—του Στέλιου Φραγκούλη—
Ο κύριος Λαμπρόπουλος ήρθε απ’ τα παιδικά μου χρόνια να φτιάξει τις βρύσες και τα καζανάκια. Αυτό ήταν τ’ όνομά του. Και ήταν μικρόσωμος σαν παιδί του δημοτικού. Σήμερα όμως είναι γέρος και βάφει τα μαλλιά του μαύρα. Σαν να ζωντάνεψε ένα τρόπαιο κυνηγού κεφαλών, ήρθε να εξαερώσει τα καλοριφέρ. Αχ, του λέω, δεν θυμάμαι, το καφεδάκι σου πώς το πίνεις; Νεκρό με ολίγη.
Καθίσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον και δεν είχαμε τι να πούμε. Πες μου, κύριε Λαμπρόπουλε, τι έγινε όσο έλειψα, γιατί εσύ βλέπω, δεν έφυγες ποτέ. Όχι, ξεφύσηξε, δεν έφυγα. Όλες οι γάτες των δεκαετιών τρίβονται στα πόδια μου. Πατημένες, άρρωστες, φολιασμένες και εκείνοι οι παλιοί σκύλοι της γειτονιάς με ακολουθούν όπου πάω.
Παρατήρησα τα χέρια του: όταν μιλούσε τα δάχτυλά προσπαθούσαν να κρυφτούν μεταξύ τους και κάτω απ’ τις παλάμες. Ήταν μακριά και τα νύχια έδειχναν παράξενα, δε θύμιζαν χέρια μάστορα, παρά μάλλον χέρια ασκητή.
Μετά έπιασε βροχή, ο καφές του κρύωσε, ο καιρός πέρασε και πέθανε ο κύριος Λαμπρόπουλος. Ο θερμοσίφωνας μετεμψυχώθηκε σε κάτι από το μέταλλο που ξέθαψαν οι γύφτοι απ’ τα μπάζα του σπιτιού. Η κόρη του —πώς λεγόταν; Άντζελα, ναι— ήταν μια όμορφη κοκκινομάλλα που έπαιζε βόλεϊ, ο κύριος Λαμπρόπουλος δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η ζωή τίποτε άλλο δε θα φέρει από γοργά τελειωμένη νιότη· ελπίδες αστείες με τις οποίες κάποιοι, άγνωστο ποιοι, γελάνε. Αλλά η Άντζελα έχει ένα παιδί στο λύκειο, δεν προλαβαίνει να ρίξει χρώμα να σκεπάσει τις άσπρες ρίζες των μαλλιών της, και στο συρτάρι το σορτσάκι του βόλεϊ, σαν να γδύθηκε χτες για να κάνει ντους ύστερα από την τελευταία προπόνηση.
Πέθανε ο κύριος Λαμπρόπουλος, πέθαναν και τα χίλια αρνάκια της Λαμπρής, πέθανε ο πατέρας του Συριανού με τα ανοιχτά πουκάμισα και την κίτρινη βέσπα, τα μακριά μαλλιά, τη φτώχεια την απερίγραπτη, ολημερίς στον καφενέ και ΠΑΣΟΚ το ’81. Χύθηκε λίγο νερό απ’ την κατσαρόλα που κουβαλούσε η γρια Καλαποθάκαινα, το πάτησε με την παντόφλα, γλίστρησε, η κατσαρόλα με τη βραστή σούπα την έκαψε, πάει. Χύθηκε λίγο αίμα, επίσης.
Στο πατάρι με το θερμοσίφωνα φοβάμαι. Μικρός ανέβαινα και χωνόμουν, τώρα είναι τάφος. Έχει και η ζωή τις Αλκυονίδες της. Οι αληθινά γενναίοι τα βάζουν με το Θεό, δεν έχουν τιμή, αμαρτάνουν, σκοτώνουν, πάνε στα μπιλιαρδάδικα, είναι μπάτσοι.
Ο ήλιος αυτός μέσα στο όνειρο. Ήταν αλλοτινός. Όλα ήταν αλλοτινά. Ο σκύλος γάβγισε σιωπή, τα αυτοκίνητα λίγα, περνούσαν, σιωπή, η μητέρα μου γελούσε, σιωπή, ο πατέρας μου σώπαινε μέσα στη σιωπή των πουλιών στα κλουβιά τους.
Ο κύριος Λαμπρόπουλος φωνάζει από το βάθος τη μητέρα μου: «Κυρία Φραγκούλη… κυρία Φραγκούλη», για να εξηγήσει ότι η βλάβη είναι μεγαλύτερη, δεν είναι συνηθισμένη, δεν έχει καεί μια αντίσταση, ένας θερμοστάτης, εδώ ίσως χάσει το πόδι του. Στην Πάτρα ήταν μια πλατεία που έπαιζε, ακριβώς κάτω απ’ το δυαράκι που μετακόμισαν οι γονιοί του, αυτός λίγων μηνών τότε. Έπαιζε μπάλα ο καημένος όταν γέρασε και πέθανε.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart http://bit.ly/2DHkI2H
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου