Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Από Αλβανία

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Κλόουν. Τον αναγνώρισα από παλιά που ήταν σε άλλο φανάρι αμεταμφίεστος. Κάτι τατουάζ πρασινωπά, φυλακίσια, πολύ σγουρό μαλλί που κάλυπτε τον αυχένα, κοίταζε πέρα σαν πειρατής, ένα βλέμμα κληρονομημένο, αχρείαστο στην τωρινή του κατάσταση, μα σαν πουλί ελεύθερο έφευγε προς το πέρα, τον ήλιο, τον ουρανό, το ανοιχτό και αμέσως επέστρεφε στο αυτοκίνητο από το οποίο ζητιάνευε με τρόπο επικίνδυνο αγριεύοντας τον οδηγό. Κάθε τόσο έφτυνε. Είχε ένα πόδι —είμαι υποχρεωμένος να το πω, ας φαίνεται υπερβολικό—, στηριζόταν κάπως ριχτός στις πατερίτσες, γύριζε απότομα κι έφτυνε κάτω τόσο απαξιωτικά, τόσο αλήτικα που έλεγες κι αν τον ανέβαζαν μια μέρα στην αγχόνη να τον κρεμάσουν, τέτοιο φτύσιμο θα έκανε πριν του φορέσουν την κουκούλα. (Είδα εχτές ένα παλιό βίντεο, τον απαγχονισμό ενός ναζί. Ένας κακόμοιρος γέρος με βαμμένο μαλλί οδηγήθηκε αμίλητος σε μια διαδικασία ψυχρού αφανισμού. Για σκέψου εκείνη την τελευταία στιγμή να Του έλυναν τα χέρια και μια Εβραία μητέρα Τον αγκάλιαζε και Τον συγχωρούσε.)

Έτσι, με ασπρισμένο πρόσωπο, ένα κομμένο μπαλάκι που κρατιόταν στη μύτη, κόκκινο στόμα και ένα απλό καπέλο τζόκεϋ περνούσε ανάμεσα στις σειρές των αυτοκινήτων απαιτώντας. Κοιτούσε στα μάτια σα να ήταν ο οδηγός το θύμα του και καθώς τού αρνούνταν τον έβριζε στα αλβανικά πηγαίνοντας στον επόμενο. Ήρθε και σε μένα. Του χαμογέλασα. «Πού ήσουν, έχω καιρό να σέ δω», του λέω. Μεγάλωσε αμυδρά η λάμψη των σχιστών, με ξυραφιές ρυτίδες στις άκρες, ματιών του. «Ιταλία», είπε, «Ιταλία» κι ένα ρήμα, όχι «ήμουνα», κάτι που δε μπορώ να θυμηθώ, απλή λέξη μεν, αλλά στο στόμα του είχε άλλο ταίριασμα, δεν ήταν άψυχη. Και επίσης κάτι είπε για την κατάστασή του στην Ιταλία, ούτε αυτό θυμάμαι. Πάντως δεν τόλμησε να μου ζητήσει λεφτά και να καταλύσει την ισότητα που είχα αξιώσει ανάμεσά μας.

Αναρωτιέμαι τι τον έκανε να μεταμφιεστεί. Δεν τού περνούσε από το μυαλό να βοηθήσει κάπως το ρόλο με τη συμπεριφορά του. Καταφανώς δεν ήταν άνθρωπος που αστειευόταν. Το κομμένο πόδι ήτανε κλουβί γι’ αυτό το αρπακτικό, που κοίταζε τα πρόβατα στα μάτια χωρίς να μπορεί να κατασπαράξει. Είχε κατά νου να αυξήσει τα αποτελέσματα της επαιτείας; Αμφιβάλλω… Νομίζω κάποιο σύνδρομο Κοκκινοσκουφίτσας, σκοτεινό και ανεξιχνίαστο τον οδήγησε να ντυθεί κάτι που αγαπούν τα παιδιά για να έρθουν κοντά του, τώρα που δε μπορούσε αυτός να περπατήσει.

Δεν ξέρω τι άλλο να πω, τώρα τρεις μέρες δεν πρόσθεσα ούτε λέξη. Θαρρώ (νομίζω) πως η περιγραφή του τελείωσε. Προς στιγμήν σκέφτηκα να σκαρώσω μια χαριτωμένη στιχομυθία που να τελειώνει φέρνοντας έκπληξη, τίποτε με Ανάσταση, τίποτε με τη μάνα του και το Γλυκύ της Έαρ, τίποτε καμιά γάτα σπίτι να τρίβεται στο ένα του πόδι. Και κατάλαβα έτσι ότι δε μπορώ να πω ψέματα. Χάρηκα. Το βέβαιο είναι ότι ο συγγραφέας δε μπορεί να μεταδώσει με αρκετή ακρίβεια την εικόνα ενός τόσο κακού κεφαλιού. Θα ήταν καλύτερα να υπήρχε το κέρινο ομοίωμά του, σαν της Μαντάμ Τισό, σε ένα πεζούλι ή στο πεζοδρόμιο να το ‘λιωνε ο ήλιος.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2GMNOy9
via IFTTT

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε

—του Αργύρη Nicolas Van Brussel—

Στο νεκρικό προσωπείο του ανώνυμου νέου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αποτυπωμένη η μορφή του Κώστα Καρυωτάκη, έχοντας ως δεδομένο τη σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η Πολυδούρη δημοσιεύει το ποίημα για πρώτη φορά το Μάιο του 1929,1 λίγους μήνες μετά από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.

φώτο 1

Από το περιοδικό Πνοή, Μάιος 1929.
πηγή: Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το ποίημα είναι διαθέσιμες στο βιβλίο της Κας Χριστίνας Ντουνιά Μαρία Πολυδούρη – Τα Ποιήματα, οι οποίες καταργούν κάθε υπόθεση σχετικά με την απεικόνιση του Καρυωτάκη στους συγκεκριμένους στίχους:

Στο αυτόγραφο τα αρχικά: Μ. Μ. Σύμφωνα με πληροφορίες του αδερφού της ποιήτριας ο νέος αυτός λεγόταν Μάριος.

Για κάποιον επονομαζόμενο Μάριο, αυτόχειρα, φίλο της Πολυδούρη, κάνει λόγο ο Β. Βρατσαφόλης σε επιστολή του που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Τα Νέα3 με αφορμή την κριτική του Κώστα Σταματίου4 πάνω στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου.5

Ήτανε κατά το 1925. Είμαστε μια μεγάλη παρέα, όλοι και όλες 20-25 χρονών. Κάθε απόγευμα μαζευόμαστε στην «Αίγλη» του Ζαππείου από τις 6 και δεν διαλύαμε πριν από τα μεσάνυχτα. Ήταν η Μαρία, η αδελφή της, μια Ολυμπία Τσαλίκη, μια άλλη πραγματικά καλλονή (δεν θυμάμαι τ’ όνομά της), ένας νεαρός με το παρατσούκλι «Μπεμπέκας», όλοι και όλες (πλην εμού) μαθητές της «Δραματικής Σχολής Θεάτρου.

[…] Στην παρέα μας ήταν και ένας νέος, ασυρματιστής. Μάριο τον λέγανε. Είχε ερωτευθεί τη Μαρία. Αυτή τόξερε αλλά έκανε πως δεν καταλάβαινε…

Ήμουν τότε νεαρώτατος λοχαγός. Δεν θυμάμαι γιατί, είχα δώσει το πιστόλι μου στη Μαρία να μου το φυλάξει. Αυτή καθόταν στην οδό Ιπποκράτους. Ένα πρωί διαβάζω στην εφημερίδα πως ο Μάριος αυτοκτόνησε με πιστόλι! Έτρεξα αμέσως στο σπίτι της Μαρίας. Κατέβηκε η ίδια και μου άνοιξε την πόρτα. «Που είναι το πιστόλι μου;» τη ρώτησα απότομα. «Μου το πήρε ο Μάριος να στο δώσει», μου είπε. Θύμωσα, την έβρισα, αυτή δεν καταλάβαινε. Της είπα τι συνέβη. Έκλαψε…

Στο κείμενο δεν αναφέρεται πουθενά το επίθετο του ασυρματιστή, όμως συμπίπτει το όνομα και το συμβάν της αυτοχειρίας με τις πληροφορίες σχετικά με το ποίημα.

Στις τέσσερις πρώτες στροφές του ποιήματος ο νέος είναι ζωντανός, ενώ τις δύο τελευταίες, εισχωρεί στο αίνιγμα,

σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Η νεκρική του μάσκα, φθαρμένη και όμορφα δυσανάγνωστη απ’ τη σκόνη του καιρού, διασώθηκε στη μνήμη του χαρτιού από το χέρι μιας ποιήτριας με το σχήμα δύο κεφαλαίων καλλιγραφικών γραμμάτων γραμμένων με μολύβι.

 

Το χειρόγραφο του ποιήματος        
πηγή: Από το αρχείο της Μαρίας Πολυδούρη Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πνοή, Μάιος 1929, τεύχος 7, σ. 3. Αργότερα θα το συμπεριλάβει στην τελευταία της ποιητική συλλογή, Ηχώ στο Χάος, η οποία θα κυκλοφορήσει στα τέλη του 1929.
2. Μαρία Πολυδούρη – Τα Ποιήματα, σ. 284, Εστία, 2017 (τρίτη συμπληρωμένη έκδοση),  φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά.
3. Συν/ρχης Β. Βρατσαφόλης, «Σκοτώθηκε με το πιστόλι μου για τη Μαρία Πολυδούρη», Τα Νέα, 10 Απριλίου 1982, σ. 8.
4. Κώστας Σταματίου, «Τα (σχεδόν πλήρη) «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη», Τα Νέα, 3 Απριλίου 1982, σ. 9.
5. Μαρία Πολυδούρη – Άπαντα, εισαγωγή – επιμέλεια – σχολιασμός: Τάκης Μενδράκος, Αστέρι, 1982.

 

Από την ποιητική συλλογή Ηχώ στο Χάος.

* * *

Σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου 1930, πέθανε η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, κόρη του γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής το γένος Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Γύθειο, τα Φιλιατρά και την Καλαμάτα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και το 1916 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Τον ίδιο χρόνο συγκέντρωσε ποιήματα στη συλλογή Μαργαρίτες, την οποία δεν εξέδωσε. Το 1918 διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα η μητέρα της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Τότε γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα, και δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά Έσπερος (Σύρου), Ελληνική Επιθεώρησις, Πανδώρα, Παιδική Χαρά και Εύα. Το 1924 γνώρισε τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε τις σπουδές της και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πήρε μέρος σε παράσταση του έργου του Νικοντέμι Το Κουρέλι και πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή ραπτικής Pigier. Στο Παρίσι προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charite. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία και αργότερα στην κλινική Χρηστομάνου, όπου πέθανε σε ηλικία εικοσιοχτώ χρόνων. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της πρόλαβε να εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τρίλλιες που σβύνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929).

Η Μαρία Πολυδούρη τοποθετείται στη γενιά των νεορομαντικών ή παρακμιακών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, μαζί με ονόματα όπως του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Κώστα Ουράνη. Στο πρώιμο ποιητικό της έργο (πριν το ταξίδι της στο Παρίσι) διακρίνονται έντονες νεορομαντικές τάσεις, επιρροές από το ρεύμα του συμβολισμού και βιωματικό ύφος, ενώ μετά την αρρώστια της, την επιστροφή στην Αθήνα και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη το μελοδραματικό στοιχείο υποχωρεί και ο λόγος της γίνεται πιο επιμελημένος. Η γραφή της είναι έντονα φορτισμένη συναισθηματικά με θεματικό προσανατολισμό γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Έγραψε επίσης μια νουβέλα με τίτλο Μυθιστόρημα και κάποιες ποιητικές μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων της του 1982 με επιμέλεια του Τάκη Μενδράκου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Μαρίας Πολυδούρη βλ. Άγρας Τέλλος, «Πολυδούρη Μαρία», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 20. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Ζήρας Αλεξ., «Πολυδούρη Μαρία», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Πολυδούρη Μαρία», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

MARIA-POLYDOURI

Εδώ άλλα Επετειακά

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2VskbeQ
via IFTTT

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Το ποίημα της εβδομάδας 24/4

Ωδή

—Βαλερύ Λαρμπώ—
Μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος

Δώσε μου το μεγάλο σου θόρυβο, το γλυκό μεγάλο σου περπάτημα,
το κύλισμά σου το νυχτερινό ανάμεσα στην πάμφωτη Ευρώπη,
ω τρένο πολυτελές! και την αγωνιώδη μουσική
που ακούγεται κατά μήκος των διαδρόμων σου ντυμένων με χρυσό δέρμα,
ενώ πίσω απ’ τις σκαλιστές θύρες με τις βαριές χάλκινες κλειδαριές
κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι.

Διασχίζω σιγανοτραγουδώντας στους διαδρόμους σου
κι ακολουθώ το τρέξιμό σου προς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη
σμίγοντας τη φωνή μου με τις εκατό χιλιάδες φωνές σου,
ω πολύβουη φυσαρμόνικα!

Της ζωής τη γλύκα την αισθάνθηκα πρώτη φορά
σε μια καμπίνα του Nord-Express ανάμεσα Βιρμπάλεν και Πσκοφ.
Κυλούσαμε διαμέσου λειβαδιών όπου οι βοσκοί
στις ρίζες τεράστιων δέντρων όμοιων με λόφους
ήταν ντυμένοι με ακατέργαστες βρωμιάρικες προβιές…
(η ώρα οχτώ του φθινοπωρινού πρωινού κι η όμορφη πριμαντόνα
με τα μενεξελιά μάτια τραγούδαγε στη διπλανή καμπίνα).

Κι εσείς αιώνιοι πάγοι που είδα ανάμεσά σας να περνάει
η Σιβηρία και του Σάμνιου τα βουνά
η άγρια κι άνανθη Καστίλλη κι η θάλασσα του Μαρμαρά
κάτω από μια ζεστή βροχή!
Δώσε μου, ω Orient-Express, Sud-Brenner-Bahn, δώσε μου
τους θαυμαστούς υπόκωφους θορύβους σου
τις γοητευτικές παλλόμενες φωνές σου·
δώσε μου την εύκολη κι ανάλαφρην ανάσα
των ψηλών κοκκαλιάρικων ατμομηχανών με τις άνετες κινήσεις
των ατμομηχανών κάποιας Ταχείας
που σέρνουν πίσω τους δίχως προσπάθεια δέκα-δώδεκα βαγόνια κίτρινα
με γράμματα χρυσά
μέσ’ από τις βουνίσιες ερημιές της Σερβίας
και, πιο μακριά, μέσ’ απ’ τη Βουλγαρία πνιγμένη στα τριαντάφυλλα…

Αχ! ετούτοι οι θόρυβοι, ετούτη η κίνηση
πρέπει να μπούνε στα τραγούδια μου και να ιστορούν
για μένα, τη ζωή μου την ανείπωτη, την παιδική μου ζωή
που πια δε θέλει τίποτα να ξέρει, μόνο
σ’ αβέβαια πράγματα παντοτινά να ελπίζει.

* * *

Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2GDPf2W
via IFTTT

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Σκέψεις στο μέσα δωμάτιο

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Συννεφιάζει. Άναψε το πορτατίφ. Ο Άγγελος σηκώθηκε, ακούγεται το κουτάλι στο μπρίκι, φτιάχνει τον καφέ του. Έχω πει του ψαρά να μου κρατήσει ένα κιλό γάβρο, αν φέρει. Να τον κάνω στο φούρνο, λεμονάτο. Τα περιστέρια τρώνε κρέας, μαύρα από τα καυσαέρια, μουσκεμένα από τη βροχή, τριγυρίζουν στα πεζοδρόμια. Όταν ήμουν —πόσο να ’μουν πριν καμία εικοσαριά χρόνια;— έτρωγα ένα καλαμάκι και έριξα στο περιστέρι λίγο λίπος· το έφαγε. Τι έφταιξε; Είχαμε πάει διακοπές σε νησί και κάναμε συνέχεια έρωτα. Όλα τα κάναμε αλλιώς. Τώρα θα έρθει ο Άγγελος με το φλιτζάνι να κάτσει μπροστά στο παράθυρο. Θυμάμαι που έλεγε: Στη φύση τα πλάσματα δε γερνάνε, το γήρας είναι αφύσικο. Μόνο ο πολιτισμός κατάφερε να δημιουργήσει γέρους. «Δεν μπορεί να τους κρατήσει ως που να γίνονται ζωντανά λείψανα, αν μπορούσε θα τους κράταγε. Ιερή η ζωή», γράφει στο τετράδιό του. Αν μπορούσα να ξέρω ότι το πνεύμα που μού ’δινε δεν του το επέστρεφα θα ήμουν αντάξιά του. Αλλά ήμουν ωραία και τρελή, δεν καταλάβαινα, εμπιστευόμουν την ομορφιά του. Ακόμη δεν ξέρω και μιλώ με στόμα άλλου. Πώς αργά, αργά φτάσαμε ως εδώ, ανακατεύοντας τον καφέ, τρώγοντας τον γάβρο που περίσσεψε απ’ το μεσημέρι, μηρυκάζοντας την αξιοπρέπειά μας. Αυτός ο γέρος λέξη, λέξη καταλύθηκε, κάθε μέρα τον ψαλίδιζα ανεπαίσθητα, εγώ δεν τό ’νιωθα, αυτός τό ’νιωθε αλλά ήταν ανήμπορος να αντισταθεί στην άγνοιά μου. Από νωρίς κουράστηκα, να συζητώ. Με αποθάρρυνε όταν εξήγησε ότι η ευχαρίστηση του να ανήκω σε κάποια σταθερά συμπεράσματα είναι φτηνό κουτσομπολιό ανεξάρτητα από την αξία των αντιπάλων. Κι όμως ακόμη και έτσι, μετά από μια ολόκληρη ζωή μαζί του είμαι κάτι τέτοιο και εγώ, όπως μοιάζει το γέρικο σκυλί στ’ αφεντικό του. Νέα έβλεπα τα ηλικιωμένα ζευγάρια που αγαπιούνταν και έκλαιγα. Έλεγα τώρα αυτοί αγαπιούνται, δεν τους προσέχει κανείς, έχασαν κάθε ερωτική δυνατότητα και έμειναν ο ένας για τον άλλον όλος ο κόσμος. Και να που η αγάπη ήρθε λίγο πριν τον αποχωρισμό. Μα ο Άγγελος ήταν πάντα επιφυλακτικός.

Αυτή η κραυγή που ακούγεται κάθε πρωί όλα τα χρόνια από την ημέρα που πιάσαμε το σπίτι, εχτές τ’ απόγευμα είδε το κηδειόσημό της και μου το είπε συγκινημένος. Δεν υπήρχε συγγενής, έγραφε «η Μαρία Π. κηδεύεται την Τρίτη», ώρα, μέρος κλπ. Τη βλέπαμε στο μπαλκονάκι να κάθεται μόνη, σαν ένα άρρωστο πουλί κοίταζε μέσα απ’ τα κάγκελα. Πόσα πράγματα δεν έχουμε πει γι’ αυτήν, για τους γονείς της, την αδικία, τη μοναξιά… Όμως ο καιρός πέρασε τόσο, άρχισε να μας θυμίζει κάτι από μας και σταματήσαμε πια την ανάλυσή της. Τώρα το μικρό διαμέρισμα θα αποστειρωθεί από τους κληρονόμους να νοικιαστεί. Η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας και κάποιοι ένοικοι θα παραστούν στο ξόδι. «Σαν άγνωστος στρατιώτης μιας αχάριστης χώρας», μουρμούρισε ο Άγγελος. Και εγώ συνέχισα μέσα μου ότι κάποτε ένας καβλωμένος άντρας μούγγριζε κι έχυνε μέσα σε μια πονεμένη κοπέλα και τα ζωάρια με τα ωάρια συνέλαβαν και υλοποίησαν τη Μαρία που έζησε εξήντα χρόνια πίσω απ’ τα κάγκελα ενός μικρού μπαλκονιού και η πονεμένη της κραυγή, ειδικά τις Κυριακές, αντηχούσε σαν ανθρώπινο σήμαντρο, αποστομώνοντας όλες τις απαντήσεις.

Διάβασα κάποτε πως αν βγάλεις την ουρά ενός αρσενικού παγωνιού την Άνοιξη, αυτό θα συνεχίσει να συστέλλει τους μύες που την άπλωναν και να κορτάρει τις θηλυκές, χωρίς επίγνωση της γελοίας του κατάστασης. Αυτό συνέβη με τον Άγγελο, που συνέχιζε να μιλάει ενώ είχε χάσει τη γοητεία του. Αλλά, βλέπεις, τα ζευγάρια γίνονται Ιδρύματα και κανείς δε φεύγει. Είναι και της μόδας τώρα η λέξη «ιδρυματισμός», γι’ αυτό το λέω. Αχ, βρε Μαρία, από ένα χύσιμο άρχισαν όλα, για ένα χύσιμο αγωνιστήκαμε και είναι το πιο δύσκολο πράγμα που τώρα βρέχει.

* * *

carol-anthony-inner-room-madonna

Εικόνα εξωφύλλου: Carol Anthony, «Inner Room Madonna»1981

 

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2UML0uw
via IFTTT

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Το ποίημα της εβδομάδας 17/4

Μόνος

—André Spire—
Μετάφραση: Μ. Γεωργίου

Είναι πολλοί που με λυπούνται:
«Νάτος —λένε— που παίρνει το μπαστούνι του
και βγαίνει μόνος.
Μας αποφεύγει. Δείτε τι παράξενα είν’ τα μάτια του,
δεν έχει μήτε ένα βιβλίο μαζί. Τάχα τι κάνει;
Είναι κακός; Επαναστάτης; Μην είν’ άρρωστος;»

Μόνος, όμορφε δρόμε, κάτασπρε,
μέσ’ στις πλαγιές σου που είναι όλο χορτάρια και λουλούδια,
πάνω στις πέτρες σου που τόσα ξέρουν και διηγούνται.

Μόνος, δάσος πυκνό με τις γαλάζιες ελατόφλουδες,
με τον αγέρα σου που ξέρει και μιλάει σ’ όλα τα δέντρα
και τα μερμήγκια σου, που αργά, σε πένθιμη πομπή,
σέρνουν τα μικρά σώματα των σκαραβαίων.

Μόνος, με σας λιβάδια ποτισμένα από ήλιο,
γεμάτα θόρυβο, φωνές κι όρθια κεφάλια,

Μόνος, μαζί σας, έντομα, γεράκια, πεταλούδες,
βράχια, πηγές, χαράδρες, βάτα, σύγνεφα,
κορφές, ομίχλες, κάμποι, μυρωδιές,
ζέστη και χάος και τάξη κι αταξία,
μόνος, μέσ’ στους διαλόγους που τ’ αντίπαλά σας στόματα
δεν παύουν να μιλάνε.

Μόνος, με το μπαστούνι μου και με την κούρασή μου,
μόνος, με τη σιωπή μου,τους κροτάφους που χτυπάνε, με τη ζάλη μου
και τον περήφανο ίδρωτα που πάνω μου κολλάει.

* * *

Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2Vb9r4w
via IFTTT

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Ήχος από ίσκιους λέξεων

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Όλα έκαναν θόρυβο. Το μυαλό ήταν διεγερμένο από μόνο του. Ο ήρεμος γιαλός τις νύχτες με τον ήσυχο φλοίσβο του, μονότονος απομονωνόταν και άκουγα τη βουή μυριάδων καρδιών και του αίματός τους. Ο κόσμος έρρεε. Η συγκίνηση που απέδιδα σε ορισμένα πρόσωπα είχε κι αυτή τον ήχο της. Κάπως σαν κοχύλι. Φυσικά δεν ήταν το αντίκρισμα οποιωνδήποτε ακουστικών εμπειριών που «έντυνε» τα πάντα, αντιθέτως δεν είχε την παραμικρή αρμονία με καμιάν ηχώ της πραγματικότητας. Ήταν ο ήχος από ίσκιους λέξεων στη φαντασία μου. Τον συνόδευα με ένα ίσο όπου μετατρεπόμουν σε συστατικό του θέματος, δηλαδή ηχοποιούμουν και περνούσα σε μια μονοαισθητική διάσταση που —φτωχό το παράδειγμα— με σήκωνε στην επιφάνεια σα ζεστή θάλασσα ένα ανάσκελο κορμί με κλειστά μάτια κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο.

Παρουσία άλλων χανόταν. Ήταν σωστή τυραννία. Απέφευγα τους άλλους για να ζω αυτό το συνεχές.

Το απόσπασμα αυτό είναι από το ημερολόγιό μου, ένα πρόχειρο τετράδιο από τα χρόνια που δεν τηρούσα καθημερινή καταγραφή σκέψεων. Γιατί γενικώς ήμουν πολύ απαιτητικός στα τετράδια και στις πένες που χρησιμοποιούσα. Όμως εκείνη η άδικη περίοδος που αισθανόμουν απολύτως αχρείαστος και είχα χάσει κάθε πίστη στον εαυτό μου είχε και το ανάλογο τετράδιο. Έμεινε μισό, ήταν ανέμπνευστο και τώρα που το ξεσκέπασα στην ακαταστασία ενός συρταριού, ανοίγοντάς το με χτύπησε στο πρόσωπο η μελαγχολία του. Το ξεφύλλισα τρέμοντας από πρόληψη να μην κολλήσω κατάθλιψη. Και μετά το πέταξα με σιγουριά στα σκουπίδια. Είχα πάρει τη ζωή μου λάθος· κύριε Σεφέρη, μόλο που σε διάβαζα και σε διάβαζα, μόνο εσένα διάβαζα τότε*. Το ψέμα είχε μαζευτεί στις αρθρώσεις μου. Δεν υπάρχει δρόμος για το ψέμα.

Παρασύρθηκα να εξομολογούμαι, ήθελα να μιλήσω περισσότερο για το μοναδικό ενδιαφέρον σημείο του τετραδίου, το αρχικό απόσπασμα. Με παραξενεύει τρομερά ότι ενώ μιλάει για μια έντονη και ασυνήθιστη ψυχική κατάσταση, δική μου, εγώ σήμερα δε θυμάμαι τίποτα. Και δε θυμάμαι ούτε τη στιγμή που την κατέγραφα τόσο ζωντανή αλλά πλέον περασμένη. Είχα προφανώς πέσει σε ένα μεσαίωνα. Έχω απωθήσει ή  έχει στεγνώσει από πάνω μου κάθε ζωή από τότε; θυμάμαι κάποιο πρωινό που κοίταζα τις γλάστρες και χτύπαγα τον καφέ μου, κοντά σε κείνη την εποχή, ο κήπος, όπου κοίταζα πήρε το λόγο και μίλησε. Μια αίσθηση από λόγια που εξυπακούστηκαν γεννήθηκε. «Είσαι γεννημένος για να ‘σαι σπάνιος. Αν δεν είσαι σπάνιος δε θα καταφέρεις να ζήσεις. Αληθινά είσαι σπάνιος όταν αυτό που βγαίνει από μέσα σου σε εκπλήσσει. Όταν το Εγώ σου μείνει επιτέλους αμέτοχο σε κάτι που κάνεις ο Υπόλοιπος. Ο Υπόλοιπος, αυτός κάνεις θαυμάσιες πράξεις. Ο Υπόλοιπος πριν την Εύα. Ο Υπόλοιπος των Αγίων, των Ασκητών και των Τρελών. Όλα είναι για σένα, ποιητή η στιγμή σου».

Και τώρα λέω, μάλιστα. Ένας υπερφίαλος, ένας ασθενικός μαχητής με χάρτινα όπλα, κραυγάζει άψυχα στο μισοσκόταδο της μοναξιάς του. Πώς τη γλίτωσα; πώς κατάφερα να γίνω ένας άνθρωπος του μόχθου και να κάνω και οικογένεια; ζήλευα πάντα την ευκολία και την απλότητα, την ευχέρεια που είχαν όλοι εκτός από μένα να λένε «καλημέρα» και να μιλούν στο τηλέφωνο. Ξεκίνησα, νομίζω, απ’ αυτό: αρνούμενος να πω «καλημέρα».

 

 

* Αναφορά στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Άρνηση» (Στροφή, 1931) και συγκεκριμένα στη λάθος ανάγνωση της λέξης «λάθος»:

Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή, 
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

* * *

 

IMG_8357

Εικόνα εξωφύλλου: «UnChartered Waters», Kelly Moore.

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2IA5sHL
via IFTTT

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Σαφάρι

—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα

Η Αριστερά ήταν η τελευταία πολιτική εφεδρεία της μεταπολίτευσης. Από τη βολική γωνία της αντιπολίτευσης, μπορούσε να καταγγέλλει τα πάντα ή και να προτείνει τα πάντα, κρατώντας ως καταφύγιο την ηθική υπεροχή απέναντι στον ιδεολογικό της αντίπαλο. Στα χρόνια της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ καβάλησε το αντιμνημονιακό κύμα και βρέθηκε στην εξουσία. Έκτοτε έχασε και το προνόμιο της εφεδρείας και το άλλοθι της ηθικής υπεροχής. Η πρόσκρουση στα βράχια της πραγματικότητας, υποχρέωσε τον ΣΥΡΙΖΑ να διασπαστεί (2015), ενώ παράλληλα μπήκε, χωρίς κανένα νέο στρατηγικό σχέδιο, στη σκληρή εποχή του τρίτου μνημονίου. Η θέα του κενού δημιούργησε την ανάγκη για μια νέα τεχνική διακυβέρνησης: η εδραίωση στην εξουσία περνούσε πλέον υποχρεωτικά μέσα από την διαρκή επινόηση παλιών και νέων εχθρών.

Η υπόθεση της Novartis είναι αρκετά εύγλωττη για τη λαϊκιστική δικαιολόγηση του περίφημου «ηθικού πλεονεκτήματος», στο όνομα της εχθροπάθειας και της μνησικακίας. Σε πρόσφατη τοποθέτησή του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και υπουργός Επικρατείας Δημήτρης Τζανακόπουλος μίλησε, ανάμεσα σε άλλα,  και για την υπόθεση Novartis∙ μια «υπόθεση που», σύμφωνα με τον υπουργό, «από την πρώτη στιγμή κατατρομοκράτησε τις δυνάμεις του παλιού καθεστώτος και οδήγησε σε αντιδράσεις οι οποίες είναι ενδεικτικές της νοοτροπίας αυτού του καθεστώτος», επειδή οι εμπλεκόμενοι «αποτελούν τους ιδιοκτήτες της χώρας και των θεσμών». Ας κρατήσουμε προσωρινά την αναφορά στο «παλιό καθεστώς» —μια έννοια που παραπέμπει στον γνώριμο επαναστατικό φολκλορισμό του ΣΥΡΙΖΑ— και ας προσθέσουμε την επίκληση στην ηθική νομιμοποίηση του επιχειρήματός του. Σύμφωνα με τον κ. Τζανακόπουλο, λοιπόν, «όλος ο λαός γνωρίζει ότι έστηναν δουλειές, ότι έβαζαν χέρι στο δημόσιο χρήμα παρασιτώντας σε βάρος του ελληνικού λαού, ότι υπηρετούσαν και συνεχίζουν να υπηρετούν δουλικά τα επιχειρηματικά συμφέροντα από τα οποία εξαρτώνται».[1]

Το γεγονός ότι ο υπουργός επικαλείται την αντιπροσώπευση του «λαού» ως αποκλειστική πηγή γνώσης και απονομής της δικαιοσύνης παραπέμπει όντως σε ορισμένα πολύ παλιά και μάλλον ολοκληρωτικά καθεστώτα. Για τον κ. Τζανακόπουλο, όπως και για όλη την «παρέα του Μαξίμου», ο πραγματικός λαός είναι μόνο όσοι πολίτες στηρίζουν το παρα-πολιτικό, παρα-δικαστικό  και παρα-δημοσιογραφικό κύκλωμα, που ελέγχεται πελατειακά από την κυβέρνηση. Αλλά ας το παρακάμψουμε και αυτό, για να πάμε στην ουσία. Οι προκλητικές δηλώσεις του κ. Τζανακόπουλου, είναι η απόληξη μιας σειράς κυβερνητικών ενεργειών που, όπως πρόσφατα υποστήριξε ο κ. Βενιζέλος, συνιστούν αλλοίωση των θεμελιωδών θεσμών  και των αρχών του πολιτεύματος.[2]

Το πρώτο κομμάτι της δικαστικής έρευνας που αφορά άλλωστε τα καταγγελλόμενα πολιτικά πρόσωπα δείχνει πως δεν πρόκειται απλώς για φιάσκο ούτε για παρερμηνεία ορισμένων νομικών διατάξεων αλλά για μια υπόθεση που είχε ως σαφή στόχο την χειραγώγηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και τη σπίλωση των αντιπάλων της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές προθέσεις άλλωστε ήταν φανερές από την αρχή. Το γέλιο του Πολάκη την ώρα που μίλαγε συγκινημένος στη Βουλή ο πρώην πρωθυπουργός κ. Πικραμένος ήταν αρκετά χαρακτηριστικό για τον κυνισμό του ήθους και του ύφους της εξουσίας.[3] Το «δόγμα Πολάκη», που στήριξε δημόσια ο πρωθυπουργός, ήταν η οριστική «πράξη ιδιοκτησίας» αυτής της αντίληψης, προκειμένου να οδηγηθούν άμεσα οι αντίπαλοι στη φυλακή με στόχο να κερδίσει ξανά ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.

Ενόψει της επικείμενης συζήτησης στη Βουλή για την επιλεκτική —και πάλι— άρση ασυλίας ορισμένων βουλευτών, η κυβέρνηση πρέπει να λογοδοτήσει για την περίοδο που έστηνε κάλπες με προγραμμένους βουλευτές και πρώην πρωθυπουργούς. Είναι ο μόνος τρόπος που έχει η αντιπολίτευση για να δείξει πως μπορεί να υπερασπιστεί τη δημοκρατική άμυνα μιας κοινωνίας που βαρέθηκε να βλέπει το ψευδώνυμο «ηθικό πλεονέκτημα» να εκφυλίζεται σε σφετερισμό των ανεξάρτητων αρχών και της δικαιοσύνης. Σε αυτό το πλαίσιο, η λογική της ανάδειξης της «σκευωρίας» είναι ίσως ανεπαρκής καθώς αναπαράγει το στερεότυπο της αντίστροφης διαφθοράς των λαϊκιστών. Αυτό που χρειάζεται μάλλον είναι να φανεί σε βάθος η ίδια η παρακμή του κράτους-δικαίου, το οποίο κινδυνεύει, ολοένα και περισσότερο, από «κουκουλουφόρους-μάρτυρες» και από κυβερνητικούς βουλευτές, που έγιναν πλέον επαγγελματίες «κυνηγοί κεφαλών» στο σαφάρι της εξουσίας.

[1] https://www.documentonews.gr/article/tzanakopoylos-h-ypothesh-novartis-katatromokrathse-tis-dynameis-toy-palioy-kathestwtos

[2] https://www.evenizelos.gr/mme/articlesinthepress/428-articles2019/6032-ta-nea-ev-venizelos-skevoria-enantion-tou-mellontos-tis-patridas.html

[3] https://www.youtube.com/watch?v=URi7qPhuFoQ

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2XaeRdh
via IFTTT

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Σαν φάρου αναλαμπή

Αυτό δεν είναι τραγούδι #1443
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Τσακνιάς

Σταθερού φωτός, αναλάμπων, διαλείπων, εκλάμπων, με δέσμη αναλαμπών, με δέσμη διαλείψεων, με δέσμη εκλάμψεων, σταθερός μετ’ αναλαμπών, σταθερός με δέσμη αναλαμπών, βραχειών και μακρών αναλαμπών· επανδρωμένος, αυτόματος· λευκός, ερυθρός, πράσινος, εναλλάσσων.

Φάρος.

Απόψε, μουρμουρίζοντας αφηρημένος για πολλοστή φορά τον «Σταυρό του Νότου» από το Πούσι του Νίκου Καββαδία στη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου από τον δίσκο που φέρει τον τίτλο του ποιήματος (η μελοποίηση του συγκεκριμένου δεν με τρελαίνει, κάθε άλλο, ιδίως η ενορχήστρωσή της), σκέφτηκα τη σημασία της οπτικής γωνίας:

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι, δυο σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Ένας στεριανός ποιητής νομίζω πως θα μπορούσε να κάνει την ίδια παρομοίωση με τον Καββαδία, αλλά θα την έκανε ανάποδα: θα έλεγε πιθανώς πως ο φάρος έλαμψε σαν μαχαιριά, όχι το αντίστροφο. Για τον Καββαδία όμως ο φάρος είναι μέρος του δικού του κώδικα· είναι κυριολεξία κατ’ αρχήν, όχι μεταφορά, και μπορεί έτσι άφοβα να χρησιμοποιηθεί ως δεύτερος όρος σε μια παρομοίωση. Και, βέβαια, ως καλός ποιητής που είναι ο «Μαραμπού» δεν χρησιμοποιεί όλη αυτή τη ναυτική ορολογία και τα διάφορα τοπωνύμια για να πουλήσει εύκολο εξωτισμό — το αντίθετο. Έτσι, το μαχαίρι που ο ήρωας του ποιήματος έστρεψε ενάντια στον εαυτό του μέρα μεσημέρι, καθώς περνούσε από το βόρειο προς το νότιο ημισφαίριο τη λίνια, τη γραμμή του ισημερινού, ξάστραψε σαν φάρου αναλαμπή.

Όσο για το Nossi Bé, είναι ένα μικρό νησάκι —αν και το όνομά του σημαίνει, κόντρα στην πραγματικότητα, «μεγάλο νησί»— στα βορειοδυτικά της Μαδαγασκάρης, ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά θέρετρα της χώρας. Και πάντως ομοιοκαταληκτεί με την «αναλαμπή».

Ιδού όλο το ποίημα από το Πούσι του Νίκου Καββαδία, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1947:

Σταυρός του Νότου

—Στο Γιώργο Θεοτοκά—

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου ‘πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ‘χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου ‘πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
— Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά.

Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι, δυο σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.

* * *

Ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com
για να γίνετε ο Dj της ημέρας.

* * *

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2X4pJsV
via IFTTT

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Κινούμενη άμμος 31.3.2019

—με τον Γιώργο Πήττα—

423af304-ff61-496a-9f76-b65871a423a1_4Το 2007 δόθηκε στην κυκλοφορία από τα Ελληνικά Γράμματα ένα συναρπαστικό έργο: τα «Δοκίμια» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Εράνισε, μετάφρασε, σχολίασε και επιμελήθηκε το σύνολο της μνημειώδους αυτής έκδοσης ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για έργο ζωής, σπάνιας αφοσίωσης και αγάπης στα 93 πρωτότυπα κείμενα 9 διαφορετικών συλλογών, με 1072 σημειώσεις του μεταφραστή, εγκυκλοπαιδικό λεξικό κυρίων ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων (950 λήμματα), γλωσσάριο και λεξικό όρων (50 λήμματα), 2 ευρετήρια ονομάτων και τίτλων έργων (ελληνικό-εξελληνισμένο, λατινικό-μη εξελληνισμένο) και, τέλος, μικρό βιβλιογραφικό σημείωμα και εργοβιογραφικό σημείωμα του Μπόρχες. Απόψε, κάνω στάση στην «Ιστορία του Τάνγκο», το τρίτο δοκίμιο της πρώτης ενότητας από τη συλλογή «Εβαρίστο Καριέγο» του 1930.

1156826_borges_1

Playlist:

1. Pablo Ziegler – Jazz Tango
2. Erik Satie – Le tango perpétual
3. «El Tango» – Piazzolla – Borges
4. Igor Stravinsky – Tango
5. Piazzolla – Borges – Jacinto Chiclana
6. Piazzolla – Borges – Alguién te dice al tango
7. Astor Piazzolla – Nightclub 1960
8. Albeniz – Espana Op. 165 No. 2 Tango
9. Piazzolla – Borges- El titere
10. Kronos Quartet & Astor Piazolla – Four for Tango
11. It Takes Twelve to Tango – Milton Babbitt
12. Piazzolla – Borges – A Don Nicanor Paredes
13. «L’Histoire du Soldat» – Tango by Igor Stravinsky
14. Tosca Tango Orchestra – El Cholulo απο το Waking Life
15. Piazzolla – Borges – Oda intima a Buenos Aires
16. Chester Biscardi – Incitation To Desire
17. Piazzolla – Borges – El hombre de la esquina rosada
18. Coming Back – Gotye

Ακούστε την εκπομπή:

Κινούμενη άμμος

Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.

Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.

Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.

Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.

* * *

quicksand-o.gif

Εδώ κι άλλη Κινούμενη άμμος

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2uNxCXF
via IFTTT