—του Στέλιου Φραγκούλη—
Τον συνάντησα πρώτη φορά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μετά βίας ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μου. Τον θεώρησα κακό άνθρωπο.
Νομίζω εχτές έσπασα τις αλυσίδες μου και άρχισα να ποδοπατώ κόσμο. Παντού άνθρωποι σάλευαν τραυματισμένοι. Τα γκρέμισα όλα — τέντες, κλουβιά, τροχόσπιτα. Έπιασα τον διευθυντή και τον πέταξα μακριά, χτύπησε και έμεινε στον τόπο. Αστυνομία μαζεύτηκε με τα όπλα να με γαζώσει. Οι θυρωροί και τα συνεργεία με γαλότσες έσπρωχναν το αίμα μου στα ρείθρα του δρόμου. Μόνο ένα κοριτσάκι πλησίασε το σχεδόν μικρό μου μάτι και με τη λεπτή σαγήνη στης αθωότητας μού το ‘κλεισε. Και δεν είμαι σίγουρος πως ήταν κορίτσι, ίσως και νά ‘ταν γέρος ενενήντα χρονώ ή ο επικεφαλής των εκτελεστών μου που έριξε στο μάτι μου τη χαριστική βολή.
Τον άφησα να πάρει το ασανσέρ και πήγα με τα πόδια. Δεν με ευχαρίστησε. Πέρισυ που είχα ακόμη το κυνηγετικό όπλο του πατέρα μου…
Το παιδί τής ξέφυγε απ’ τα χέρια. Όλοι τη βρίζουν ότι σκότωσε το παιδί της. Όμως τα χέρια της πονούσαν απ’ τις δουλειές. Και ο Δίας ζήλεψε την ομορφιά του μωρού. Αυτή την πέταξε να τη φάνε όσοι δεν καταλαβαίνουν τη γεύση της απελπισίας στη σάρκα.
Ω, κοίτα το μπαλόνι πως ταξιδεύει, θα έφυγε από κάποιο παιδί, αγάπη μου, η αγάπη μας είναι αυτό το μπαλόνι, το παιδί μας μέσα σου, αγάπη μου, κι άλλο μπαλόνι, ο αέρας σέρνει κι άλλα, πώς βρέθηκαν τόσα μπαλόνια, αγάπη μου, φαίνεται κάποιοι μαχαίρωσαν το παιδί που τα πουλούσε.
Εκεί στην άκρη, καθώς στον δεύτερο όροφο τινάζουν χαλιά, αναθρώσκουν τα πεθαμένα τους κύτταρα, τα ξερά τους σπέρματα, τρίχες της γάτας και ένα σύννεφο σκόνη της Θεσσαλίας όπου γνωρίστηκαν, ο Γιάννης ρεύτηκε, η Ιωάννα η Πολωνή καθαρίστρια έβρισε και ο Γιάννης ο λεωφοριατζής την παντρεύτηκε.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart http://bit.ly/2M7s5D6
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου