράνια και πήγε κι έκατσε στον απέναντι τοίχο να ζυγιάσει τα τραύματά της. Αυτό ήταν και το λάθος της. Αυτή η ανάπαυλα. Το χέρι της την χτύπησε με όλη της την δύναμη στέλνοντας επιτέλους στον άλλο κόσμο τη μύγα αλλά και την φόνισσα να χοροπηδά από τον πόνο. Βαρύ ήταν το τίμημα του φονικού, το δάχτυλό της, αχ το δάχτυλό της είχε πάρει μια κλίση που δεν ήταν στις προδιαγραφές από τον κατασκευαστή του. Η αναθεματισμένη, αυτή της το έσπασε το δάχτυλο. Έκανε να τρέξει στην κουζίνα να του βάλει πάγο κι άλλα εμπόδια βρήκε στον δρόμο της. Χρόνια ήταν εκείνο το πόδι του κρεβατιού της εκεί αλλά τώρα το ένιωσε να μπερδεύεται στο γυμνό της πόδι, μπουρδουκλώθηκε και με το χαλί, πως βρέθηκε τα ανάσκελα στο πάτωμα ούτε που το κατάλαβε. Το μόνο που κατάλαβε ήταν την γωνία του κρεβατιού καθώς τράνταξε κι έσκισε το κεφάλι της όπως το προσπέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην πτώση της. Ωραία τα κατάφερα, μονολόγησε.
Σκέφτηκε να μείνει για λίγο να συνέλθει, έτσι, ξαπλωτή στο πάτωμα. Σκέφτηκε ότι λίγο ακόμα θα βοηθούσε την κατάσταση. Σκέφτηκε ότι μάλλον είχε περάσει αρκετή ώρα. Σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την σκέψη της. Ούτε τις άλλες σκέψεις που ήρθαν μπορούσε να τις βάλει σε μια τάξη. Αυτό που την ανησυχούσε ήταν το ζεστό υγρό πράγμα που αισθανόταν πίσω στα μαλλιά της και αυτή η αδυναμία επιτέλους να σηκωθεί. Σκέφτηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί άκουγε έναν βόμβο. Στην αρχή ήταν πολύ αμυδρός, ένα μόνο βζζζζ. Σκέφτηκε ότι κάτι έχουν πάθει τα μάτια της γιατί έβλεπε μυγάκια. Τα έβλεπε να μπαίνουν από το παράθυρο. Βούιζε σιγά σιγά το δωμάτιο όλο. Οι αναθεματισμένες. Οι αναθεματισμένες. Κάτι μύριζαν κι ερχόντουσαν κατά πάνω της. Σκέφτηκε ότι αυτό το βουητό ήταν εκκωφαντικό. Και μετά σταμάτησε να σκέφτεται. Και αυτό το βζζζζ ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε.
[i] Τάραμα, πολύ κρύο
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart https://ift.tt/2xEJcpZ
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου