—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—
1.
Στο Παρίσι αυτή τη φορά βρέθηκα για 6 ημέρες. Να δω φίλους παλιούς να γνωρίσω άλλους νέους. Και δεν τους πρόλαβα όλους. Λίγες οι έξι ημέρες.
Δεν είναι δα κι η πρώτη φορά που βρίσκομαι στο Παρίσι. Είτε πριν από δυο τρεις μήνες είτε πριν από δυο τρία χρόνια είτε πριν παντρευτώ, είτε πριν τελειώσω το σχολείο είτε μετά που παντρεύτηκα είτε μετά που τελείωσα το σχολείο. Είτε ενδιάμεσα, είτε για πάντα. Είτε όποτε. Γενικά.
Πιθανολογώ πως η σχέση μου μ’ αυτή την πόλη είναι προσχεδιασμένη από τον πατέρα μου πολύ πριν φύγει από αυτόν εδώ τον γνωστό κόσμο. Αλλά και μετά. Όταν έφυγε για τον άλλον για τον οποίον δεν γνωρίζουμε και πολλά.
Διότι αν συσχετίσω τις άλλες πόλεις στις οποίες έχω ζήσει ή τις οποίες έχω επισκεφτεί, όλα δείχνουν το Παρίσι. Και την Γαλλία βέβαια, αλλά το Παρίσι ειδικά.
Ο πατέρας μου έζησε στο Παρίσι πριν την δεκαετία του 1960 για κάμποσους μήνες. Πόσους δεν θυμάμαι.
Έχω μία φωτογραφία, (αυτή που είναι το cover αυτού του αφηγήματος), η οποία τραβήχτηκε από εμένα, την άνοιξη της πρώτης Λυκείου. Δηλαδή σε ηλικία 16 ετών. 1980. Με μία Nikon FM, φορτωμένη με έναν Nikkor 50mm f/1.4, και μ’ ένα Kodachrome 400. Και με motor-drive. (Αυτά τα θυμάμαι απόλυτα γιατί τα επέλεγα απόλυτα μέσα από έναν ογκώδη φωτογραφικό σάκο που μου έκοβε τον ώμο στα δύο. Οπότε, καθώς η κάθε λήψη γινόταν τόσος κόπος, θυμόμουν και θυμάμαι σχεδόν τα πάντα για πάντα. Με όλα τα βάλε-βγάλε. Αλλά και γιατί έπρεπε πολύ συχνά να απαντώ σε ερωτήσεις για το πώς της κάθε λήψης…)
Πριν από αυτή την λήψη, ο πατέρας μου μου είχε πει «Θα κατέβουμε στον σταθμό Franklin Roosevelt, και θ’ ανέβουμε από τις κυλιόμενες. Κι από εκεί θα δεις την Champs Élysée ως κάτω την Αψίδα του Θριάμβου να εμφανίζονται μπροστά σου αργά». Και αμέσως μόλις εμφανίστηκαν αργά, τον ρώτησα «Γι’ αυτό εδώ γίνεται όλη η φασαρία;» Και μου απάντησε «Δεν θα το καταλάβεις αμέσως. Αυτά γίνονται σιγά σιγά». Και η κουβέντα δεν συνεχίστηκε.
Ανεβήκαμε περπατώντας στο σούρουπο και, καθώς ο χώρος γύρω γινόταν παστέλ, κι ενώ είχαμε φτάσει στην διασταύρωση της Champ Élysée με την οδό Presbourg, εγώ πέρασα την διάβαση και στάθηκα στην μέση της λεωφόρου κι έβγαλα την φωτογραφία. Κι υπάρχουν κι άλλες από άλλες γωνίες από την ίδια θέση (τιμής ένεκεν στο motor-drive) αλλά για το παρόν αφήγημα η ιστορία αυτής της μίας είναι αρκετή.
Κάποια από τις επόμενες ημέρες της τότε διαμονής μου, ο πατέρας μου με είχε πάει σ’ ένα bistro στο Chatelet. Επανειλημμένα. Άσχετα αν εγώ προτιμούσα κάμποσα Mc Donald’s που είχα διακρίνει σε κάμποσες γωνίες. Κι εκεί μου είχε αφηγηθεί κάμποσες ιστορίες από τις οποίες θυμάμαι ελάχιστα πράγματα αλλά που όμως μου άρεσαν.
Πιθανολογώ πως εκείνη την άνοιξη το Παρίσι μπήκε μέσα μου. Κι από τότε παραμένω σιωπηλός ξενιστής του.
2.
Πάντα θεωρούσα το Παρίσι άγρια πόλη. Αχανή πόλη. Διόλου ειρηνική. Διόλου ήσυχη και διόλου εύκολη. Αλλά μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια όσες φορές ερχόμουν, ανακάλυπτα γειτονιές του.
Την Alésia, για παράδειγμα, στο 14ο διαμέρισμα, το 2014, την θεώρησα σπίτι μου. Που παρόλο που θα είχα κάθε κυριολεκτικό λόγο να την θεωρήσω σπίτι μου, δεν την θεώρησα σπίτι μου για τον κυριολεκτικό λόγο. Αλλά γιατί μ’ ένιωσα να κατοικώ εκεί χρόνια πολλά εν συνεχεία. Να τρώω και να πίνω σε συγκεκριμένα bistro κι εστιατόρια και να ψωνίζω από συγκεκριμένα καταστήματα.
Πιθανολογώ πως έφταιγε ένας επίσης πολύ συγκεκριμένος φούρνος, αυτός τoυ Dominique Saibron στην γωνία της πλατείας Victor et Hélène Basch, ή πιο απλά της πλατείας Alésia. Στο 77 της Λεωφόρου του στρατηγού Leclerc.
Αυτό ήταν. Θυμόμουν μέχρι και τους δρόμους.
Μια άλλη φορά, γύρω στο 1996, στην Place des Vosges, στο 4ο διαμέρισμα, είχα ανέβει στο σπίτι του Ουγκό. Είχα καθίσει (τρόπος του λέγειν) στο γραφείο του. Πρέπει να μίλησα μαζί του, γιατί τον χρόνο που πέρασα συζητώντας με τον Ουγκό τον αντιλήφθηκα μετά το διαπεραστικό βλέμμα κάποιου υπαλλήλου του Μουσείου. Ναι μάλλον του μίλησα. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά μου κατέδειξε ένα πράσινο παγκάκι στους κήπους της πλατείας απέναντι από το παράθυρό του, να πάω να καθίσω εκεί να σκεφτώ λίγο όλα όσα λέγαμε. Το οποίο και έκανα.
Μια άλλη φορά, στο millenium, το 2000 επακριβώς την 1η του Ιανουαρίου, και μία εβδομάδα μετά, περνούσα ώρες πολλές στο Georges Pompidou, στο 4ο διαμέρισμα. Εξ άλλου κάπου εκεί κοντά, μας φιλοξενούσαν κιόλας. Φοιτητοπαρέες ετών 36 ή και λιγότερο, πιθανόν και με παιδιά αν και σπάνια. Παρίσι όμως. Πάντα, Παρίσι.
Και μια άλλη φορά, πιθανόν γύρω στο 1986, χωρίς να θυμάμαι διόλου πού έμενα και πώς είχα βρεθεί στην πόλη, θυμάμαι μόνο μία συγκεκριμένη. Με μαλλιά καρέ. Αυτό μόνο. Σπούδαζε σινεμά. Ίσως. Θυμάμαι μία συζήτηση για κάμερες. Και τηλεόραση. Εκείνη και μία συζήτηση για κινηματογραφικές μηχανές, και πολύ μπλε. Αν και όχι βαθύ. Και τα μαλλιά της. Αλλά εντάξει, συμβαίνουν αυτά στο Παρίσι.
Στο bistro Le Progrès, στη Μονμάρτη, μάλλον πέρσι, χάζευα τους ομορφότερους ανθρώπους του κόσμου.
Και στην Alésia, ξανά. Και ξανά. Εκεί κατοικώ. Το ξέρω.
Η Place Austerlitz δεν μου αρέσει. Ούτε η Place d’Italie.
Και στις Les Halles θυμάμαι δυο τρία χρόνια πριν ή και παραπάνω μας είχε πιάσει την κουβέντα μία με υποκίτρινα μακριά μαλλιά. Με διάστικτο πρόσωπο. Αλλά χαμογελούσε όμορφα. Και είχε έρθει από την Προβηγκία να βρει δουλειά γιατί στο χωριό δουλειά δεν υπήρχε πια. Και ήταν μόνη της στο Παρίσι κι απλά μας έπιασε την κουβέντα.
Το «μόνη της στο Παρίσι» δεν είναι πρωτότυπη φράση.
Μια γιαγιά θυμάμαι, να τρώει μόνη σκυφτή, κάποιο croc madame ως δείπνο. Σ’ ένα καταχείμωνο κάποιου έτους σ’ ένα πολύβουο πλατύ bistro απέναντι από το Δημαρχείο. Είχε τόσο κρύο έξω που όταν άνοιγε η είσοδος έμπαινε και αχνός, ωσάν να άνοιγαν κάποιες πύλες να εισέλθει ο ξένος.
Άλλη φορά στην πλατεία Gambetta κοντά, στους Mercuriales απέναντι, μία νύχτα με φως στα απέναντι παράθυρα, ήθελα να μακρύνω τον χρόνο ή και να τον σταματήσω αν ήταν εφικτό. Μπας και προλάβω να γράψω όσα συνέβαιναν, μιας και όσα συνέβαιναν στο μυαλό μου, αλλά και γύρω εκεί, ήταν feed σε κβαντική θύρα σε κάποιον εξελιγμένο Johnny Mnemonic.
Και μετά, στον Montparnasse στα τρένα ποτέ δεν κατάλαβα πώς χωρούσαν τόσοι άνθρωποι που δεν ήθελαν να αποχωριστούν ποτέ. Αλλά ποτέ. Ως εκκρεμές την έβλεπα να χαμογελά ακατάπαυστα. Και τα χρώματά της. Χαμογελούσε με το σώμα της στην κίνηση του μετρονόμου, πιο πολύχρωμη απ’ όσο το Παρίσι θα άντεχε, μπας και σταματήσει το τρένο ή ακόμη και να το ακινητοποιήσει.
Μια άλλη φορά στο Marais· δεν θυμάμαι πότε, κάποτε, πάντα, τέλος πάντων, κάποτε, είδα όλο το Παρίσι. Από τον έκτο όροφο. Δαγγεροτυπία εξαίσια από χειμωνιάτικη πόλη με τις ασύμμετρες πέτρες από τα καλντερίμια της να γυαλίζουν. Άλλοτε με μακρινούς καλπασμούς κι άλλοτε με το μπάσο σκαμπανέβασμα αναρτήσεων ακριβών αυτοκινήτων. Και με τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες. Ζωές σε επίδειξη ομορφιάς. Παγώνι με χαμηλά χρώματα αλλά ολόκληρα, γεμάτα, προς προσέλκυση κάθε ερωτευμένου. Παγώνι πρέπει να ήταν αυτή η πόλη πριν γίνει πόλη.
3.
Αλλά αυτή τη φορά βρέθηκα μόνο για 6 ημέρες.
Place d’Italie και Canal St. Martin.
Σ’ αυτό το τελευταίο γνώρισα καινούριους φίλους κι ένας ήταν και αξιοσημείωτος άνθρωπος.
Οι αξιοσημείωτοι άνθρωποι διαλέγουν διάφορα σημεία του πλανήτη να ζήσουν. Αυτός δεν κατάλαβα αν διάλεξε το Παρίσι ή αν βρέθηκε στο Παρίσι. Το δεύτερο πάντως είναι πολύ πιθανό γιατί αυτή η πόλη συχνά σ’ επιλέγει πριν την επιλέξεις εσύ.
Στο bistro Bolivar στο κανάλι του St. Martin με τον Πορτογάλο σερβιτόρο.
Κι έτσι, ένα απόγευμα, στην άλλη όχθη του καναλιού, στη διαδρομή ως τα multiplex cinémas Mk2, ήρθε η βία.
Μία σύλληψη με τον συλληφθέντα να κλαίει κάτω από κάμποσους αστυνομικούς και να αντιστέκεται στην σύλληψη κι οι αστυνομικοί να γίνονται πιο βίαιοι μπας και τελειώνουν. Δύο τα περιπολικά κι ο κόσμος να περνά.
Μία τρελή γριά με πράσινη κουκούλα να πλησιάζει βρίζοντας δυο κορίτσια που κάθονταν στο διαγώνιο τραπέζι από εμάς και να θέλει να τα χτυπήσει με γροθιές. Φωνές από τα κορίτσια κι αν δεν είχε προτρέξει ο ένας εκ των δύο του διπλανού τους τραπεζιού, θα είχα πέσει επάνω της με ολόκληρο το αμαξίδιό μου. Που στην προκυμμένη περίπτωση είχα ένα που περισσότερο με αυτοκίνητο μοιάζει παρά με αμαξίδιο. Κάπου 140 κιλά εξάτροχο όχημα. Ο ανάπηρος σούπερ ήρως. BatWheelchair θα το λέω και θα κάνω πρόταση στη Marvel για Batman ΑμΕΑ. Αλλά ήρθαν κι άλλοι. Κι η σερβιτόρα πετάχτηκε έξω κι άρχισε να φωνάζει στην γιαγιά με το όνομά της.
Δεκάδες οι άστεγοι και τα junkie, γύρω. Και η γιαγιά μαζί. Και κόσμος στα bistro της όχθης με τα ακαθόριστα χρώματα. Θα μπορούσε να έχει το ήσυχο χαμηλά ασημένιο των εσωτερικών ποταμών των μικρών Ευρωπαϊκών πόλεων, το κανάλι, από εκείνη την πλευρά. Παρέα με το γκρι του τσιμέντου της όχθης, με έντονα κίτρινα κοντάρια μετρητές κινδύνου για τις πλημμύρες, αλλά δεν είχε. Κάτι πολύ ίσιο είχε και δεν ξέρω γιατί. Και το καταπράσινο παν- βρώμικο μπουφάν της γιαγιάς με την κουκούλα.
Είκοσι λεπτά μετά φύγαμε κι η γιαγιά σηκώθηκε από την άκρη της κι ερχόταν προς εμένα με το κεφάλι κάτω πάντα μέσα στην κουκούλα.
«Θα την πετάξω στο ποτάμι», είπα στη φίλη που βάδιζε δίπλα μου. Πρέπει να γέλασε δυνατά απ’ όσο θυμάμαι.
Αλλά η γιαγιά προσπέρασε και κατευθύνθηκε ξανά για τα κορίτσια. Πολλοί άνθρωποι από το bistro βγήκαν, και όντως θα την πέταγαν στο ποτάμι αν δεν είχαν επέμβει οι πιο ψύχραιμοι.
Φύγαμε ενώ κάτι τύποι με σκουφιά στα χρώματα της Τζαμάικα μας κοιτούσαν σταθερά.
Το βράδυ, πάντα στο Bolivar, η φίλη, μου είπε «Αυτή η πόλη έχει ανοίξει τα πόδια της σε όλο τον πλανήτη. Μα γιατί;»
Δεν της απάντησα.
Και μια άλλη φίλη, στην παρέα, είπε «Οι Γάλλοι Γάλλοι δεν μένουν πια στο κανάλι. Ή και στο Παρίσι μέσα, αν το θες αλλιώς. Εκτός από κάποιους με πολλά λεφτά, οι υπόλοιποι, δεν μένουν πια εδώ. Ή έχουν φύγει στα προάστια ή σε άλλες γειτονιές. Πολύ ακριβές. Το κανάλι ήταν, δεν είναι πια.»
Κι όμως, άλλος της παρέας, διαφώνησε. «Τι λες, παιδί μου! Πιο bobo από το κανάλι δεν υπάρχει. Ποιοι έχουν φύγει; Ό,τι θέλετε λέτε…»
4.
13η του Νοεμβρίου ήταν αυτή η φορά.
Στο εστιατόριο δυο δρόμους δεξιά από το κανάλι. Κοντά στο σπίτι της φίλης μου, φωτεινά, και όμορφα. Και γλυκός ο καιρός. Κρύος, αλλά γλυκός. Περίμεναν τους καφέδες και τα γλυκά, Παρασκευή βράδυ. Παρασκευή βράδυ, είμαι ερωτευμένος την Παρασκευή το βράδυ.
Πυροβολισμοί, όμως, κραυγές, ποδοβολητά, πολυβολισμοί συγχρονισμένοι. Ριπές. Αγκώνες στην άσφαλτο και σερνάμενα μέλη πάνω σε αυλάκια αίματος του διπλανού, κι άλλες κραυγές, τζάμια μέταλλα από ανάποδα τραπέζια, καθίσματα να συρίζουν πάνω στο πεζοδρόμιο, στον πανικό. Κάλυκες στο ρείθρο ένας ένας μαζί με ψυχές. Δεν ακούγονταν αυτές αλλά οι κάλυκες ακούγονταν, όπως κυλούσαν. Δαχτυλήθρες για ουρλιαχτά πόνου. Τελικά, ησυχία λίγο.
Μόνο αγκομαχητά και ρόγχοι.
Λίγο μετά, συνήθως με αίμα και σάλιο να βουλώνουν την μύτη, και εμετό, συχνό εμετό από το διάτρητο στομάχι, οι σειρήνες. Πιθανόν ασθενοφόρα.
Ο θάνατος σίγουρα.
Ο θάνατος, σίγουρα.
Δοξασμένος, υπέροχος, ψηλός, κοκάλινος, αγέρωχος, δρεπανοφόρος πάνω απ’ όλα, Θεός.
«Ο Θεός είναι μεγάλος!»
Αλλά εγώ αύριο θα είμαι εκεί, που είπε και ο Γιάννης, με τον καφέ μου και τα τσιγάρα μου, κι ας με φαντάζονται κρεμασμένο ανάποδα στην κολόνα μιας πλατείας της Μέσης Ανατολής.
Μετά, στο κινητό τηλέφωνο, μίλησα με την φίλη μου. Μίλησα… Δηλαδή, στο messenger, εννοώ. Μου έστελνε φωτογραφίες του Σαββάτου μεσημέρι, αργά.
Κεράκια, λουλούδια, δάκρυα, ανθοδέσμες μεγάλες, δάκρυα, λεπτά μαύρα κορδονάκια πένθους, δάκρυα κι άλλα, κάρτες με λόγια, σφιγμένα χείλη μην κλάψουν, λευκός ή γκρι ουρανός, το ψιλόβροχο στην κλειστή πόρτα, τέτοια πράγματα μου έστελνε, και δάκρυα.
Οπότε και της έγραψα:
τι να σχολιασω…
τιποτα να μην σχολιασεις
εγω εχω να πω πως σημαδευτηκε η ζωη μου στο παρισι
η καθημερινοτητα μου τα στεκια του σαββατοκυριακου μου, γεμισαν νεκρους
θα χει φαντασματα δηλαδη εκει
νομιζω
εκανα ολη την διαδρομη
με επιασε ζαλαδα
εχει γεμισει κοσμο και καναλια
θα εχει φαντασματα ναι σιγουρα. αυτο σιγουρα
εχω γυρισει σπιτι με διαθεση για εμετο
ευτυχως που φιλοξενω δυο φιλους
και μιλαω
ναι ναι …. δεν εχω λογια καλη μου…
ουτε εγω
θα ηθελα να ημουν εκει να μιλαμε να σου παρω οσα μπορω
αλλα μαλλον δεν θα τα καταφερνα
πως καμια φορα κοιμασαι και βλεπεις ασχημο ονειρο
και λες θα περασει θα ξυπνησω
καπως ετσι
μονο που τωρα δεν θα περασει
Της τηλεφώνησα δέκα λεπτά μετά. Σαν κηδεία ήταν. Όπως σε μια κηδεία. Αλλά από εκείνες που δεν παρίστασαι ως κοινωνικό πρέπει αλλά επειδή ο νεκρός ήταν ένας αγαπημένος σου άνθρωπος. Και άρα θέλεις να αποφεύγεις τον εαυτό σου. Τον θρήνο. Την καταβύθιση. Το πηγάδι κραυγής που δεν βγαίνει από τον πόνο. Θέλεις να τα αποφύγεις όλα αυτά και μιλάς. Και συζητάς. Το πώς και το γιατί του χαμού του. Έτσι ήταν. Δευτερόλεπτα βουβά κι έλεγα μέσα μου Έλα τώρα συνέφερέ την θα συνεχίσει να ζει στα τρία στενά από τα φαντάσματα μην της το κάνεις αυτό πες κάτι… Δεν θυμάμαι τι είπα. Μπορεί και να μην είπα τίποτε. Πάντως το τηλεφώνημα το λήξαμε με λίγα γέλια και φιλιά.
Μετά, τα φαντάσματα στέκονταν ευθυτενή και ασθμαίνοντα, με κουρελιασμένα ρούχα και αίματα στο πρόσωπο, αλλά γεμάτα καλοσύνη. Δεν ζητούσαν ούτε εκδίκηση ούτε τίποτε. Μόνο έβγαζαν μία μία τις σφαίρες και τα θραύσματα από τα εντόσθιά τους, κι αφού τα εναπόθεταν κάτω εκεί μπροστά, στο δάπεδο, λες και παρέδιδαν το τυχαίο της συνεύρεσής τους με τον Χάρο, μ’ έβαζαν ν’ ανάψω ένα κεράκι να υψωθεί η ψυχή τους στο θερμό αέρα της φλόγας να πάει στον ουρανό να παραληφθεί να ησυχάσουν.
Να πάψει κι ο άθλιος με το δρεπάνι να κομπάζει.
Να πάψουν κι οι απεσταλμένοι του να λένε ψευτιές για τον Θεό. Πως είναι του Θεού. Πως ο Θεός είναι μεγάλος. Κι άλλα μαύρα του έξω από εδώ.
Κι αμέσως είπα στα φαντάσματα πως ναι, βεβαίως, και άναψα εκατό τόσα κεράκια, μάλλον, σιγά μη και θυμάμαι, και γονάτισα κι άρχισα να κλαίω. Με λυγμούς και κόμπους. Αλλά δεν την πήρα τηλέφωνο. Είχε αποκοιμηθεί. Ήσυχη, χαμογελαστή, πανέμορφη.
Την Κυριακή έχω σκοπό να της πω να πάμε για καφέ και ζεστά κρουασάν στο κέντρο της μεγάλης πλατείας της πόλης.
Και θα έχω και τα τσιγάρα μου.
Πάντα θα έχουμε το Παρίσι.
Πάντα.
Για πάντα.
5.
Δεν μπορεί να μείνει μόνο η βία.
Μερικοί λένε πως είναι η ομορφότερη πόλη του κόσμου. Άρα, δεν μπορεί να μείνει μόνο η βία.
Κι είμαστε πολλοί εδώ. Η παρέα η στενή παρέα είναι πάντα ο συνήθης αριθμός των 10 περίπου ατόμων. Που δεν φαίνονται. Κανείς δεν τους ξέρει. Κανείς δεν ξέρει κανέναν στο Παρίσι.
Η αλήθεια είναι πως αυτό είναι ελευθερία. Εγώ νιώθω ελεύθερος στο Παρίσι. Κανείς δεν πρόκειται να αναρωτηθεί για τίποτε. Εκτός αν σε κάποιον αρέσεις. Αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση.
Κι η τέχνη. Η τέχνη στο Παρίσι είναι ενσωματωμένη στα κτίρια και στους τοίχους. Στα πρόσωπα και στα βλέμματα. Και στην μουσική.
Έψαχνα μία μουσική.
Για ένα χαμόγελο πάνω από τον Σηκουάνα.
Ως απογείωση μπαλονιού με ήλιο γεμάτο ψυχές που δεν λυπούνται πια.
* * *
Εδώ άλλα Επετειακά
from dimart https://ift.tt/2DCtMHl
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου