Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Απολογία για την Ιστορία

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Είχα πάει συνεργείο κι όσο περίμενα είπα να πεταχτώ απέναντι σε μια φρουτεμπορική, να πάρω ένα τσίπουρο για το βράδυ, πού ‘ταν Παρασκευή. Τα παιδιά εξυπηρετικότατα, ένα κορίτσι με ρώτησε αν έχω μαζί μου μπουκάλι και δεν είχα και καθώς το γυάλινο είναι πλέον υποχρεωτικό μού έβαλε ένα και το χρεώθηκα. Με προέτρεψε την επόμενη φορά να έρθω με το άδειο να το ξαναγεμίσει. Καθώς στεκόμουν στο ταμείο και πλήρωνα, πρόσεξα μπόλικο κόκκινο υγρό να τρέχει από ένα μπαούλο και ρώτησα αν ήταν ρόδι. Το κορίτσι σα να ταράχτηκε, γέλασε και μουρμούρισε κάτι που δεν έπιασα.

Σήμερα, πάλι Παρασκευή βγήκα να πάρω τσίπουρο απ’ τους ίδιους γιατί ήταν καλό. Ανέβαινα την Κλεισθένους και θυμήθηκα το μπουκάλι, απλώς το θυμήθηκα. Άλλωστε και να το είχα φέρει θα ήτανε μάταιο: το μαγαζί δεν υπήρχε. Οι τζαμαρίες βαμμένες άσπρες, τα πάντα κλειστά. Τι να κάνω, μπήκα στο διπλανό τυροπιτάδικο να πάρω έναν καφέ και ρώτησα πότε κλείσανε. «Δεν γκζέρω, φίλος, αρκεί που πήγαν στο διάολο», «Μα γιατί το λες;», «Δεν τσ’ έβλεπες τσ’ μουτρούδες;», «Τι λες, εμένα μου φάνηκε πολύ συμπαθητικό το κορίτσι», «Πκοιο κορίτσι, θκο μου ήτανε το μαγαζί». Κάπως έτσι μιλούσε, δε μπορώ να τον κάνω και καλά, επειδή όμως γινότανε όλο και πιο περίεργος κι είχε μια φάτσα γριάς με πούτσα, έφυγα , πέταξα και τον καφέ κι έφυγα γρήγορα για το ζεστό μου σπιτάκι.

Προτού όμως στρίψω δεξιά κι αφήσω την Κλεισθένους έγινε κάτι πού με υποχρέωσε να βγάλω αλάρμ άρον άρον και να παρκάρω. Απέναντι μου, στο άλλο ρεύμα έστεκε γεμάτη χρώματα, με τα καφάσια της να ξεχειλίζουν, περιστοιχισμένη από μεγάλες κολοκύθες Halloween η χαμένη μου φρουτεμπορική. Πέρασα το δρόμο, μπήκα, με καλημέρισε η συμπαθής κοπέλα, αστειευτήκαμε για την αφηρημάδα μου που ξέχασα το μπουκάλι, ετοίμασε το τσίπουρο κι έφυγα. Δηλαδή τζάμπα πέταξα και τον καφέ.

Τρέχω, λοιπόν, στην κουζίνα βιαστικά να ψήσω έναν ελληνικό και να κάτσω να διαβάσω Marc Bloch. Χτυπάει τηλέφωνο, τρέχω, με στριμώχνει μια να αλλάξω σύνδεση στο σταθερό, ξεχνάω τον καφέ και μετά είναι αργά, το σπίτι μυρίζει γκάζι κλπ. Βγαίνω μουτρωμένος να πάρω καφέ απ’ τον φούρνο, συναντώ την υπερευτυχισμένη μαμά του δεύτερου ορόφου με το παιδάκι της, αναγκαστικά κάνω τον ενθουσιασμένο καραγκιόζη, ξεφεύγω και απομακρύνομαι μιλώντας τους, πάω να ανοίξω την εξώπορτα, πέφτω πάνω στην παλιά διαχειρίστρια, γριά, με τεράστια φρύδια που γέρνουν κακομοίρικα προς τα κάτω, μαλλιά μαύρα, λαδωμένα, κολλημένα στους κροτάφους, φωνή αβίαστη, μακρόσυρτη, λεπτή, που αρχίζει να μου λέει πως κάποιοι ανοίγουν την αλληλογραφία της με την εταιρία ύδρευσης από περιέργεια. Τότε ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ και να σου πάλι η υπερευτυχισμένη μαμά με το ζαβό της (είναι εντελώς ζαβό, ειλικρινά κι αυτό και η μάνα του και η γιαγιά του). Αρχίζει μια μίνι συνέλευση, ζητάω συγγνώμη ότι έχω δουλειά και φεύγω.

Στον φούρνο έχει μια παράλογη ουρά και ένας ένας με τη σειρά τους κάνουν ηλίθιες ερωτήσεις για τη γεύση των ντόνατς και τέτοια. Παλιομαλάκες, θέλω να διαβάσω, είμαι αντικοινωνικός αυτή τη στιγμή, σκέφτομαι, αλλά το ύφος μου είναι συμπαθέστατο και μια κυρία μού χαμογελάει. Τότε αισθάνομαι ένα απαλό άγγιγμα στο πόδι, γυρίζω και να, πάλι η μαμά με το ζαβό: «Μη… μη σκουπίζεις τις μύξες σου στον Στέλιο». Είμαι έτοιμος να το βάλω στα πόδια και τότε πέφτει το μάτι μου στον κύριο που έχει φτάσει σχεδόν η σειρά του. Κρατάει κολλημένο στο πόδι του ένα βιβλίο. Πλησιάζω και διαβάζω: Marc Bloch Απολογία για την Ιστορία. «Αυτό διαβάζω και ‘γω», του λέω δείχνοντας το βιβλίο. Με κοιτάζει, τού παίρνει λίγο να καταλάβει τι άκουσε και μετά λέει: «Μήπως είναι αυτό; εδώ απ’ έξω το βρήκα, στο πεζούλι». Θεέ μου, ω Θεέ μου, το παίρνω και τρέχω σπίτι, ξεκλειδώνω, ανοίγω και, ω Θεέ μου, το βιβλίο είναι πάνω στο γραφείο. Με λούζει κρύος ιδρώτας, σηκώνω σιγά, σιγά το χέρι μου και κοιτάζω. Έχω δύο Απολογίες για την Ιστορία.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2OClOPr
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου