—του Στέλιου Φραγκούλη—
Ο Άι Βασίλης στο χωριό μου ήταν ένας τρελός. Γύρω στις δέκα έβγαινε κι έπαιρνε τα καφενεία στη σειρά (τρία ήταν όλα κι όλα). Τότε που για τους λιγοστούς πελάτες τα λόγια και ο καφές είχαν τελειώσει.
Έμπαινε, λοιπόν, ο Βασίλης κι έλεγε: «Θέλω πεπέλα» (κοπέλα), «θα βρούμε, Βασίλη, μόνο να μας πεις πώς τη θες», λέγαν οι γέροι. «Εγώ ‘μαι πεπέλα», συνέχιζε ο Βασίλης… «Και πού ’ναι τα φουστάνια σου, ρε Βασίλη;» Χαμπάρι ο Βασίλης, έλεγε άλλα. Ήταν τεράστιος, σκιαχτικός, αν δεν τον ήξερες αγριευόσουν. Το κεφάλι του καραφλό, μια φαλάκρα με αυλακώσεις, ο σβέρκος ανύπαρκτος, η μούρη κόκκινη και είχε ένα τικ, να ζαρώνει κάθε τόσο τη μύτη του. Σε κάρφωνε με το κενό του βλέμμα και δεν το ’παιρνε από πάνω σου, αν ήσουν ξένος, ούτε με λοστό. Κι έλεγες έντρομος από μέσα σου, τώρα τί είναι ο Βασίλης, «πεπέλα» ή μήπως είμαι η «πεπέλα» εγώ;
Συνήθως φορούσε ένα ψηλοκάβαλο παλιοπαντέλονο πού ‘χωνε μέσα το πουλόβερ και από κάτω σαγιονάρες με κάλτσα. Οι καφενόβιοι ούτε μασούσαν από Βασίλη, ούτε και διασκέδαζαν. Ήταν η ζωή στο χωριό αφόρητη πλήξη.
Μια μέρα, λένε, ο Βασίλης ψάχνοντας «πεπέλα» μπήκε στο καφενείο κρατώντας μια μεγάλη κιλότα. Αλλά στο καφενείο το κλίμα ήταν βαρύ, ιδιαίτερα βαρύ, μια νοτιαδούρα έριχνε βροχή και οι δυο-τρεις θαμώνες κάπνιζαν αμίλητοι σκεφτόμενοι τα στερνά τους. Ο Βασίλης, που δεν διέθετε και μεγάλη ενσυναίσθηση, άρχισε τα δικά του, αλλά κανείς δεν «το ’κρενε», ούτε που γύριζαν να τον κοιτάξουν. Τότε κι αυτός θυμωμένος πλησίασε τον καφετζή και τού ‘χωσε το βρακί στη μούρη μουρμουρίζοντας κλαψιάρικα: «Πεπέλα, πεπέλα». «Άει, Βασίλ…» κούνησε το χέρι του ο παπάς που κάθονταν μπροστά στο τζάμι, σαν να έλεγε: «Το ’χασες ντιπ, Βασλάκη». Ε, τού έμεινε αυτό το «Άει, Βασίλ», πήρε το παρατσούκλι του: «Άι Βασίλης».
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Βίνσεντ Βαν Γκογκ, «Νυχτερινό Καφέ», 1888.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart http://bit.ly/2CKwNnv
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου