—του Στέλιου Φραγκούλη—
Συννεφιάζει. Άναψε το πορτατίφ. Ο Άγγελος σηκώθηκε, ακούγεται το κουτάλι στο μπρίκι, φτιάχνει τον καφέ του. Έχω πει του ψαρά να μου κρατήσει ένα κιλό γάβρο, αν φέρει. Να τον κάνω στο φούρνο, λεμονάτο. Τα περιστέρια τρώνε κρέας, μαύρα από τα καυσαέρια, μουσκεμένα από τη βροχή, τριγυρίζουν στα πεζοδρόμια. Όταν ήμουν —πόσο να ’μουν πριν καμία εικοσαριά χρόνια;— έτρωγα ένα καλαμάκι και έριξα στο περιστέρι λίγο λίπος· το έφαγε. Τι έφταιξε; Είχαμε πάει διακοπές σε νησί και κάναμε συνέχεια έρωτα. Όλα τα κάναμε αλλιώς. Τώρα θα έρθει ο Άγγελος με το φλιτζάνι να κάτσει μπροστά στο παράθυρο. Θυμάμαι που έλεγε: Στη φύση τα πλάσματα δε γερνάνε, το γήρας είναι αφύσικο. Μόνο ο πολιτισμός κατάφερε να δημιουργήσει γέρους. «Δεν μπορεί να τους κρατήσει ως που να γίνονται ζωντανά λείψανα, αν μπορούσε θα τους κράταγε. Ιερή η ζωή», γράφει στο τετράδιό του. Αν μπορούσα να ξέρω ότι το πνεύμα που μού ’δινε δεν του το επέστρεφα θα ήμουν αντάξιά του. Αλλά ήμουν ωραία και τρελή, δεν καταλάβαινα, εμπιστευόμουν την ομορφιά του. Ακόμη δεν ξέρω και μιλώ με στόμα άλλου. Πώς αργά, αργά φτάσαμε ως εδώ, ανακατεύοντας τον καφέ, τρώγοντας τον γάβρο που περίσσεψε απ’ το μεσημέρι, μηρυκάζοντας την αξιοπρέπειά μας. Αυτός ο γέρος λέξη, λέξη καταλύθηκε, κάθε μέρα τον ψαλίδιζα ανεπαίσθητα, εγώ δεν τό ’νιωθα, αυτός τό ’νιωθε αλλά ήταν ανήμπορος να αντισταθεί στην άγνοιά μου. Από νωρίς κουράστηκα, να συζητώ. Με αποθάρρυνε όταν εξήγησε ότι η ευχαρίστηση του να ανήκω σε κάποια σταθερά συμπεράσματα είναι φτηνό κουτσομπολιό ανεξάρτητα από την αξία των αντιπάλων. Κι όμως ακόμη και έτσι, μετά από μια ολόκληρη ζωή μαζί του είμαι κάτι τέτοιο και εγώ, όπως μοιάζει το γέρικο σκυλί στ’ αφεντικό του. Νέα έβλεπα τα ηλικιωμένα ζευγάρια που αγαπιούνταν και έκλαιγα. Έλεγα τώρα αυτοί αγαπιούνται, δεν τους προσέχει κανείς, έχασαν κάθε ερωτική δυνατότητα και έμειναν ο ένας για τον άλλον όλος ο κόσμος. Και να που η αγάπη ήρθε λίγο πριν τον αποχωρισμό. Μα ο Άγγελος ήταν πάντα επιφυλακτικός.
Αυτή η κραυγή που ακούγεται κάθε πρωί όλα τα χρόνια από την ημέρα που πιάσαμε το σπίτι, εχτές τ’ απόγευμα είδε το κηδειόσημό της και μου το είπε συγκινημένος. Δεν υπήρχε συγγενής, έγραφε «η Μαρία Π. κηδεύεται την Τρίτη», ώρα, μέρος κλπ. Τη βλέπαμε στο μπαλκονάκι να κάθεται μόνη, σαν ένα άρρωστο πουλί κοίταζε μέσα απ’ τα κάγκελα. Πόσα πράγματα δεν έχουμε πει γι’ αυτήν, για τους γονείς της, την αδικία, τη μοναξιά… Όμως ο καιρός πέρασε τόσο, άρχισε να μας θυμίζει κάτι από μας και σταματήσαμε πια την ανάλυσή της. Τώρα το μικρό διαμέρισμα θα αποστειρωθεί από τους κληρονόμους να νοικιαστεί. Η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας και κάποιοι ένοικοι θα παραστούν στο ξόδι. «Σαν άγνωστος στρατιώτης μιας αχάριστης χώρας», μουρμούρισε ο Άγγελος. Και εγώ συνέχισα μέσα μου ότι κάποτε ένας καβλωμένος άντρας μούγγριζε κι έχυνε μέσα σε μια πονεμένη κοπέλα και τα ζωάρια με τα ωάρια συνέλαβαν και υλοποίησαν τη Μαρία που έζησε εξήντα χρόνια πίσω απ’ τα κάγκελα ενός μικρού μπαλκονιού και η πονεμένη της κραυγή, ειδικά τις Κυριακές, αντηχούσε σαν ανθρώπινο σήμαντρο, αποστομώνοντας όλες τις απαντήσεις.
Διάβασα κάποτε πως αν βγάλεις την ουρά ενός αρσενικού παγωνιού την Άνοιξη, αυτό θα συνεχίσει να συστέλλει τους μύες που την άπλωναν και να κορτάρει τις θηλυκές, χωρίς επίγνωση της γελοίας του κατάστασης. Αυτό συνέβη με τον Άγγελο, που συνέχιζε να μιλάει ενώ είχε χάσει τη γοητεία του. Αλλά, βλέπεις, τα ζευγάρια γίνονται Ιδρύματα και κανείς δε φεύγει. Είναι και της μόδας τώρα η λέξη «ιδρυματισμός», γι’ αυτό το λέω. Αχ, βρε Μαρία, από ένα χύσιμο άρχισαν όλα, για ένα χύσιμο αγωνιστήκαμε και είναι το πιο δύσκολο πράγμα που τώρα βρέχει.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Carol Anthony, «Inner Room Madonna», 1981
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart http://bit.ly/2UML0uw
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου