Το άτυπο soundtrack ενός βιβλίου
—Εισαγωγή και μετάφραση για το dim/art: Γιώργος Θεοχάρης—
Καλά νέα για τους φίλους του διηγήματος – ειδικότερα του αμερικάνικου μετά-τον-Raymond-Carver-διηγήματος. Το 2014 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων The Heaven of Animals του πρωτοεμφανιζόμενου David James Poissant (γεν. 1979), η οποία πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά: Ντέιβιντ Τζέιμς Ποϊσάντ, Ο Παράδεισος των Ζώων, μετάφραση: Όλια Λαγουδάκου, opera 2018.
Η συλλογή είναι έχει πάρει διθυραμβικές κριτικές – και δικαίως γιατί είναι εξαιρετική. Είναι τόσο καλή που δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι πρόκειται για πρωτόλειο – ίσως γιατί μόνο τυπικά μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο. Η συλλογή περιέχει 16 διηγήματα [στην ουσία 14, γιατί 2 από αυτά είναι διπλά –το πρώτο («Ο Άνθρωπος Σαύρα») και το τελευταίο (που έχει δώσει και τον γενικό τίτλο στη συλλογή), και τα «Η Γεωμετρία της Απελπισίας I & II»–, με την έννοια ότι έχουν τους ίδιους ήρωες σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους], τα οποία –όπως θα διαβάσετε στη συνέχεια– γράφτηκαν (και ξαναγράφτηκαν) μέσα σε μία χρονική περίοδο 10 ετών. Κάποιος που γράφει τόσα χρόνια και δημοσιεύει τακτικά σε μεγάλα περιοδικά δεν είναι παρά μόνο τυπικά πρωτοεμφανιζόμενος. Διαβάζοντας τα διηγήματα που επέλεξε να συμπεριλάβει στη συλλογή με την οποία συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό αυτό καθίσταται απολύτως σαφές.
Ο Poissant ασφαλώς δεν μπορεί να αναγορευθεί σε σπουδαίο διηγηματογράφο με μία και μόνο συλλογή (και η σύγκριση με τον Carver –και τον Τσέχοφ!– ή με τη Flannery O’Connor, τον Richard Ford και τον George Saunders μακροπρόθεσμα ίσως του βγει σε κακό), αλλά το γεγονός παραμένει ένα: Ο Παράδεισος των Ζώων είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο και ο Poissant ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας. Οι κριτικοί (έξω, γιατί εδώ δεν έχει γραφτεί ακόμα κάτι) αναγνωρίζουν τη δυναμική του, έστω κι αν η συλλογή είναι κάπως άνιση. Για παράδειγμα, από τα 4 ολιγοσέλιδα διηγήματα, τα 3 («Νοκ Άουτ», «Τι Θέλει ο Λύκος» και «Το Μωρό Λάμπει») είναι αδύναμα (πολύ στυλιζαρισμένα – για τα γούστα μου, τουλάχιστον)· το 4ο όμως («100% Βαμβάκι») είναι ένα μικρό αριστούργημα! Τα υπόλοιπα 10 –τα μεγαλύτερα σε έκταση– είναι όλα υψηλού επιπέδου (με την εξαίρεση ίσως του «Εγώ και ο Τζέιμς Ντιν» που είναι μάλλον προβλέψιμο – κατά την άποψη μου, πάντα). Διηγήματα όπως τα «Ο Άνθρωπος Σαύρα», «Ακρωτηριασμένη» και «Γυμνιστές» θα μείνουν· ήδη συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες. Εν πάση περιπτώσει, θεωρείται βέβαιο ότι η περίπτωσή του θα μας απασχολήσει και στο μέλλον (το οποίο δείχνει να του ανήκει).
Στο κείμενο που ακολουθεί, ο ίδιος ο συγγραφέας διαλέγει τα 10 τραγούδια που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα 10 χρόνια που έγραφε τα διηγήματα της συλλογής Ο Παράδεισος των Ζώων (ένα τραγούδι για κάθε χρόνο). Αξίζει να διαβαστεί για τρεις λόγους: (α) με πρόφαση τα τραγούδια, ο Poissant μάς επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά στο εργαστήριό του· (β) μας βοηθάει να καταλάβουμε κάπως καλύτερα το πώς λειτουργεί η τεράστια αμερικάνικη εκδοτική βιομηχανία· αξίζει τον κόπο να δουν οι Έλληνες αναγνώστες (και συγγραφείς και επιμελητές και διορθωτές – και εκδότες) την (μακρά!) πορεία ενός βιβλίου από τη σύλληψή του μέχρι τα ράφια των βιβλιοπωλείων· (γ) τα Νέα Μέσα συνδυάζουν ιδανικά λόγο, εικόνα και ήχο· δεν είναι τυχαίο που όλο και περισσότερα βιβλία διαθέτουν play list στο YouTube, στο Spotify κ.α. Tα βιβλία πλέον έχουν (αν το επιθυμούν οι συγγραφείς τους, φυσικά) και soundtrack. Πρόκειται για μία τάση που δεν πρέπει να την αγνοήσουμε ούτε ως αναγνώστες ούτε ως χρήστες των ΜΚΔ. Συμβαίνει τώρα, εξαπλώνεται ραγδαία και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Επίσης, το συγκεκριμένο «soundtrack» έχει μια ιδιαιτερότητα που το κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον: δεν πρόκειται για τραγούδια που αναφέρονται στο βιβλίο (όπως είναι η κοινή πρακτική), αλλά για τραγούδια που άκουγε ο συγγραφέας τον καιρό που έγραφε τα διηγήματά του. Καλή ανάγνωση, λοιπόν – και καλή ακρόαση!
Δέκα τραγούδια προς την ευτυχία: Τι άκουγα όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, Ο Παράδεισος των Ζώων.
– του David James Poissant–
Κάτι συνέβη όταν πάτησα τα είκοσι. Ήμουν δυσαρεστημένος. Βαριεστημένος από τη μουσική, βαριεστημένος από τη δουλειά μου, βαριεστημένος από τη γενέτειρά μου, και ξαφνικά, ανησυχητικά και αυξητικά βαριεστημένος από τα βιβλία, άρχισα να ψάχνω για κάτι καινούριο. Το ενδιαφέρον μου για την τέχνη, μέχρι τότε, καθοριζόταν από μια προσέγγιση του στιλ «ό,τι μου βρίσκεται». Με βάση τις συστάσεις άλλων, διάβαζα / έβλεπα / άκουγα αυτά που άλλοι μου έλεγαν ότι ήταν τα καλύτερα. Δεν είναι κακή αυτή η προσέγγιση. Χωρίς αμφιβολία, πολλά από αυτά που μου σύστησαν, ειδικά σε ό,τι αφορά τα βιβλία, ήταν υπέροχα. Αλλά, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, υπάρχει ένα επιθυμητό στοιχείο ιδιοκτησίας, ένα στοιχείο ανακάλυψης· γι’ αυτό άρχισα να αναζητώ μουσικές που δεν μπορούσα να βρω στο ραδιόφωνο και βιβλία που δεν διάβαζαν οι φίλοι μου. Εκείνη την εποχή, αποφάσισα να πάρω στα σοβαρά και το γράψιμο επίσης. Τώρα, αν το ενδιαφέρον μου για μια άλλη λογοτεχνία και για μια άλλη μουσική με έκανε να ασχοληθώ σοβαρά με το γράψιμο ή αν, αντιστρόφως, η απόφασή μου να ασχοληθώ σοβαρά με το γράψιμο με έκανε να ενδιαφερθώ για τη λογοτεχνία και τη μουσική που κατέληξα να αγαπώ, δεν μπορώ να πω. Όπως κι αν έγινε, το ότι σταμάτησα να ακούω στο ραδιόφωνο τα τραγούδια του Top 40 συνέπεσε σε τέτοιο βαθμό με την εξέλιξή μου ως συγγραφέα, ώστε τώρα, μια δεκαετία αργότερα, αυτά τα δύο μού φαίνονται τόσο αμφίδρομα που μια ματιά στη σελίδα των περιεχομένων της συλλογής διηγημάτων Ο Παράδεισος των Ζώων μού θυμίζει τα τραγούδια που με στοίχειωναν περισσότερο κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων. Η συλλογή αυτή, γραμμένη κατά τη διάρκεια δέκα ετών, για μένα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια συλλογή τραγουδιών. Και, αν ήταν συλλογή τραγουδιών, θα μπορούσε να μοιάζει με αυτήν εδώ:
2004: “Jesus Etc.” – Wilco, Yankee Hotel Foxtrot
Αυτή ήταν η χρονιά που έγραψα το πρώτο χέρι της πρώτης ιστορίας που θα έμπαινε στο βιβλίο μου, το «Πώς να Βοηθήσετε τον Άντρα σας να Πεθάνει». Είχα μόλις διαβάσει το Self-Help της Lorrie Moore και ήθελα να δοκιμάσω το χέρι μου στην αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο. Ήταν επίσης η χρονιά που άκουσα για πρώτη φορά Wilco. Σίγουρα, δεν είναι το πιο πειραματικό συγκρότημα, ούτε το πιο πρωτοποριακό, αλλά για μένα, έναν αμύητο πιτσιρικά από τη Τζόρτζια που μεγάλωσε στα προάστια, από μουσικής άποψης τα τραγούδια του δίσκου Yankee Hotel Foxtrot –ιδιαίτερα το “Jesus etc.”– με ταρακούνησαν. Σήμερα, οι στίχοι μού ακούγονται κάπως υπερβολικοί (“Tall buildings shake / voices escape / singing sad, sad songs / tuned to chords / strung down your cheeks / bitter melodies / turning your orbit around”), αλλά αυτό που με συνεπήρε, αυτό που ακόμα και τώρα με τρελαίνει, είναι το βιολί που χτίζει τη μελωδία από τα πρώτα μέτρα του συγκεκριμένου τραγουδιού. Με θυμάμαι να σκέφτομαι: Βιολί; Δεν ήξερα ότι στις μέρες επιτρέπεται τα συγκροτήματα να χρησιμοποιούν βιολιά! Και δεν υπήρχαν μόνο βιολιά στο άλμπουμ, αλλά και κουδουνάκια, χάλκινα πνευστά και άφθονα έγχορδα. Κι ένα ξυλόφωνο. Ένα γαμω-ξυλόφωνο! Παράνοια! Έτσι μου φάνηκε γιατί ήμουν συνηθισμένος στα τρία ακόρντα και στο σχήμα κιθάρα-ντραμς-μπάσο, μέχρι εκεί έφτανα. Για μένα, σε ηλικία τότε 24 ετών, αυτό ήταν κάτι καινούριο, και αυτό το καινούριο γκρέμισε μέσα μου παλιά στεγανά, κάνοντας χώρο για όλα όσα θα ακολουθούσαν.
Και σαν να μην μου έφτανε αυτό, την ίδια χρονιά, ενώ ως επίδοξος συγγραφέας φοβόμουν να ξεστρατίσω από τον (ομολογουμένως έξοχο αλλά, κατά κάποιον τρόπο, περιορισμένο) ρεαλισμό του Updike και του Fitzgerald, ήρθε η Lorrie Moore να δυναμιτίσει τις πεποιθήσεις μου περί αφηγηματικής οπτικής γωνίας. Ήρθε ο Dave Eggers να μου βάλει ιδέες για πώς πρέπει να γράφονται τα απομνημονεύματα. Και ήδη η φωνή του George Saunders τριβέλιζε το μυαλό μου σαν παγοκόφτης, κεντρίζοντάς με με τη συλλογή διηγημάτων του Pastoralia. Τι σήμαινε λογοτεχνία; Τι σήμαινε μουσική; Νόμιζα πως ήξερα. Τίποτα δεν ήξερα. Αλλά, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον τώρα ήξερα ότι δεν ήξερα τίποτα.
2005: “The Predatory Wasp of the Palisades Is Out to Get Us!” – Sufjan Stevens, Illinoise
Το 2005, έγινα δεκτός σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας. Με τη γυναίκα μου, πουλήσαμε το σπίτι μας, παραιτηθήκαμε από τις δουλειές μας, φορτώσαμε το βιος μας σε ένα τρέιλερ και το μεταφέραμε 2.000 μίλια στην άλλη άκρη της χώρας, από την Ατλάντα στην Τουσόν. Φτάσαμε εκεί ένα μήνα πριν την έναρξη των μαθημάτων, αλλά γνώρισα έναν συμφοιτητή μου ο οποίος με προσκάλεσε να πάμε παρέα σε ένα λάιβ στο Plush, έναν μικρό συναυλιακό χώρο στην Τουσόν. Θα έπαιζε κάποιος Sufjan Stevens. Το εισιτήριο κόστιζε πέντε δολάρια. Έγινε, του είπα, όχι τόσο γιατί ενδιαφερόμουν για τη μουσική όσο για να μη δυσαρεστήσω τον πρώτο μου «φίλο συγγραφέα». Ο τύπος ούτε που ήρθε στο Plush. Τα πήρα άσχημα. Και τότε βγήκε το συγκρότημα στη σκηνή. Τα μέλη του θα ήταν και καμιά ντουζίνα. Άντρες και γυναίκες με ομοιόμορφες στολές. Άρχιζαν να παίζουν ένα τραγούδι για τις πενήντα πολιτείες της Αμερικής. Τι στο διάολο; Το τραγούδι ήταν χύμα, χαζοχαρούμενο, κιτσάτο. Τι πράμα ήταν αυτό; Κάποιο είδος ποπ παρωδίας; Και τότε ο Stevens άνοιξε το στόμα του και ερωτεύτηκα τη φωνή του.
Όλες οι δουλειές του Stevens έχουν ενδιαφέρον, και τα περισσότερα τραγούδια του αφηγούνται ιστορίες, με λεπτομέρειες για το σκηνικό και τις σχέσεις των εμπλεκόμενων. Το τραγούδι που με ενθουσίασε εκείνο το βράδυ και που το έλιωσα στις ακροάσεις ήταν το “Predatory Wasp” από την τότε πιο πρόσφατη κυκλοφορία του. Υποτίθεται ότι αφηγείται την ιστορία δύο αδερφών που είναι πολύ δεμένοι, «καλύτεροι φίλοι», «ερωτευμένοι μεταξύ τους», αλλά κάποτε ο ένας από τους δύο την κάνει. Είναι ένα από τα πιο λυπητερά τραγούδια που έχω ακούσει στη ζωή μου. Το συγκεκριμένο θέμα το οικειοποιήθηκα και επιστρέφω σε αυτό ξανά και ξανά στα διηγήματά που πραγματεύονται τη σχέση αδερφών, ένα από τα οποία, οι «Γυμνιστές» μπήκε και στο βιβλίο.
2006: “First Day of My Life” – Bright Eyes, I’m Wide Awake, It’s Morning
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Τουσόν παίζουν πολύ ανεξάρτητο ροκ. Στο ραδιόφωνο ήταν που άκουσα για πρώτη φορά τον Conor Oberst, την ώρα που οδηγούσα στην πανεπιστημιούπολη. Το «First Day of My Life» είναι ένα ακόμα λυπητερό τραγούδι. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι η ένταση μεταξύ των στίχων και της μουσικής. Με αυτούς του στίχους, ένα άλλο συγκρότημα, ας πούμε οι Queen ή οι Fun (δύο συγκροτήματα τα οποία λατρεύω χωρίς αστερίσκους και ειρωνείες) θα έφτιαχναν έναν σπουδαίο ύμνο, ένα εκκωφαντικό ξέσπασμα θετικής ενέργειας. Αλλά η μελωδία του Oberst στο “First Day of My Life” είναι μελαγχολική, έστω κι αν οι στίχοι είναι εύθυμοι. Ένα τραγούδι που συμπαρασύρει και τις λέξεις μέσα στη γενικότερη κακή διάθεση. Είναι σαν να αισθάνεσαι λυπημένος μέσα στη λιακάδα. Αυτό είναι ένα άλλο κόλπο που δανείστηκα για τη μυθοπλασία μου, αυτή την αντίθεση ανάμεσα στο σκηνικό και στον τόνο, ανάμεσα στην πλοκή και στον χώρο.
2007: “Wise Up” – Aimee Mann, Magnolia (soundtrack)
Μια κακή χρονιά. Αφού πήρα το πτυχίο μου, ήλπιζα ότι θα εύρισκα θέση διδάσκοντος σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Οποιαδήποτε θέση, οπουδήποτε. Εμμονή. Έκανα σχεδόν μια ντουζίνα αιτήσεις κι έφαγα πόρτα ισάριθμες φορές. Για να χειροτερέψουν κι άλλο τα πράγματα, γνώριζα κάποιους απ’ αυτούς που έπαιρναν τις θέσεις για τις οποίες είχα κάνει αίτηση.
Ζήλευα. Λυπόμουν τον εαυτό μου. Δεν είμαι περήφανος γι’ αυτό.
Αφού δεν μπόρεσα να βρω μια ακαδημαϊκή θέση, αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου και ξεκίνησα ένα διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, πράγμα που μου φάνηκε καλή παρηγοριά εκείνη την εποχή. Ήταν και δεν ήταν. Ήταν ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό πρόγραμμα σπουδών, και θα έπρεπε να είναι ευτυχής και υπερήφανος, αλλά βρισκόμουν σε μια φάση της ζωής μου που δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο τυχερός είχα σταθεί. Ήμουν επίσης σε μια φάση που έκλεινα τα 28, πράγμα που σήμαινε ότι σύντομα να ήμουν τριαντάρης. Κι αυτό με βύθισε σε μια κατακόρυφη περιδίνηση με ακόμα περισσότερη αυτολύπηση, και καθώς πλησίαζα τα 30 χωρίς να έχω ακόμα υπογράψει με κανέναν εκδοτικό οίκο, η επαγγελματική μου αυτοεκτίμηση είχε πέσει σχεδόν στο μηδέν.
Έπινα πολύ. Πάχυνα. Δεν τα πήγαινα καλά στα μαθήματα.
Άκουγα ξανά και ξανά το OST της ταινίας Magnolia του P.T. Anderson, γιατί να με πάρει ο διάολος αν τα “Save Me” και “Wise Up” της Aimee Mann δεν είναι δύο από τα πιο καταθλιπτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ· με είχαν στοιχειώσει. Ήθελα να είμαι λυπημένος, ήθελα να λυπάμαι τον εαυτό μου και ήθελα μια μουσική υπόκρουση ταιριαστή σε όλη αυτή την κατάσταση.
2008: “Goodbye, Little Rock and Roller” – Marshall Chapman, Goodbye, Little Rock and Roller
Και τότε, τα πράγματα καλυτέρεψαν, όπως συμβαίνει καμιά φορά. Αποδέχτηκα το γεγονός ότι σύντομα δεν θα ήμουν πια εικοσάρης και ότι αυτό δεν με έκανε ούτε ιδιαίτερο ούτε άξιο συμπόνιας, γιατί είναι κάτι που συμβαίνει, και γιατί το να φτάσεις στα 30 σε άλλους πολιτισμούς ή χρονικές περιόδους είναι ή ήταν λόγος για εορτασμό και όχι για επίπλαστη, αμερικάνικη υπαρξιακή αγωνία.
Αποφάσισα ότι έπρεπε να γράφω περισσότερο, να γράφω καλύτερα και να σταματήσω να τρώγομαι με τον στόχο να βγάλω βιβλίο πριν πατήσω τα 30.
Αποφάσισα να ασκούμαι περισσότερο, να τρώω και να πίνω λιγότερο.
Έχασα 25 κιλά.
Το φθινόπωρο του 2008 με κάλεσαν για μια βραδιά ανάγνωσης στο Southern Festival of Books, στη Νάσβιλ. Εκεί συνάντησα τρία από τα λογοτεχνικά μου είδωλα, τους Clyde Edgerton, Bret Anthony Johnston και Ron Rash, σε μια εκδήλωση με έντονο άρωμα Νότου, αφού η αφορμή ήταν η έκδοση των New Stories from the South εκείνης της χρονιάς. Το ίδιο βράδυ, πήγα με τη σύζυγό μου στο The Bluebird Café (αν δεν το ξέρετε, δεν ξέρετε τίποτα για τη Νάσβιλ), όπου οι Edgerton, Tommy Womack και Marshall Chapman τραγούδησαν και διάβασαν από το έργο τους.
Δεν ήξερα την Chapman μέχρι τότε, αλλά το τραγούδι της “Goodbye, Little Rock and Roller” ήταν, απ’ ό,τι θυμάμαι, το κλου της βραδιάς. Το τραγούδι ξεχειλίζει από συναίσθημα, οι στίχοι από νοσταλγία και μετάνοια και επιθυμία και αγάπη. Όταν είχα ξεκινήσει να γράφω, μια σπουδαία δασκάλα, η Aurelie Sheehan, με είχε προτρέψει να μην γράφω στείρες, μη ρεαλιστικές ή θυμωμένες ιστορίες στην προσπάθειά μου να παρακάμψω τον συναισθηματισμό. «Μη φοβάσαι το συναίσθημα, να φλερτάρεις μαζί του», μου είχε πει. Αυτό ακριβώς κάνει η Chapman. Είναι το τραγούδι συναισθηματικό; Ναι. Μα, μπορείς να είσαι συναισθηματικός χωρίς να γίνεσαι γλυκανάλατος; Ασφαλώς. Δύσκολος στόχος εκείνη η μικρή τομή στο Διάγραμμα Venn όπου ο συναισθηματισμός και η ειλικρίνεια επικαλύπτονται, αλλά είναι το σημείο όπου κρύβεται το συναίσθημα. Η Chapman πετυχαίνει το κέντρο του στόχου, βυθίζει το βέλος μέσα του μέχρι τα φτερά. Είναι ένα στοιχείο που επιδιώκω κι εγώ στα γραπτά μου. Δεν ξέρω αν πετυχαίνω τον στόχο πάντα, αλλά προσπαθώ. Σε κάθε διήγημα, και τώρα στο μυθιστόρημα που γράφω, κάθε φορά προσπαθώ να το πάρω αυτό το ρίσκο.
2009: “Still” – Great Lake Swimmers, Lost Channels
Αυτό το τραγούδι τρύπωσε στη συνείδησή μου από ένα επεισόδιο του Weeds, της σειράς του HBO, με την οποία είχα φάει κόλλημα εκείνη τη χρονιά. Αγόρασα το Lost Channels και άκουγα το “Still” ξανά και ξανά, όπως κάνουμε όταν βρούμε ένα τραγούδι που αγαπάμε.
Έχοντας ξεπεράσει εντελώς, σ’ αυτή τη φάση, τον εναγκαλισμό μου με την αυτολύπηση, ενέτεινα τις προσπάθειές μου και στις σπουδές και στο γράψιμο. Ολοκλήρωσα το πρόγραμμα της ξένης γλώσσας που ήταν προαπαιτούμενο για το διδακτορικό, το οποίο είχε κάτσει στον αγγλόφωνο σβέρκο μου για έναν ολόκληρο χρόνο. Ξαναδούλεψα μερικά διηγήματα και τα έστειλα στην ατζέντισσά μου. Ένα από αυτά, το «Επιστροφή Χρημάτων», κατάφερε να το δημοσιεύσει στο περιοδικό One Story, και ένα άλλο, το «Ο Παράδεισος των Ζώων», στο περιοδικό The Atlantic του Michael Curtis. Τότε δεν το ήξερα, αλλά αυτό το δεύτερο θα έδινε τον γενικό τίτλο στη συλλογή μου.
Πάτησα τα 30. Δεν πέθανα. Η γυναίκα μου έμεινε έγκυος. Γεννήθηκαν τα κορίτσια μας.
Δίδυμα.
Μαγεμένος από το “Still”, τους το τραγουδούσα.
Η καθεμιά τους, με τη σειρά, χοροπηδούσαν πάνω στην κοιλιά μου χαμογελώντας.
“I’m still tuning myself to the great key”, τους τραγουδούσα, “I’m still. I’m still”.
2010: “Folk Bloodbath” – Josh Ritter, So Runs the World Away
Σχεδόν όσο καιρό είμαι φαν των Wilco, είμαι φαν και του Josh Ritter. Είναι, με διαφορά, ο πιο αγαπημένος μου τραγουδιστής/τραγουδοποιός. Οι στίχοι είναι ιδιοφυείς, έξυπνοι και γεμάτοι νόημα, οι ομοιοκαταληξίες του ποτέ βεβιασμένες. Η φωνή του θεσπέσια. Έτσι θα ακουγόταν ο νεαρός Bob Dylan αν κάποιος του είχε δώσει μια καραμέλα για τον λαιμό. Τα τραγούδια του Ritter, τα περισσότερα, είναι μικρά διηγήματα, και έχω μάθει πολλά ακούγοντάς τα και αφήνοντάς τα να μου ραγίσουν την καρδιά.
Για μένα, το άλμπουμ So Runs the World Away είναι το αριστούργημά του και έχω ήδη συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ίσως να μην το ξεπεράσει ποτέ. Ένα αριστούργημα έρχεται μόνο μία φορά στη ζωή σου, αν είσαι τυχερός, συνεπώς δεν περιμένω από αυτόν κάτι παρόμοιο.
Το 2010, καθώς ξαναδούλευα τη συλλογή των διηγημάτων μου, δεν άκουγα σχεδόν τίποτα άλλο πέρα από Ritter. Χωρίς υπερβολή. Την επόμενη χρονιά, θα τον συναντούσα στο ετήσιο συνέδριο του AWP [Association of Writers & Writing Programs], για φαντάσου. Η γλώσσα μου είχε δεθεί με τέτοιο κόμπο που δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη (ειλικρινά, είναι πιθανόν να ήμουν πιο ψύχραιμος αν είχα συναντήσει τον Πρόεδρο), και ο Ritter, για να με βγάλει από τη δύσκολη θέση, μου είπε τελικά, «Έλα δω, ρε» και με αγκάλιασε.
«Πώς ήταν;» με ρώτησε στο κινητό ένας φίλος μου, εξίσου τρελαμένος με τον Ritter, μερικές στιγμές μετά το αγκάλιασμα, καθώς είχα κρυφτεί σε μια γωνιά στο λόμπι του ξενοδοχείου που γινόταν το συνέδριο του AWP, προσπαθώντας να μη λιποθυμήσω.
«Το στήθος μου», του είπα, «είναι ακόμα ζεστό».
Ο Ritter, μετά από εκεί, θα πήγαινε να παίξει στο Σινσινάτι. Εμένα με είχαν για συνέντευξη στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Φλόριντας, στο Ορλάντο – ήταν για μια θέση διδάσκοντος. Η ημερομηνία ήταν αδιαπραγμάτευτη. Η πτήση μου ήταν κλεισμένη για την επόμενη της συναυλίας, νωρίς το πρωί.
Το να βρω μια δουλειά ήταν πολύ σημαντικό, όλοι με είχαν προειδοποιήσει. Έπρεπε να θυσιάσω τη συναυλία. Χώρια που, στο μεταξύ, τα εισιτήρια είχαν γίνει δυσεύρετα. Θα μπορούσα μέχρι και να διπλασιάσω τα λεφτά μου.
Δε γαμιέται! είπα.
Πήγα. Χόρεψα. Τραγούδησα.
Την άλλη μέρα το πρωί, εξουθενωμένος, πήρα το αεροπλάνο. Ήπια πολύ καφέ.
Την πήρα τη δουλειά.
2011: Into the Woods, Stephen Sondheim
Σε καιρούς μεγάλων αλλαγών, καταφεύγουμε σε ταινίες που ξέρουμε, σε μουσικές που ξέρουμε, σε φαγητά που ξέρουμε. Αυτή ήταν μια χρονιά αλλαγών, καθώς μετακομίσαμε οικογενειακώς από το Σινσινάτι του Οχάιο, όπου είχαμε ζήσει για τέσσερα χρόνια και όπου είχα πάρει το διδακτορικό μου, στο Ορλάντο, όπου τώρα θα δίδασκα δημιουργική γραφή στο εκεί πανεπιστήμιο.
Η μεταβατική περίοδος ήταν ζόρικη. Για έναν μήνα, μείναμε σε ξενοδοχείο και ψάχναμε για σπίτι. Κάθε βράδυ, ένας άντρας με τον γιο σου τάιζαν κρέας τους αλιγάτορες που ζούσαν σε μια λιμνούλα πίσω από το ξενοδοχείο. Βλέποντάς τους, μου ήρθε κι έγραψα ένα διήγημα, το “Monkey See”, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ploughshares. Το διήγημα ήταν να μπει στη συλλογή, αλλά τελικά δεν μπήκε. Είναι το πρώτο στη λίστα μου για την επόμενη συλλογή, αν βέβαια πάνε όλα καλά και υπάρξει επόμενη συλλογή.
Η ζωή στο ξενοδοχείο δεν ήταν ρόδινη, γι’ αυτό, όταν δεν έγραφα για αλιγάτορες, περνούσα πολύ χρόνο στριμωγμένος στο γραφειάκι μου στο πανεπιστήμιο, ακούγοντας μουσική. Έβρισκα παρηγοριά στα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ. Με τις χαρούμενες, τζαζίστικες μελωδίες τους, πώς μπορείς να μη χαμογελάς όταν τα ακούς; Λάτρευα τα μιούζικαλ όταν ήμουν στο δημοτικό, και στο γυμνάσιο είχα κάνει τον υπεύθυνο φωτισμού και σκηνής σε πολλές σχολικές παραστάσεις. Με την πρεμιέρα του The Book of Mormon, το 2010 αποδείχτηκε μια πολύ καλή χρονιά για τα μιούζικαλ. Άκουγα τη μουσική από αυτό συνεχώς, και μετά άρχισα να ψάχνω προς τα πίσω, επιστρέφοντας σε μερικά από τα αγαπημένα μου του Sondheim, μέχρι που στην πορεία ανακάλυψα το Into the Woods, το πλέον αγαπημένο μου του Sondheim σήμερα. Έπαθα εμμονή με αυτό το μιούζικαλ, μέχρι που έγραψα κι ένα δοκίμιο γι’ αυτό, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Tin House· αν έχετε καταφέρει να φτάσετε ως εδώ και εξακολουθείτε να με παρακολουθείτε, μπορείτε αν θέλετε να το διαβάσετε εδώ.
2012: “Box of Rain” – The Grateful Dead, American Beauty
Το 2012, η ολοκληρωμένη μου συλλογή και οι πρώτες εκατό σελίδες του μυθιστορήματός μου άρχισαν επιτέλους να κάνουν τον γύρο τους στους εκδοτικούς οίκους. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι πολύ το βιβλίο.
Εντάξει, ποιον κοροϊδεύω τώρα; Σκεφτόμουν τη συλλογή διαρκώς, αν θα εύρισκα εκδοτικό οίκο και αν είμαι ευχαριστημένος με τα δεκαπέντε διηγήματα που μαζί με την ατζέντισσά μου είχαμε διαλέξει, από τα σαράντα ή πενήντα που είχα γράψει.
Μετά από έναν γύρο απορρίψεων, άρχισα να γράφω ένα νέο διήγημα. Μια ακόμα ιστορία σχετική με αδέρφια, σχετική με την αγάπη και το πόσο δύσκολο μπορεί να γίνει το να πεις σε κάποιον ότι τον αγαπάς. Το διήγημα κόλλησε, και ξαναπήρε μπρος μόνο όταν αγόρασα το άλμπουμ με την ξαναδουλεμένη παραγωγή του American Beauty. Δεν μπορούσα να σταματήσω να ακούω τα “Ripple” και “Box of Rain”, και αναρωτήθηκα πώς θα εξελισσόταν το διήγημα που έγραφα αν ο αφηγητής της ιστορίας έτρωγε ένα παρόμοιο κόλλημα.
Τελικά, το τελείωσα το διήγημα και του έδωσα τον τίτλο “Box of Rain”, από το τραγούδι. Τελικά, και η συλλογή αγοράστηκε, μαζί με το μυθιστόρημα που έγραφα εντωμεταξύ, από την Millicent Bennett του εκδοτικού οίκου Simon & Schuster. Με τη Millicent αφαιρέσαμε κάποια διηγήματα από τη συλλογή και προσθέσαμε κάποια άλλα. Το “Box of Rain” σχεδόν τα κατάφερε να συμπεριληφθεί, αλλά τελικά προτιμήσαμε το «Nudists», ένα καλύτερο διήγημα γύρω από την αδελφική σχέση.
2013: “If You Find Yourself Caught in Love” – Belle & Sebastian, Dear Catastrophe Waitress
Αυτή ήταν μια σπουδαία χρονιά. Θα κυκλοφορούσε η συλλογή μου σε σκληρό εξώφυλλο. Θα μεταφραζόταν στα γαλλικά και στα ισπανικά. Θα κυκλοφορούσε και σε audiobook. Οι πρώτες κριτικές θα ήταν διθυραμβικές. Ήταν μια χρονιά-γιορτή. Αλλά, πριν απ’ όλα αυτά, ήταν μια χρονιά διορθώσεων και επιμέλειας. Τα διηγήματα ήταν τελειωμένα. Όλα είχαν ήδη δημοσιευτεί ή θα δημοσιεύονταν σε περιοδικά. Όλα είχαν περάσει από επιμέλεια. Αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την επιθυμία μου να περάσω ακόμα μερικούς μήνες χτενίζοντας την κάθε πρόταση για μία τελευταία φορά. Μετά, για άλλη μία φορά, και μετά, για μία ακόμα.
Κατά τη διάρκεια των εξαντλητικών πεντάωρων και εξάωρων μαραθώνιων διόρθωσης και επιμέλειας (βγάλε ένα κόμμα εδώ, βάλε ένα κόμμα εκεί), άκουγα μουσική, πολλή μουσική. Ήταν η χρονιά που είχα εμφανώς κολλήσει με το έκτο άλμπουμ των Belle & Sebastian, το Dear Catastrophe Waitress του 2003. Ήμουν ήδη φαν των Belle & Sebastian. Είχα τρία από τα άλμπουμ τους. Το συγκεκριμένο το αγόρασα για πέντε δολάρια από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο που πουλούσε και CD. Τότε δεν ήξερα καν αν ήταν καλό. Άλλο ένα άλμπουμ των Belle & Sebastian, σκέφτηκα. Μια χαρά.
Αλλά την επίδραση που είχε πάνω μου η πρώτη ακρόαση αυτού του άλμπουμ ήταν, για μένα, σαν να είχα διαβάσει ολόκληρο τον Fitzgerald πριν διαβάσω το The Great Gatsby, σαν να είχα ακούσει τα άπαντα των Radiohead πριν ακούσω το The Bends. Τι ευλογία, να ακούς την καλύτερη δουλειά ενός συγκροτήματος τελευταία. Δεν ξέρω τι λέει ο κόσμος για τη δουλειά των Belle & Sebastian, αλλά, για μένα, αυτό είναι το καλύτερό τους άλμπουμ. Κάθε τραγούδι αγγίζει την τελειότητα, και το “If You Find Yourself Caught in Love” είναι ένα αριστούργημα, μια γιορτή, ένα αντιπολεμικό εγκώμιο, ένα τραγούδι ευχαριστιών. Λένε κάπου οι στίχοι: “If you find yourself caught in love, say a prayer to the man above. You should thank him for every day you pass. Thank him for saving your sorry ass”.
Εκείνη τη χρονιά ήμουν ευγνώμων. Παραμένω ευγνώμων. Βαθιά ευγνώμων. Είμαι τυχερός και το ξέρω. Έχω μια οικογένεια που με αγαπάει, μια σύζυγο και δύο αξιαγάπητα, χαζοχαρούμενα κοριτσάκια. Έχω ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Simon & Schuster. Έχω δουλειά. Έχω φορτώσει τα ράφια της βιβλιοθήκης μου με περισσότερα βιβλία απ’ όσα θα καταφέρω να διαβάσω μέχρι να πεθάνω. Και έχω ένα iPod φορτωμένο με τραγούδια που είναι περισσότερα από τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης.
Και, με αυτά, είμαι ευτυχισμένος.
“Who could ask for anything more?” όπως λέει και ο Ira Gershwin στο “I Got Rhythm”.
Όντως.
Ποιος θα ζητούσε κάτι παραπάνω;
Πηγή: http://www.largeheartedboy.com/blog/archive/2014/05/book_notes_davi_33.html
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Μουσική
from dimart https://ift.tt/2Njxnzx
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου