—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Για πολλούς βουλευτές, πολιτικούς και διανοούμενους που προέρχονται από το χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, το ονοματολογικό της FYROM έχει αναχθεί πλέον σε «ταυτοτικό» ζήτημα της ιδεολογικής τους διαδρομής αλλά και της τελικής απόφασής τους για την υπερψήφιση της «συμφωνίας των Πρεσπών». Πράγματι, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μια μικρή αλλά γενναία μειοψηφία από αυτό τον χώρο τόλμησε να αντιταχθεί στις εξάρσεις του ελληνικού εθνικισμού, προτείνοντας μια ορθολογική λύση απέναντι στη «σκοπιανοποίηση της εξωτερικής πολιτικής» της χώρας. Δεν είμαι σίγουρος πως η λύση αυτή συμπίπτει με την τωρινή «Συμφωνία των Πρεσπών» αλλά πάντως δεν χρειάζεται το ιστορικό άλλοθι της Ανανεωτικής Αριστεράς για να στηριχθεί μια κυβέρνηση που χειρίζεται το θέμα με απόλυτο πολιτικό κυνισμό και ωμή κομματική εργαλειοποίηση. Το αξιακό σύστημα που διαμόρφωσε η ίδια η Ανανεωτική Αριστερά δεν μπορεί πάντως να συρρικνώνεται σε μια ψηφοφορία για τη «συμφωνία των Πρεσπών». Το συμβολικό κεφάλαιο της Ανανεωτικής Αριστεράς αφορούσε μια ευρύτερη δέσμη ιδεών και αξιών γύρω από την Ευρώπη, τους δημοκρατικούς θεσμούς, τις εθνικές συναινέσεις και τις πολιτικές συμμαχίες∙ χαρακτηριστικά που ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε σταδιακά στην πορεία του για την εξουσία, καθώς παρέπαιε άλλοτε ανάμεσα στον Βαρουφάκη και τον Καμμένο και άλλοτε ανάμεσα στην «καραμανλική συνιστώσα» και «τα ορφανά» του Τσοχατζόπουλου. Καθένας λοιπόν μπορεί να έχει τη γνώμη του και να στηρίξει την επιλογή του. Όχι όμως στο όνομα ενός χώρου με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και ευαισθησίες.
Ο αντίλογος είναι προφανής. Μα δεν είναι το εθνικό συμφέρον υπέρτερο από το στενά κομματικό; Ας εξετάσουμε αυτό το επιχείρημα, μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Πράγματι η επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος με τη γείτονα χώρα είναι ένα σημαντικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής, καθώς επηρεάζει τη γενικότερη γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή των Βαλκανίων. Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία πως το momentum ήταν εξαιρετικά θετικό για την Ελλάδα∙ όχι μόνο επειδή ο μετριοπαθής Ζάεφ ήταν έτοιμος για υποχωρήσεις και συμβιβασμούς αλλά κυρίως επειδή το ευρω-ατλαντικό ενδιαφέρον για τη λύση του ζητήματος ήταν ιδιαίτερα έντονο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει την περίφημη «εθνική ενότητα» με ευρείες συναινέσεις, οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης θα ήταν διαπραγματευτικά ισχυρές, και μάλιστα με διακομματική νομιμοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως πάντα, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μετατρέψει το θέμα σε αρένα διχασμού και πόλωσης. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: ο ΣΥΡΙΖΑ μίλαγε αλαζονικά για μια «ιστορική συμφωνία» που απειλείται από έναν «ετερόκλητο όχλο» και η ΝΔ έψαχνε Βουκεφάλες για τα συλλαλητήρια.
Κάπως έτσι η «Συμφωνία των Πρεσπών» έφτασε αυτές τις ημέρες στην ελληνική Βουλή ήδη υπονομευμένη. Με έναν παραιτημένο υπουργό Εξωτερικών, με έναν παραιτημένο υπουργό Άμυνας, και με μια συνολική παραίτηση για μια ουσιαστική λύση μακράς διάρκειας. Η «Συμφωνία των Πρεσπών» δεν ψηφίζεται επομένως μέσα σε πολιτικό κενό. Έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν ενδεχομένως και τα κριτήρια της στάσης των κομμάτων και των βουλευτών: μια βιαστική και «μυστική» διπλωματική διαδρομή ερήμην του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, μια «στημένη» ενδοκυβερνητική κρίση, μια παρακμιακή αναζήτηση διπλών και εναλλασσόμενων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, πολλά ευκαιριακά «ρεπό» που αναπληρώνουν τα κενά και τις απουσίες των νέων «κρυμμένων- Καμμένων». Στο πλαίσιο αυτό, όπως σωστά έγραψε πρόσφατα ο Γ. Σιακαντάρης, ακόμη και η υπερψήφιση της συμφωνίας από μεμονωμένους βουλευτές συμβάλλει στην εργαλειοποίηση του θέματος από τον ΣΥΡΙΖΑ.[1]
Είναι άραγε η κύρωση της Συμφωνίας τόσο σημαντική ώστε να υποχωρούν όλα αυτά τα κριτήρια; Απ’ ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει μια και ενιαία απάντηση στο ερώτημα. Αλλά από το χώρο της Κεντροαριστεράς, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μία. Την περιγράφει πολλά καλά ο Ευ. Βενιζέλος: μια ευκαιριακή πλειοψηφία που ευτελίζει τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και καταστρατηγεί όλες τις σχετικές ρυθμίσεις του Συντάγματος, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτής της συμφωνίας.[2] Η μόνη λύση είναι η προκήρυξη εκλογών, έτσι ώστε να υπάρξουν νέοι πολιτικοί συσχετισμοί που θα διασφαλίζουν την εθνική ενότητα στα κρίσιμα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας και της άμυνας της χώρας. Η ενότητα αυτή χάθηκε με κύρια ευθύνη της κυβέρνησης. Τα επεισόδια που έγιναν στο συλλαλητήριο είναι ίσως η πιο πρόσφατη ένδειξη πως όταν μια αυταρχική κυβέρνηση συναντά μια απογοητευμένη κοινωνία, η πολιτική αντιπαράθεση μάλλον εξελίσσεται σε σύγκρουση δύο λαϊκισμών. Η μετατροπή μιας εθνικής συμφωνίας σε δεξαμενή μεμονωμένων ψήφων από κονιορτοποιημένα κόμματα είναι η χειρότερη εκδοχή πολιτικού αμοραλισμού. Παρακολουθώντας αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι με το «γύρω-γύρω όλοι», ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ψευδαίσθηση πως αποκτά ηγεμονία στον —κατά τα άλλα ανύπαρκτο— χώρο του «προοδευτικού αντιδεξιού μετώπου». Στην πραγματικότητα θα φανεί πως, λίγο πριν πέσει, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ως τελευταία δεξαμενή τη Νέα Ελληνική Ορμή (ΝΕΟ) της κ. Παπακώστα, την «Πυρίκαυστο Ελλάδα» του κ. Ζουράρι, τη μία όχθη του Ποταμιού και δυστυχώς τη «σφραγίδα» της ΔΗΜΑΡ.[3]
[1] Γιώργος Σιακαντάρης, «Η εργαλειοποίηση του εθνικού θέματος», Το Βήμα, 20-1-2019, σ. 22-23.
[2] https://www.evenizelos.gr/mme/interviews/429-interviews2019/5952-eleftheria-kalamatas-ev-venizelos-den-eftelizetai-mono-to-syntagma-alla-kai-i-koini-logiki.html
[3] https://www.protagon.gr/apopseis/editorial/agapimeno-mou-kentroaristero-plyntirio-44341765765
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: «Γύρω γύρω όλοι», Συμεών Σαββίδης, 1908
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
from dimart http://bit.ly/2sCnboM
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου