Το πιάτο υπάρχει στο μενού αλλά το εστιατόριο δεν το φτιάχνει· ο σεφ που το επινόησε παραιτήθηκε και η σεφ που τον αντικατέστησε είναι εντελώς αναποφάσιστη και δεν μπορεί να καταλήξει ποια συστατικά να χρησιμοποιήσει· εν τέλει, και να το παραγγείλετε δεν θα το φάτε — αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, θα πρέπει ούτως ή άλλως να το πληρώσετε.
Ένα ξεκαρδιστικό video, δείγμα καλού βρετανικού χιούμορ, από την καμπάνια People’s Vote.
Ο άνθρωποι δεν αλλάζουν γνώμη βάσει στοιχείων. Έχουν ανάγκη μια άλλη, εναλλακτική θεωρία.
—του Αλέξη Παπάζογλου | The New Republic— Μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Η συμμετοχή του πρώην επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού του Λευκού Οίκου, Στιβ Μπάνον, στην πρόσφατη εκδήλωση του περιοδικού TheEconomist με τίτλο «Open Future» προκάλεσε γενικά πολλές συζητήσεις. Η συνέντευξη που έδωσε, ωστόσο, ήταν μάλλον προβλέψιμη. Το ελεύθερο εμπόριο και η μετανάστευση έχουν κάνει κακό στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, υποστήριξε ο Μπάνον, κι αυτή είναι η άποψη την οποία συμμερίζονται και άλλοι λαϊκιστές της Δεξιάς. Στο μεταξύ, η δημοσιογράφος Ζάνι Μίντον Μπέντοους, που πήρε τη συνέντευξη από τον Μπάνον, υπεραμύνθηκε της φιλελεύθερης οπτικής, σύμφωνα με την οποία το ελεύθερο εμπόριο και τη μετανάστευση είναι παράγοντες με θετική επίδραση στην οικονομική ευημερία. «Θα σας ξαναέχουμε εδώ σε μερικά χρόνια», είπε κλείνοντας τη συνέντευξη η Μπέντοους, «όταν πια θα έχουμε δει ποια από τις δύο κοσμοθεωρίες έχει αποδειχτεί σωστή».
Το καταληκτικό σχόλιο της Μπέντοους μπορεί να έγινε χωρίς συγκεκριμένη πρόθεση, αποκάλυψε όμως μια ενδιαφέρουσα παραδοχή: ότι αυτού του είδους οι διαφωνίες, μεταξύ φιλελεύθερων και δεξιών-λαϊκιστικών πολιτικών μπορούν να λυθούν με τη βοήθεια των εμπειρικών δεδομένων. Σύμφωνα με την παραδοχή αυτή, εφόσον η ατζέντα της λαϊκιστικής δεξιάς εφαρμοστεί για μερικά χρόνια σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ιταλία ή οι ΗΠΑ, η ίδια η εμπειρία θα δείξει πως οι λαϊκιστικές πολιτικές δεν έφεραν τα αποτελέσματα που υπόσχονταν, και έτσι ο κόσμος θα απογοητευτεί από τον λαϊκισμό. Η ίδια λογική διέπει και άρθρα που απευθύνονται σε υποστηρικτές του Τραμπ, όπου προβάλλονται οι ανακολουθίες ανάμεσα στα όσα υποσχέθηκε να κάνει και στα όσα όντως κάνει. Ο βασικός ισχυρισμός είναι ότι όταν ψηφίζεις πολιτικούς και πολιτικές, ουσιαστικά υιοθετείς και μια θεωρία περί του πώς λειτουργεί ο κόσμος, μια θεωρία που αργότερα μπορεί είτε να επιβεβαιωθεί είτε να διαψευστεί διά της εμπειρίας.
Αυτή η αντίληψη απηχεί τον τρόπο που ο Αυστριακός φιλόσοφος του 20ού αιώνα Καρλ Πόπερ θεωρούσε πως λειτουργεί η επιστήμη: οι επιστήμονες διατυπώνουν μια θεωρία, την οποία στη συνέχεια ελέγχουν βάσει των δεδομένων της εμπειρίας. Εάν η εμπειρία αντιβαίνει στις προβλέψεις της θεωρίας, τότε η θεωρία «διαψεύδεται» και πρέπει αμέσως να απορριφθεί. Ο Πόπερ έβλεπε την επιστήμη ως το πρότυπο της λογικής και κριτικής σκέψης που είναι πάντα ανοιχτή σε υποδείξεις για σφάλματα και πάντα επαληθεύσιμη μέσω των εμπειρικών δεδομένων. Έβλεπε επίσης την επιστήμη ως ένα πρότυπο δημοκρατικότητας. Στις δημοκρατίες, η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πάντα ανοιχτή στην κριτική και βέβαια να λογοδοτεί στους ψηφοφόρους της, οι οποίοι ελέγχουν αν και κατά πόσο οι πολιτικές της κυβέρνησης αποδίδουν. Αν δεν αποδίδουν, οι ψηφοφόροι τις απορρίπτουν στις επόμενες εκλογές και ψηφίζουν άλλη κυβέρνηση.
Το πρόβλημα είναι ότι στην πραγματικότητα ούτε η επιστήμη λειτουργεί έτσι – ούτε και οι δημοκρατίες.
Το 1965, στο Διεθνές Συνέδριο για τη Φιλοσοφία των Επιστημών στο Λονδίνο, οργανώθηκε μια συζήτηση στην οποία έλαβε μέρος ο Πόπερ και ένας νεαρός Αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος των επιστημών ονόματι Τόμας Κουν. Ο Πόπερ ήταν τότε ήδη 63 ετών και επιφανής καθηγητής της φιλοσοφίας στο London School of Economics, ενώ ο Κουν ήταν 43 ετών θεωρητικός, που είχε αποτύχει να αποκτήσει θέση μονίμου στο Harvard, ενώ το πρώτο του βιβλίο σχετικά με τη φιλοσοφία των επιστημών είχε κυκλοφορήσει μόλις τρία χρόνια νωρίτερα. Σε αντίθεση με τα τότε φαινόμενα, ισχυρότερη αποδείχθηκε τελικά η επιρροή του νεότερου από τους δύο φιλοσόφους, καθώς η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Κουν πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
Ενώ ο Πόπερ υποστήριζε πως οι επιστήμονες δοκιμάζουν διαρκώς την ισχύ των κυρίαρχων θεωριών της εποχής τους, ο Κουν αντιλαμβανόταν την επιστήμη ως μια κατά κύριο λόγο συντηρητική υπόθεση, όπου οι επιστήμονες συμμορφώνονται με το επιστημονικό status quo του καιρού τους. Ο Κουν υποστήριζε ότι οι επιστήμονες εργάζονται κυρίως με σκοπό να αναπτύξουν περαιτέρω τις υπάρχουσες θεωρίες παρά να δοκιμάζουν την ισχύ τους. Και, το σημαντικότερο, σύμφωνα με τον Κουν, οι επιστήμονες παραμένουν πιστοί σε μια θεωρία ακόμα και όταν υπάρχουν δεδομένα που αντιβαίνουν σ’ αυτήν. Η πίστη τους στη γενικότερη ισχύ της θεωρίας, τους κάνει να προβαίνουν σε «εκπτώσεις» προκειμένου να δικαιολογήσουν κάπως τις όποιες εμφανείς αντιφάσεις, αποδίδοντάς τες σε εξωγενείς παράγοντες, άσχετους με τη θεωρία καθεαυτή. Περίφημο παράδειγμα αποτελεί η παρωχημένη πλέον ιδέα του γεωκεντρικού ηλιακού συστήματος. Αποδεχόμενος τη θεωρία του Αριστοτέλη ότι ο ήλιος και οι πλανήτες κινούνται γύρω από τη γη σε τέλεια κυκλικές τροχιές, ο Πτολεμαίος βρέθηκε αντιμέτωπος με παρατηρήσεις που έδειχναν ότι οι πλανήτες κινούνταν αλλιώς. Αντί, λοιπόν, να κρίνει ότι τα εμπειρικά δεδομένα σημαίνουν πως η αριστοτέλεια κοσμολογία είναι εσφαλμένη (όπως και ήταν, βεβαίως), ο Πτολεμαίος υποστήριξε την ύπαρξη κάποιων επιπλέον κυκλικών κινήσεων των πλανητών, τους λεγόμενους επικύκλους, χάρη στους οποίους οι παρατηρήσεις του προσαρμόστηκαν στις κοσμολογικές αρχές του Αριστοτέλη.
Με άλλα λόγια, οι επιστήμονες συμπεριφέρονται προς τις επιστημονικές θεωρίες όχι τόσο ως αμερόληπτοι κριτές που στόχος τους είναι να εντοπίσουν πιθανές ασυμφωνίες μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, αλλά μάλλον ως οπαδοί που τείνουν να στρέψουν τα πυρά τους οπουδήποτε αλλού εκτός από τη θεωρία που έχουν υιοθετήσει. Η συμπεριφορά τους θυμίζει πολύ και τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Αντί να θεωρούν τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για τα αποτελέσματα που έχουν οι πολιτικές τους, οι έρευνες δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι έχουν την τάση να δικαιολογούν το κόμμα που υποστηρίζουν και να συνεχίζουν να το υποστηρίζουν ακόμα και όταν υπάρχουν φανερές ανεπάρκειες. Με δεδομένο το επίπεδο αφοσίωσης που εμπνέουν οι λαϊκιστές πολιτικοί σήμερα, οι ψηφοφόροι τους είναι πολύ απίθανο να αναγνωρίσουν οποιαδήποτε μελλοντική αποτυχία των πολιτικών τους ως τέτοια: ακόμα κι αν οι περιορισμοί στη μετανάστευση αποτύχουν να δημιουργήσουν ξανά δουλειές στις ΗΠΑ και να αυξήσουν το ημερομίσθιο του εργάτη, οι ψηφοφόροι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κατηγορήσουν γι’ αυτό την κοσμοθεωρία του Μπάνον. Εξάλλου, υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι οι πολιτικές αυτές δεν λειτουργούν αποτελεσματικά.
Ωστόσο ο Κουν έβλεπε έναν τρόπο ώστε να υπάρξει πραγματική αλλαγή – τόσο στις επιστήμες όσο και στην πολιτική, τις επαναστάσεις των οποίων θεωρούσε κατά βάση παρόμοιες. Παρόλο που οι επαναστάσεις –οι εις βάθος πνευματικές μετατοπίσεις– αποτελούν απάντηση σε εγγενή προβλήματα, ο Κουν υποστήριξε ότι από μόνα τους τα επιχειρήματα και τα εμπειρικά δεδομένα που καταδεικνύουν τα προβλήματα αυτά δεν αρκούν για να τις προκαλέσουν. Πρέπει να υπάρχει διαθέσιμη και μια πειστική εναλλακτική θεωρία. Επιπλέον, αφού ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές θεωρίες δεν υπάρχει επαρκής κοινός τόπος ώστε να συμφωνήσουν στην αξιολόγηση των επιχειρημάτων και των στοιχείων, απαιτείται επίσης κάποια πίστη στη νέα θεωρία καθώς και η πειθώς της ρητορικής και άλλων μέσων άσχετων με στοιχεία και αποδείξεις.
Παρόλο που ακόμα δεν βρισκόμαστε προ επαναστάσεως, οι παρατηρήσεις του Κουν ηχούν οικείες μέσα στην τρέχουσα πολιτική ατμόσφαιρα. Πέραν των υπαρκτών προβλημάτων, η άνοδος του λαϊκισμού φαίνεται να οφείλεται λιγότερο σε αυστηρή, ορθολογική επιχειρηματολογία και σε στοιχεία και περισσότερο στην αποτελεσματική ρητορική και στη θρησκευτικού τύπου αφοσίωση που οι λαϊκιστές πολιτικοί εμπνέουν στους οπαδούς τους. Επιπλέον, παρατηρούμε την πλήρη απουσία κοινών μέτρων και σταθμών που μπορούν να χρησιμοποιήσουν και οι οπαδοί και οι αντίπαλοι των λαϊκιστών πολιτικών προκειμένου να ανταλλάξουν επιχειρήματα αντί να μιλούν απλώς ο ένας άσχετα από τον άλλο. Η συνέντευξη του Μπάνον ήταν απολύτως ενδεικτική.
Για όσους επιθυμούν να ηττηθεί η ατζέντα του λαϊκισμού στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και οπουδήποτε αλλού, η θεώρηση του Κουν υποδεικνύει έναν συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης: η μάχη πρέπει να κερδηθεί και στο πεδίο της ρητορικής και της πειθούς όσο και οπουδήποτε αλλού. Καλώς ή κακώς, οι άνθρωποι πείθονται εύκολα όταν τους προσφέρεις μια γρήγορη λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Σύμφωνα με τον Κουν, η κοπερνίκεια επανάσταση δεν έλαβε χώρα όταν έγιναν οι νέες παρατηρήσεις. Προέκυψε από την ανάγκη της κοινωνίας για ένα πιο ακριβές ημερολόγιο και από την πίστη των αστρονόμων ότι η νέα αστρονομία του Κοπέρνικου μπορούσε να το παράσχει άμεσα (πράγμα που δεν συνέβη). Η ρητορική ως μέσο πειθούς είναι επίσης πολύ αποτελεσματική. Συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία, καθώς της προσάπτουν ότι απευθύνεται στα ωμά πάθη και το συναίσθημα εις βάρος της λογικής, ότι πρόκειται για τεχνική χειραγώγησης. Αλλά ακόμα και τα καλύτερα επιχειρήματα γίνονται ισχυρότερα όταν εκφέρονται με ρητορικό οίστρο, κι αυτό είναι κάτι που ανέκαθεν κατανοούσαν όσοι επιδίωξαν και επέφεραν μεγάλες αλλαγές. Μπορεί ο δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να ήταν λαμπρός πολιτικός στοχαστής, αλλά ο συναισθηματικός αντίκτυπος των ομιλιών του και η πρακτική της μη βίας που ακολουθούσε ήταν τα στοιχεία που τον έκαναν τόσο αποτελεσματικό στον αγώνα του για τα πολιτικά δικαιώματα.
Οι λαϊκιστές ποντάρουν ιδιαίτερα σ’ αυτόν τον συναισθηματικό αντίκτυπο. Οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης τάξης τον έχουν επίσης ανάγκη. Το να περιμένουμε απλώς να αποδειχθεί από τα πράγματα το λάθος των λαϊκιστικών πολιτικών δεν θα προσφέρει τίποτα· είναι μια στρατηγική που δεν λειτουργεί ούτε καν στις επιστήμες.
Με την Κυριακή της 23ης Σεπτεμβρίου ιδιαίτερα επιβαρυμένη από το νέο σύμπτωμα της εξαχρείωσης, στην Αθήνα αυτή τη φορά, η Κινούμενη Άμμος προσπάθησε να είναι κατά κάποιο τρόπο «ιαματική». Μουσικές που ξορκίζουν τη χυδαιότητα, και ποιήματα των Μπόρχες, Αραγκόν κ.α. βοήθησαν λίγο στην ανάταξη.
Playlist:
1. Lou Reed – Perfect Day
2. Patti Smith- Are You Experienced?
3. Erik Satie – Once Upon A Time In Paris
4. Patti Smith- Soul Kitchen
5. Focus – Round Goes The Gossip
6. Arvo Pärt – Tabula rasa
7. PJ Harvey – Let England Shake
8. Bach Cello Suite No1 – Yiorgos Kaloudis
9. Nicola Porpora – Alto Glove (Farinelli, il Castrato)
10. Arvo Pärt – The Beatitudes
11. Bob Dylan – Shelter from the Storm
12. Charles Mingus – Duet Solo Dancers
13. Monty Pythons – Penis Song
14. Roy Buchanan – When A Guitar Plays The Blues
15. George Harrison – Within you Without you
16. Captain Beefheart – Autumn’s Child
17. Marais – Suite for 3 Violas da Gamba & Continuo
Ακούστε την εκπομπή:
Κινούμενη άμμος
Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.
Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.
Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.
Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.
Βιβλία για παιδιά: προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς
—της Αγγελικής Μποζίκη—
Πέρυσι τέτοια εποχή σας είχα μιλήσει για το βιβλίο Ρόζα το τερατάκι, που ήταν η πρώτη πρόταση της Μικρής Σελήνης. Από τότε η Μικρή Σελήνη μας έχει εκπλήξει θετικά με την επιλογή των τίτλων που εκδίδει. Μια ακόμα έκπληξη ήταν το βιβλίο Μια τίγρη στον κήπο της Lizzy Stewart, που απέσπασε το βραβείο Waterstones 2017 και πολύ καλές κριτικές στο εξωτερικό.
Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας είναι η Νόρα, ένα κοριτσάκι που —τι πρωτότυπο…— βαριέται αφόρητα. Η γιαγιά της της προτείνει να πάει να παίξει στον κήπο και για να την δελεάσει της λέει ότι νωρίτερα είδε μια τίγρη να τριγυρνά εκεί. Φυσικά η Νόρα δεν την πιστεύει. Άλλωστε είναι αρκετά μεγάλη για να πιστεύει τέτοιες ανόητες ιστορίες και ξέρει ότι οι τίγρεις ζουν στην ζούγκλα και όχι στους κήπους των σπιτιών. Όμως η γιαγιά επιμένει και της λέει ότι στον κήπο δεν υπάρχει μόνο η τίγρης αλλά και λιβελούλες μεγάλες σαν πουλιά καθώς και περίεργα φυτά που μπορούν να σε καταπιούν με μπουκιά. Ακόμα και μια πολική αρκούδα που της αρέσει να ψαρεύει. Δύσπιστη η Νόρα αποφασίζει να βγει στον κήπο. Και εκεί που είναι σίγουρη ότι ο κήπος εξακολουθεί να είναι βαρετός βλέπει μια λιβελούλα. Και έτσι ξεκινάει την εξερεύνηση της. Άραγε τι θα ανακαλύψει. Μήπως τελικά έχει δίκιο η γιαγιά και υπάρχει μια τίγρη στον κήπο;
Το βιβλίο σε κερδίζει από το εξώφυλλο που είναι ανάγλυφο και προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρεια. Και ύστερα έρχεται η εικονογράφηση με τα έντονα χρώματα που σελίδα με τη σελίδα σε παρασύρει σε ένα αναγνωστικό ταξίδι. Ένα ταξίδι όπου η φαντασία έχει τον πρώτο ρόλο και που για μια στιγμή θα νομίζεις ότι εξερευνάς και εσύ τον κήπο μαζί με τη Νόρα. Μια ιστορία για την αστείρευτη παιδική περιέργεια και τη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο από το τίποτα.
Ο Πέτρος διάβασε το βιβλίο με μεγάλο ενδιαφέρον, γελούσε μόνος του και μετά ήρθε να το διαβάσουμε και μαζί, καθοδηγώντας με για να δω κι εγώ τι ανακαλύπτει η Νόρα όταν βγαίνει στον κήπο. Και ύστερα το διάβασε και στον μπαμπά του και ήθελε να μάθει αν έχουμε συναντήσει και εμείς μια τίγρη στον κήπο της γιαγιάς μας.
Ένα πολύ τρυφερό βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας με πολύ εντυπωσιακή εικονογράφηση, που σας το συστήνουμε ανεπιφύλακτα. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της Lizzy Stewart και προσωπικά ανυπομονώ για το επόμενο. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μικρή Σελήνη.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #1427
Dj της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου
Η αναθεματισμένη. Δεν καθότανε με τίποτα. Η ώρα είχε πάει τρεις το πρωί κι αυτή έκανε λες και ήταν σε πάρτι. Την είχε δει και νωρίτερα που έχει μπει μέσα στο σπίτι, για μια στιγμή την είδε να περπατάει στον διάδρομο της κουζίνας, αλλά μέχρι να σκεφτεί τι να πιάσει για να την χτυπήσει, την έχασε. Θεώρησε ότι έφυγε. Αλλά η άτιμη από ότι φάνηκε κρυβόταν μέχρι να την δει να χαλαρώνει. Η ίδια ήταν σίγουρα. Σιγά μην είχε φύγει. Πού θα έβρισκε τέτοια ζέστη, έξω έκανε τάραμα[i]. Να δεις η παλιοσιχαμένη καιροφυλακτούσε και όταν έπεσε η ησυχία, ξεμπούκαρε να κάνει τον δικό της θόρυβο. Κι ήταν και θρεμμένη θρεμμένη. Τι κι αν σκεπαζόταν με την κουβέρτα μέχρι το κεφάλι. Καραδοκούσε και μόλις ξεμύτιζε το πρόσωπο της, στην κυριολεξία ξεμύτιζε, μέχρι την μύτη κατέβαζε τα σκεπάσματα, το στόμα μέσα μην τυχόν και κάτσει εκείνη πάνω κι έπρεπε μετά να φτύνει κι όπου πάνε τα σάλια, τι την ένοιαζε, εδώ θα της είχε κουβαλήσει ποιος ξέρει τι πάνω στα χείλη της. Ε, με το που λίγο φανέρωνε το πρόσωπό της, να πάρει και καμιά αναπνοή, εφορμούσε με εκείνο το αδιάκοπο βζζζζζζ, ερχόταν και καθόταν θρασύτατα, αφού δεν έβρισκε στόμα να γευτεί τις ανάσες της, πάνω στα βλέφαρά της. Έπλεκε τα ποδαράκια της στα ματοτσίνορά της λες και θα έφτιαχνε εργόχειρο. Έριχνε χαστούκια στον εαυτό της μπας και την προλάβει, κατακόκκινη είχε γίνει λες και αυτοτιμωρούταν για όποιες παλιές αμαρτίες. Με το που παραμέριζε τα σκεπάσματα και βούταγε την παντόφλα, εκείνη πέταγε ψηλά, ταβάνι έφτανε και από εκεί την περιγελούσε. Ή ξεκίναγε κάτι τρελές πτήσεις από το ένα σημείο στο άλλο, τι εναέριους χάρτες ακολουθούσε μόνο η ίδια ήξερε, να πηγαίνει σαν μουρλαμένη, να μην προλαβαίνει το μάτι σου να την εντοπίσει. Όσο για την παντόφλα που της εκσφενδόνιζε, ε καλά, αυτές οι βολές ήταν αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Απελπισία την είχε πιάσει. Άσε τα νεύρα. Μα χειμώνα καιρό να μην έχει ψοφολογήσει; Τι ήταν, μεταλλαγμένο είδος; Να δεις, εκείνη η γειτόνισσα τα έφταιγε τα βραδινά της πάθη, όλα εκείνα που μαγείρευε και οι μυρωδιές τρύπωναν σε όλα τους τα σπίτια. Οι μυρωδιές και η παλιόμυγα. Ξαναεπιχείρησε μια βολή με την παντόφλα, νόμιζε ότι την είχε αλλά αφού έκανε γκελ, το μόνο που πέτυχε ήταν ότι χνούδια και σκόνες είχε στην σόλα της να διασκορπιστούν στα καθαρά της σεντόνια.
Αυτό ήταν, να πάει και στο καλό ο ύπνος και το πρωινό ξύπνημα, να πάει κι η αυριανή δουλειά, θα δήλωνε άρρωστη και ψέματα δεν θα ήταν, άρρωστη αισθανόταν, ζαλάδα της είχε έρθει με το μάτι της να στρίβει δεξιά αριστερά μην την χάσει. Άνοιξε το παράθυρο τέντα και άρχισε έναν τρελό χορό με την κουβέρτα να ανεμίζει, σαν ινδιάνος που στέλνει σήματα καπνού, να την εξωθήσει, να την πετάξει έξω από το αμόλυντο σπίτι της. Πλήρης αποτυχία, ίσα που αέριζε τα υφάσματα. Ξαναπήρε την παντόφλα και στάθηκε ακίνητη. Ααααα, πολεμική κραυγή της βγήκε καθώς την κοπάνησε στον τοίχο, αυτό ήταν, τα κατάφερε. Αλλά πού. Τζάμπα η χαρά και τα επινίκια, η παντόφλα ήταν από αυτές τις μαλακές, το πολύ να την είχε κουτσάνει, γιατί ενώ το θύμα έπαιρνε την κάθοδο στον Άδη όπως ήλπιζε η εκτελέστριά της, η μύγα ξανανέβηκε στα ουράνια και πήγε κι έκατσε στον απέναντι τοίχο να ζυγιάσει τα τραύματά της. Αυτό ήταν και το λάθος της. Αυτή η ανάπαυλα. Το χέρι της την χτύπησε με όλη της την δύναμη στέλνοντας επιτέλους στον άλλο κόσμο τη μύγα αλλά και την φόνισσα να χοροπηδά από τον πόνο. Βαρύ ήταν το τίμημα του φονικού, το δάχτυλό της, αχ το δάχτυλό της είχε πάρει μια κλίση που δεν ήταν στις προδιαγραφές από τον κατασκευαστή του. Η αναθεματισμένη, αυτή της το έσπασε το δάχτυλο. Έκανε να τρέξει στην κουζίνα να του βάλει πάγο κι άλλα εμπόδια βρήκε στον δρόμο της. Χρόνια ήταν εκείνο το πόδι του κρεβατιού της εκεί αλλά τώρα το ένιωσε να μπερδεύεται στο γυμνό της πόδι, μπουρδουκλώθηκε και με το χαλί, πως βρέθηκε τα ανάσκελα στο πάτωμα ούτε που το κατάλαβε. Το μόνο που κατάλαβε ήταν την γωνία του κρεβατιού καθώς τράνταξε κι έσκισε το κεφάλι της όπως το προσπέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην πτώση της. Ωραία τα κατάφερα, μονολόγησε.
Σκέφτηκε να μείνει για λίγο να συνέλθει, έτσι, ξαπλωτή στο πάτωμα. Σκέφτηκε ότι λίγο ακόμα θα βοηθούσε την κατάσταση. Σκέφτηκε ότι μάλλον είχε περάσει αρκετή ώρα. Σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την σκέψη της. Ούτε τις άλλες σκέψεις που ήρθαν μπορούσε να τις βάλει σε μια τάξη. Αυτό που την ανησυχούσε ήταν το ζεστό υγρό πράγμα που αισθανόταν πίσω στα μαλλιά της και αυτή η αδυναμία επιτέλους να σηκωθεί. Σκέφτηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί άκουγε έναν βόμβο. Στην αρχή ήταν πολύ αμυδρός, ένα μόνο βζζζζ. Σκέφτηκε ότι κάτι έχουν πάθει τα μάτια της γιατί έβλεπε μυγάκια. Τα έβλεπε να μπαίνουν από το παράθυρο. Βούιζε σιγά σιγά το δωμάτιο όλο. Οι αναθεματισμένες. Οι αναθεματισμένες. Κάτι μύριζαν κι ερχόντουσαν κατά πάνω της. Σκέφτηκε ότι αυτό το βουητό ήταν εκκωφαντικό. Και μετά σταμάτησε να σκέφτεται. Και αυτό το βζζζζ ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε.
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Μια απλή παρατήρηση πείθει και τον πλέον ανυποψίαστο: καμία εικόνα δεν είναι άνευ νοήματος. Για τους ενήλικες, η εγκεφαλική και συναισθητική επεξεργασία του οπτικοποιημένου λόγου γίνεται αυτομάτως – αντλώντας από την πηγή της εμπειρίας τους. Για τα παιδιά, όμως, η ανάγνωση ενός εικονογραφημένου βιβλίου συνιστά κάθε φορά μια καινούργια εμπειρία γεμάτη από άγνωστα σημαίνοντα και σημαινόμενα.
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γουίνιπεγκ στον Καναδά, Πέρι Νόντελμαν, με το βιβλίο του Λέξεις για εικόνες. Η αφηγηματική τέχνη του παιδικού εικονογραφικού βιβλίου (εκδ. Πατάκη) προχωράει σε μια πρωτοποριακή ανάλυση, στην οποία εξετάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εικονογραφημένου βιβλίου, αλλά και τις δυναμικές που αναπτύσσονται από τη συνύπαρξη του λόγου και της εικόνας. Αντλώντας ιδέες από μια ποικιλία πηγών, ο Νόντελμαν, εξέχων θεωρητικός και κριτικός της παιδικής λογοτεχνίας, καθώς και συγγραφέας βιβλίων για παιδιά και νέους, εξερευνά την αλληλεπίδραση του κειμένου και της εικόνας και την παραγωγή αφηγηματικής πληροφόρησης που διεγείρει τη σκέψη και τη φαντασία σε τέτοιο βαθμό που κανένα μέσο δεν θα μπορούσε να καταφέρει αν λειτουργούσε από μόνο του.
Ο Πέρι Νόντελμαν είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γουίνιπεγκ, συγγραφέας βιβλίων για παιδιά και κριτικός παιδικής λογοτεχνίας.
Με αφορμή την παρουσία του στο συνέδριο της ΙΒΒΥ (Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου) που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (30 Αυγούστου – 1 Σεπτεμβρίου), ο κ. Νόντελμαν μίλησε στην Καθημερινή για τον τρόπο που πρέπει να διαβάζουμε ένα βιβλίο, τα «κρυφά» νοήματα που υπάρχουν πίσω από τις εικόνες και πώς αυτές μπορούν να αλλάξουν τη σημασία των λέξεων.
«Η διαφοροποίηση των εικονογραφικών βιβλίων από τα άλλα είναι ότι μιλούν στον αναγνώστη με δύο διαφορετικούς τρόπους. Είναι, δε, ενδιαφέροντα όταν αυτοί οι τρόποι συγκλίνουν σε ένα κοινό μήνυμα. Στην πραγματικότητα μας προκαλούν να γίνουμε κριτικοί αναγνώστες και να καταλάβουμε πως δεν θα μάθουμε όλη την ιστορία από τις λέξεις που τη συνθέτουν. Τείνουμε να πιστεύουμε πως τα παιδικά βιβλία είναι απλά, όμως, αυτή η εντύπωση είναι ολότελα λανθασμένη», σημείωσε ο κ. Νόντελμαν.
Με τη βοήθεια του βιβλίου του ανοίγεται μπροστά μας μια ολόκληρη δομή με την οποία γεννιέται ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Λέει ο κ. Νόντελμαν: «Πάντα με ενδιέφερε να δω πώς λειτουργεί ένα βιβλίο στα παιδιά. Πώς διηγείται την ιστορία, τι χρώματα έχει επιλέξει ο εικονογράφος για να ντύσει τα σχέδιά του ή πώς οι εικόνες σχετίζονται μεταξύ τους. Αυτό που ανακάλυψα ήταν ότι ακόμη και η πιο απλή εικόνα, αυτή που θεωρούμε πως φτιάχτηκε εύκολα, είναι στην πραγματικότητα πολύ σύνθετη».
Ο μηχανισμός
Ο κ. Νόντελμαν καταρρίπτει τον κλασικό «μύθο» ότι η εικόνα είναι πιο επιδραστική σε σχέση με το κείμενο – ειδικά στα παιδιά. Αντέτεινε το εξής: «Δεν το δέχομαι απόλυτα αυτό. Τα παιδιά από πολύ μικρά εντυπωσιάζονται όταν ακούν ιστορίες δίχως να έχουν μπροστά τους κάποια συγκεκριμένη εικόνα. Όπως μας λέει και η σημειολογία, οι λέξεις είναι μια μορφή κώδικα, δεν σημαίνουν πάντα αυτό που λένε. Σε αντίθεση με την εικόνα που δείχνει ευθέως αυτό που είναι. Φυσικά, για τα παιδιά είναι πιο εύκολο να πάρουν έναυσμα από την εικόνα και στη συνέχεια να κατανοήσουν το κείμενο».
Άλλη μια εντύπωση που έχουμε για τα παιδικά βιβλία είναι ότι αναπαράγουν, ως επί το πλείστον, τα κοινωνικά και φυσιογνωμικά πρότυπα. Είναι όλοι οι ήρωες ξανθοί, λευκοί και με γαλάζια μάτια; Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αυτό, ξέρετε, τείνει πλέον να αλλάξει. Στις ΗΠΑ ολοένα και περισσότερο βραβεύονται βιβλία που έχουν ήρωες μέλη της αφροαμερικανικής κοινότητας. Από την άλλη, ναι, αν κρίνει κανείς από τον όγκο των τίτλων που εκδίδονται κάθε χρόνο, μάλλον δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο να εκπροσωπούνται στα παιδικά βιβλία όλοι οι χαρακτήρες και οι φυλές. Η πλειονότητα των βιβλίων έχει πρόθεση να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο κοινό. Δεν ξέρω αν επιθυμούν να προβάλουν έναν ιδεατό κόσμο στα παιδιά, αλλά σίγουρα να πουλήσουν αντίτυπα».
Το σίγουρο είναι πως όταν ξεφυλλίζει κανείς ένα βιβλίο, έστω και ασυνείδητα, μετέχει σε ένα παιχνίδι σημείων και σημάνσεων που τον επηρεάζουν. Ο κ. Νόντελμαν σημειώνει πως αν και δεν το προσέχουμε, «το χρώμα των εικόνων, οι γραμμές του, σε ποιο σημείο της σελίδας συμβαίνει η δράση, αλλά ακόμη και ο αριθμός και η σελίδες ενός βιβλίου είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Όλα αυτά είναι σημειωτικοί κώδικες που μετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της αφηγηματικής πληροφόρησης που λαμβάνει ο αναγνώστης, το παιδί εν προκειμένω, καθώς διαβάζει».
Οι στίχοι είναι παλιοί και γνωστοί ήδη από τα ρομαντικό χρόνια του 19ου αιώνα, τότε που μεσουρανούσε το άστρο του Αλεξάνδρου Σούτσου: Είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μην βλάψεις / της Αρχής τους Υπαλλήλους, τους Κριτάς, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους· / είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μη γράψεις. Η πρόσφατη δίωξη και το «αυτόφωρο» των δημοσιογράφων του Φιλελευθέρου για ένα πρωτοσέλιδο με τίτλο «Ανήθικο πάρτι» έφερε στο προσκήνιο της δημοσιότητας πολλά προβλήματα, που εδώ και καιρό, ναρκοθετούν την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών: ένα τυποκτόνο νόμο, τη δυσανεξία της κυβέρνησης στην πολιτική κριτική, την επιλεκτική κατασκευή εχθρών.
Δεν θα μας απασχολήσει η ουσία της υπόθεσης, καθώς ήδη έχουν κατατεθεί σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή, ενώ η δίωξη των δημοσιογράφων θα απασχολήσει αυτόνομα τη δημόσια σφαίρα αλλά και τα δικαστήρια. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι η Μόρια αρχίζει πια να βλάπτει την ίδια τη δημοκρατία. Είναι κοινό μυστικό: αυτοί που μίλαγαν κάποτε για την «ανθρωπιστική κρίση» (sic) του μεταναστευτικού προβλήματος μετέτρεψαν ένα σοβαρό ζήτημα σε κυβερνητική μπίζνα με φτηνά ανταλλάγματα. Δίπλα σε αυτό το πρόβλημα προστέθηκε και η βούληση πολλών κρατών της κουρασμένης Ευρώπης για την «επαναπροώθηση» των μεταναστών στην Ελλάδα και στις κύριες «χώρες υποδοχής». Δεν πρέπει να το ξεχνάμε: η πολιτική καριέρα της ακροδεξιάς χτίζεται σήμερα πάνω στο πρόβλημα της μετανάστευσης.
Για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το πρόβλημα ήταν κάπως πιο εύκολο. Αυτό που παλιότερα ονόμαζαν «ελεύθερες ανθρώπινες ροές της παγκοσμιοποίησης», μέσα από μια ιδιάζουσα γλώσσα κινηματικής θεωρίας, έγινε σταδιακά μια ευκαιριακή «αποθήκη ψυχών» για την άντληση κονδυλίων και επιλεκτικής διανομής δημόσιου χρήματος. Τώρα πια που η υγειονομική βόμβα συναντήθηκε με τη σκοτεινή παραβατικότητα, η Μόρια έπαψε πια να θυμίζει το «στρατόπεδο-τράνζιτο» της ανθρώπινης δυστυχίας και έγινε ένα αντανακλαστικό κυβερνητικής καταστολής απέναντι στην ελευθερία του τύπου. Πολλά χιλιόμετρά μακριά από τη Μόρια, σε ένα κελί του αστυνομικού τμήματος Εξαρχείων κάποιοι δημοσιογράφοι πέρναγαν έγκλειστοι το βράδυ τους, απλώς και μόνο επειδή παρουσίαζαν ένα σχετικό ρεπορτάζ, που ενοχλούσε τους αρμόδιους υπουργούς. Πρόκειται σαφώς για μια καθεστωτική αντίληψη για την ελευθερία του Τύπου που διολισθαίνει σε έναν λογοκριτικό περιορισμό της κριτικής.
Ταυτόχρονα απεχθής και γελοία, η πρωτοβουλία του υπουργού κ. Καμμένου για τη φίμωση του Τύπου αποτελεί ένα ακόμη ένα δείγμα μιας κυβέρνησης σε αποδρομή. Αλλά το αυτόφωρο των δημοσιογράφων μπορεί να γίνει ίσως είναι και η απαρχή μιας νέας συνειδητοποίησης. Τα σκάνδαλα αυτής της κυβέρνησης πρέπει να ελεγχθούν. Ο μύθος άλλωστε του «ηθικού πλεονεκτήματος» έχει τελειώσει εδώ και καιρό. Από εδώ και πέρα, ο πολιτικός χρόνος πρέπει να φέρει στο προσκήνιο εκείνες τις δυνάμεις που ζητούν διαφάνεια και λογοδοσία για όλες αυτές τις ενέργειες που μετέτρεψαν τους μετανάστες σε χυδαίο εργαλείο μικροπολιτικής.
Κάποτε ο κ. Καμμένος απειλούσε τους εταίρους και δανειστές ότι θα στείλει «τζιχαντιστές» στο κέντρο της Ευρώπης. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεωρούσαν πως ακόμη και αυτό ήταν στοιχείο της «σκληρής διαπραγμάτευσης». Λίγο μετά, χιλιάδες άνθρωποι βούλιαζαν στη λάσπη και στην αρρώστια επειδή η κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει να μετατρέψει τις «ανοιχτές δομές σε φιλοξενίας» σε ένα μόνιμο σχέδιο εγκατάστασης και ένταξης των μεταναστών, με όρους και κανόνες που αρμόζουν σε ένα ευρωπαϊκό κράτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διένυσε εύκολα, γρήγορα και κυνικά την απόσταση από το γραφικό και αφελές σύνθημα «είμαστε όλοι μετανάστες» στην κυβερνητική εντολή «βάλτε φυλακή όποιον δεν χειροκροτεί». Τίποτε από όλα αυτά δεν θα γίνει. Από τους καταυλισμούς στη Μόρια μέχρι το κελί στα Εξάρχεια, το αίτημα δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο. Το αυτόφωρο των δημοσιογράφων είναι μια εξαιρετική, αν και δυσάρεστη, ευκαιρία για να δραστηριοποιηθεί ξανά το μέτωπο της «ανοιχτής κοινωνίας», με στόχο να απαλλαγούμε οριστικά από τα καμένα μυαλά που χτίζουν ξανά τις φυλακές της σκέψης.
Αρνιόμουν πεισματικά από το πρωί να δω το βίντεο στο οποίο δύο άντρες κλοτσούν με μένος στο κεφάλι «έναν ναρκομανή», κατά το ρεπορτάζ, που επιχείρησε να κλέψει ένα κοσμηματοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας και, αντ’ αυτού, του έκλεψαν με αγριότητα τη ζωή. Προϊούσης της μέρας, ο «ναρκομανής» απέκτησε όνομα, έγινε ο Ζαχαρίας (Ζακ) Κωστόπουλος, ετών 33, ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ομοφυλόφιλος και οροθετικός, ναρκομανής — κι εγώ κάμφθηκα και είδα το βίντεο. Πλημμύρισε έκτοτε το FB αναρτήσεις συγκλονισμένων ανθρώπων. Και είναι λες κι ακόμη και με την έξοδό του από τη ζωή ο νέος αυτός άντρας φρόντισε να στείλει ένα μήνυμα για το τι σημαίνει στίγμα και εγκατάλειψη στο περιθώριο της «χρηστών ηθών »ελληνικής κοινωνίας, της ελληνικής κοινωνίας όπου ο Αμβρόσιος χύνει χολή και ευφραίνει καρδίας «καλών χριστιανών» και ο μέσος Έλληνας εξακολουθεί τον 21ο αιώνα να ανατριχιάζει και μόνο με την ύπαρξη των ομοφυλόφιλων, που του προξενούν αηδία και τρόμο οι οροθετικοί.
Ο Ζακ Κωστόπουλος είχε την ατυχία των ταλαίπωρων αδέσποτων ζώων στην ελληνική επαρχία (ή στην επαρχία «Ελλάδα»), που χαιρέκακα τα κακοποιούν «καλοί οικογενειάρχες» ή σαδιστικά τα δολοφονούν με φόλες-μπριζόλες-με-γυαλιά για να αργοπεθαίνουν μες στον τρόμο και στον πόνο. Από μια βιτρίνα επιχείρησε και ο Ζακ να γλιτώσει, μάτωσε από τα γυαλιά της, πέθανε μες στον τρόμο, δεχόμενος κλωτσιές στο κεφάλι.
Ο αντίλογος ότι οι άνθρωποι την εποχή της κρίσης είναι νοσηρά θυμωμένοι, ότι το κέντρο είναι αβίωτο και στο έλεος των παραβατικών, ότι οι δυο άντρες κλωτσούσαν ό,τι νιώθουν πως τους έχει καταστρέψει τη ζωή απειλώντας την περιουσία τους δείχνει τον βαθμό της άρρωστης κοινωνίας στην οποία ζούμε, μια κοινωνία στην οποία τείνει να κανονικοποιηθεί το κακό σε όλες του τις εκδοχές, καθώς συχνότατα απέναντί του βρίσκει, αν όχι σαφή αποδοχή, πάντως αδράνεια ή σιωπή ή σκεπτικισμό, εκεί όπου η καταδίκη οφείλει να είναι γενικευμένη και απροκάλυπτη, δίχως ναι μεν αλλά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως μας έμαθε η Χάνα Άρεντ, η ατομική συνείδηση γίνεται ελαστική, το κακό ανάγεται σε κοινωνική νόρμα και οι άνθρωποι εξοικειώνονται, το υιοθετούν μηχανικά, φυσιολογικά, σχεδόν «φυσικά».
Ας ξαναδιαβάσουμε την Κοινοτοπία του κακού — και ας φοβηθούμε επειδή, εκτός από τα τέρατα που δολοφονούν εν ψυχρώ έναν ανήμπορο άνθρωπο, θα δούμε κυρίως μια κοινωνία που δέχεται να γίνει αυτό. Όπως ακριβώς και στο επίμαχο βίντεο, στο οποίο δύο κλοτσούν τον πεσμένο και αιμόφυρτο νεαρό άντρα, ένας επιχειρεί να τους σταματήσει, ψύχραιμα, και οι πολλοί τριγύρω αμέτοχοι παρακολουθούν. Τότε, δεν θα μας εκπλήσσει πια που ο καταστηματάρχης μετά την απομάκρυνση του τσακισμένου ανθρώπου σκουπίζει ατάραχος τα τζάμια έξω από το μαγαζί του — θα μας τρομάζει που η σκηνή αυτή περιγράφει την 22α Σεπτεμβρίου 2018, στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στον τόπο όπου, τραγικά, έχει πια απενοχοποιηθεί το «κακό» ή, ακόμη χειρότερα, το «κακό» έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτό ως «ανάγκη αντίδρασης». Δείτε το αυτό σε οριζόντια και κάθετη διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, ας το δούμε μήπως αντιδράσουμε στο κακό που συνηθίζουμε, στο μίσος που μας δηλητηριάζει θέτοντας πάντα ένα: «ή εμείς ή αυτοί», διότι όποιοι σήμερα ανήκουν στο «εμείς» εύκολα αύριο γίνονται «αυτοί» — το ξέρουμε και από την Ιστορία.