Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018
Το ποίημα της εβδομάδας 28/11
Ode pour l’élection de son sépulchre II
—Έζρα Πάουντ—
Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου
Η εποχή ζητούσε μιαν εικόνα
του επιταχυνόμενου μορφασμού της,
κάτι για τη σύγχρονη σκηνή,
οπωσδήποτε όχι μιαν «Αττική χάρη».
Όχι, ασφαλώς όχι, τα σκοτεινά ονειροπολήματα
της ενδοσκόπησης·
καλύτερα ψευδολογίες
παρά τους κλασσικούς σε παράφραση!
«Η εποχή απαιτούσε» κυρίως ένα γύψινο καλούπι,
καμωμένο χωρίς χρονοτριβή,
μια πρόζα μηχανική, όχι, σίγουρα όχι, αλάβαστρο
ή την «πλαστική» του στίχου.
* * *
Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
from dimart https://ift.tt/2PXBPoJ
via IFTTT
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018
Μαύρη Παρασκευή στο χωριό
—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Στο πρόσφατο σκίτσο του Αρκά για την Black Friday, η «Παρασκευή» είναι μαύρη και λέει καλημέρα.[1] Το σκίτσο ήταν αρκετό για να προκαλέσει, για άλλη μια φορά, τα επικριτικά σχόλια όλων αυτών που, δίπλα στον γνώριμο αντι-καταναλωτικό κινηματισμό, πρόσθεσαν τώρα και το στίγμα του ρατσισμού. Η κατηγορία βέβαια δεν είναι καινούργια. Ο ίδιος ο όρος Black Friday έχει συχνά συνδεθεί με το ρατσιστικό λόγο, αν και η ιστορία του δεν φαίνεται να είχε, αρχικά τουλάχιστον, τέτοιες συνδηλώσεις.[2] Ωστόσο, η εικόνα του «σκλάβου εργαζόμενου» που δουλεύει σαν «μαύρος» για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εταιρειών, των επιχειρήσεων και της διαφήμισης δραματοποιεί πιο εύκολα την εκμετάλλευση από τον «θεσμό της καταναλωτικής φρενίτιδας» και τις «εκπτώσεις στα εργασιακά δικαιώματα».[3] Ο συνδυασμός της ταξικής με την φυλετική καταπίεση είναι άλλωστε ένας κοινός τόπος μέσα στo αριστερό αντικαπιταλιστικό ρεπερτόριο, που συνήθως χρεώνει όλα τα κακά αυτού του κόσμου στο «νεοφιλελευθερισμό».
Τα στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) ωστόσο δεν επιβεβαιώνουν αυτές τις ανησυχίες. «Επικαλούμενη στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ΕΣΕΕ επισημαίνει ότι ανάμεσα σε αυτούς που ψωνίζουν, η συντριπτική πλειονότητα των αγοραστών θα επωφεληθεί από τις προσφορές τόσο στα καταστήματα όσο και στο διαδίκτυο (64,5%), το 20,7% θα αναζητήσει ευκαιρίες μόνο σε φυσικά καταστήματα, ενώ μόλις το 14,8% θα επιλέξει μόνο ηλεκτρονικά καταστήματα για τις αγορές τους. Δύο στους πέντε Έλληνες ψωνίζουν στις εκπτώσεις του Black Friday», ενώ «λόγω της μειωμένης κίνησης των ενδιάμεσων εκπτώσεων, κρίνεται ότι η Black Friday όντως δημιουργεί υψηλές προσδοκίες και τονώνει πρόσκαιρα τη ζήτηση».[4] Αλλά και το επιχείρημα για την κερδοσκοπία των «μεγάλων εμπορικών αλυσίδων» δεν φαίνεται να ισχύει. Τα στοιχεία της Pay Pal δείχνουν ότι πάνω από το 32% των δαπανών στην Ελλάδα καταλήγει σε τοπικούς εμπόρους, ενώ ήδη έχουν πολλαπλασιαστεί οι αγορές μέσω Διαδικτύου.
Προφανώς, οι «ουρές» των καταναλωτών, η υπερβολική διαφήμιση, η εντατική διάχυση της εμπορικής πληροφορίας και τα περιστατικά βίας έχουν μετατρέψει τη Black Friday σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό φαινόμενο που δεν είναι πλέον μόνο οικονομικό. Η συμμετοχή στη Black Friday δημιουργεί ένα αίσθημα μαζικού συν-ανήκειν που ενισχύει τους δεσμούς ανάμεσα σε παρέες, οικογένειες και κοινότητες αλλά μπορεί επίσης να απελευθερώσει αποκλίνουσες ή ακόμη και επιθετικές συμπεριφορές. Για πολλούς από αυτούς και αυτές που ψωνίζουν, δεν προέχει καν η ίδια η οικονομική «ευκαιρία» των τιμών όσο ο χρόνος που θα περάσουν «εκεί έξω» μαζί με άλλους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, η Black Friday δεν είναι μόνο μια στοχευμένη πράξη αγοραπωλησίας προϊόντων και υπηρεσιών αλλά έχει γίνει ένας εξατομικευμένος και ταυτόχρονα συλλογικός τρόπος διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται άλλοτε η αγχωτική και άλλοτε η ειρωνική σύγκλιση των προτύπων ευμάρειας, ψυχαγωγίας και ατομικής ιδιοκτησίας. Από την απόκτηση νέου κινητού τηλεφώνου μέχρι τα εσώρουχα της Victoria Secret, ο χρονότοπος του shopping αναδεικνύει διαρκώς νέους μαζικούς και δυναμικούς φορείς καταναλωτισμού, με κυρίαρχο πλέον σύμβολο το life style, στον καιρό του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Στην Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του ’80,[5] το φαινόμενο της μαζικής κατανάλωσης εξελίχθηκε αντιφατικά. Για καιρό, η ευρεία συμμετοχή του κόσμου σε τέτοιες εμπορικές «ευκαιρίες» συνοδεύτηκε από στερεότυπα πολιτισμικού μιζεραμπιλισμού για τον δήθεν «αντι-πνευματικό» υλισμό της κοινωνίας ενώ σταδιακά η «λανθάνουσα απο-ενοχοποίηση της κατανάλωσης», όπως παρατηρεί με άλλη αφορμή ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, οδήγησε σε μια νέα εξατομίκευση της καταναλωτικής κουλτούρας∙ σε μια εξατομίκευση που, τις τελευταίες δεκαετίες, έδωσε έμφαση όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην επικοινωνία, στο χιούμορ, στην ειρωνεία. Το επιτυχημένο σποτάκι με τον ευρηματικό τίτλο «είχες και στο χωριό σου Black Friday;» συμπυκνώνει πολύ παραστατικά αυτό τον «διπλό λόγο» γύρω από την απόσταση και τη σύγκλιση μεταξύ των «τρόπων ζωής», που προωθεί η συγκεκριμένη εμπορική τελετουργία. Το χωριό ως σύμβολο της παραδοσιακής ζωής γίνεται τώρα ο χώρος μιας νέας ατομικής και συλλογικής εμπειρίας «εκμοντερνισμού», μέσω της συμμετοχής στις ηλεκτρονικές πωλήσεις της Black Friday και στη χρήση των νέων τεχνολογιών.
Ακόμη και το «Κική Τσάλεντζ»,[6] η παρωδία του γνωστού Kiki Challenge, υπακούει σε αυτή την πολιτισμική λογική της ειρωνικής μίμησης καθώς υπαινίσσεται πως τα νέα καταναλωτικά ήθη δεν είναι απλώς ξενόφερτα αλλά παραπέμπουν σε μια προϋπάρχουσα τοπική δεκτικότητα και «αυθεντική» οικειοποίηση (greekafication). Στο χωριό της Κικής, εκεί που μπλέκεται η μίμηση με την παρωδία, η Black Friday έδωσε τη δυνατότητα στα μικρομεσαία στρώματα όχι μόνο να ψωνίσουν αλλά και να αναβιώσουν, έστω για μερικές μέρες, τη χαμένη αίγλη μιας άλλης προ-μνημονιακής εποχής∙ τότε που οι «κάρτες» με τα «εορτοδάνεια» προανήγγελλαν τα Χριστούγεννα. Πάντως, αν, όπως λένε οι οικονομολόγοι, «η οικονομία είναι κλίμα», τότε η Μαύρη Παρασκευή που πέρασε μόνο μαύρη δεν ήταν. Για αυτό και δεν αποκλείεται η «Κικίτσα» να γίνει το επόμενο hit στα «παραδοσιακά» πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου, ενώ το γλέντι με τα κλαρίνα θα καταγράφεται σε ερασιτεχνικό βίντεο από το νέο iPhone, που αγοράστηκε αυτές τις άγιες μέρες του ελληνικού Thanksgiving.
[1] https://thecaller.gr/skitsa/to-skitso-toy-arka-gia-ti-black-friday-poy-prokalese-syzitiseis-kai-scholiastike-sto-diadiktyo-foto/
[2] https://billypenn.com/2016/11/25/the-very-philly-reason-the-day-after-thansksgiving-is-called-black-friday/
[3] https://left.gr/news/tria-hronia-black-friday-entatikopoiisi-antidraseis-kai-mikroteres-oyres
[4] http://www.ant1news.gr/news/Society/article/520919/elstat-posoi-kai-ti-psonizoyn-oi-ellines-tin-black-friday
[5] https://www.academia.edu/34660191/%CE%97_%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B1%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%AC%CE%BE%CE%B7%CF%82_%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CF%85%CF%80%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1
[6] https://www.youtube.com/watch?v=nspm2qY51s0
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
from dimart https://ift.tt/2PZjyre
via IFTTT
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018
Στα χέρια του Μαυρογένη
—του Στέλιου Φραγκούλη—
Μια αληθινή ιστορία που έγινε πριν από σαράντα χρόνια και βάλε, θυμήθηκα διαβάζοντας χθες βράδυ την περιγραφή ενός πειρατή. Από το βιβλίο του Κάρολου Τζόνσον Οι Φημισμένοι Κουρσάροι, που γούσταρε να μεταφράσει και να μας συστήσει ο Φώτης Κόντογλου το 1936. Έπεσα στη κρεβάτι και πήρα να διαβάσω τη ζωή και τις περιπέτειες του Καπετάν Εδουάρδου Τιτς, από το Μπρίστολ, γεννημένου στα 1680.
Αυτός ο γενειοφόρος, θεόρατος πειρατής ήταν τόσο σκληρός, τόσο σαδιστικός με το πλήρωμα και τα θύματά του που δεν τον έλεγες άνθρωπο. Τα γένια του ήταν τεράστια, κατάμαυρα και κάλυπταν ολόκληρο το πρόσωπό του, γι’ αυτό τον έλεγαν Μαυρογένη. Μια μέρα, τύφλα μεθυσμένος απ’ το ρούμι, άναψε βαρέλια με θειάφι στ’ αμπάρι του καραβιού και διέταξε το πλήρωμά να μπει μέσα μαζί του να δούνε πόσο θα αντέξουν σ’ αυτήν την «Κόλαση» (έτσι την είπε). Και όπως βροντογέλαγε, πελώριος και μαύρος, ήταν στ’ αλήθεια ο Σατανάς.
Παντού γύρω κρέμονταν εικόνες σκοτεινών, κοκκαλιάρηδων ανθρώπων που κοιτούσαν με αγριάδα. Έκανε τρομερή ζέστη. Το τσούρμο είχε φέρει μαζί κι έναν όμηρο που ο Μαυρογένης τον άρπαξε και τον σήκωσε ψηλά, ενώ κάποιοι με χοντρές φωνές τραγουδούσαν λόγια μιας άγνωστης γλώσσας. Ο Μαυρογένης βύθισε το ανυπεράσπιστο πλάσμα σε ένα καζάνι που έβγαζε καπνούς. Άρχισε μια τελετή, ένας στέκονταν ορθός κι έλεγε μια προσευχή. Ακόμη ζωντανό το τρομοκρατημένο θύμα ούρλιαζε. Απ’ τα πρησμένα του μάτια ξεχώριζε οικείες και αγαπημένες μορφές —τον πατέρα του, τον παππού, λίγο πιο πέρα τη μάνα του— και όλοι μοιάζαν ευχαριστημένοι. Τελικά όλοι ανήκαν στο τσούρμο του Μαυρογένη; Ή μήπως συμφώνησαν να τους αφήσει να ζήσουν με αντάλλαγμα το μαρτύριό του; Ακόμα και ο Κόντογλου φαινόταν να απολαμβάνει τη δαιμονική αφήγηση και την εξωπραγματική δύναμη κακού που ατσάλωνε αυτόν τον άνθρωπο.
Και τότε συνέβη κάτι ανεξήγητο, ο αγριάνθρωπος σήκωσε τον αιχμάλωτό του και βρυχήθηκε: «Και το όνομα αυτού Στυλιανός». Με έδωσε σε μια κοπέλα που με τύλιξε στη λευκή πετσέτα της, με ντύσανε, με χτενίσανε και πήγαμε παιδική χαρά. Από τότε λέγομαι Στυλιανός μα με φωνάζουν Στέλιο.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη
from dimart https://ift.tt/2r6SdEt
via IFTTT
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018
Κινούμενη Άμμος 18.11.2018
—με τον Γιώργο Πήττα—
Το «Κορίτσι με τα Πεινασμένα Μάτια» είναι μια παραβολή του Fritz Leiber (1910-1992). Γράφτηκε το 1949 και, αν πρέπει να ενταχθεί σε κατηγορία, μπαίνει στις «μικρές ιστορίες τρόμου» ή στις «παράξενες ιστορίες». Έγινε δύο φορές ταινία: το 1967 από τον William Rotsler και το 1995 από τον Jon Jacobs. Επίσης, έγινε επεισόδιο στην θρυλική τηλεοπτική σειρά Night Gallery το 1972. Τέλος, από την ιστορία αυτή εμπνεύσθηκαν οι Jefferson Starship και δημιούργησαν το ομώνυμο τραγούδι τους «The Girl with the Hungry Eyes», που ήταν το πρώτο τραγούδι της δεύτερης πλευράς του δίσκου «Freedom at Point Zero» (1979).
Playlist:
1. Sunforest – Lady Next Door
2. Everytime We Say Goodbye – John Coltrane
3. Key Largo – Jazz At The Movies Band
4. Noemie – Blue Blood
5. Michelle – Wallace Roney
6. New Beginning – Andrew Hale
7. Blue Moon Baby – Vivita
8. Bone Shaman Woman – Scarlet Crow
9. Mr. Syms – John Coltrane
10. Sunforest – All in Good Time
11. samuel barber – adagio for strings
12. Dance With Me – Nouvelle Vague
13. Dear Kathy – Benny Golson
14. Rocks – Zizi Transistor
15. I’m a Fool to Want You – Donald Byrd
16. The Ferryman – Jordan Reyne
17. I’m a Fool to Want You – Donald Byrd
18. Deep in the water – Birdeatsbaby
19. Birdie Birdie – Olivia Baker
20. Sunforest – Overture to the Sun
Ακούστε την εκπομπή:
Κινούμενη άμμος
Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.
Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.
Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.
Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.
* * *
Εδώ κι άλλη Κινούμενη άμμος
from dimart https://ift.tt/2FDLyvM
via IFTTT
Γιατί πέτυχε; Πως το ανακάλυψαν;
Βιβλία για παιδιά: προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς
—της Αγγελικής Μποζίκη—
Τελευταία ο Πέτρος έχει πάρα πολλές απορίες. Γενικά έχει πολλές απορίες αλλά νομίζω τελευταία έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο. Ρωτάει ό,τι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους και περιμένει και να τα ξέρουμε. Όλη αυτή του η περιέργεια τον έχει οδηγήσει να διαβάζει μόνος του. Τελευταία αποκτήσαμε ένα βιβλίο που δεν το αφήνουμε από τα χέρια μας. Πρόκειται για ένα βιβλίων γνώσεων που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη με τίτλο: 100 βήματα για την επιστήμη – Γιατί πέτυχε; Πως το ανακάλυψαν;
Το βιβλίο σε καλεί να βουτήξεις στον κόσμο της επιστήμης και να μάθεις για τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις της ανθρωπότητας. Είναι χωρισμένο σε δέκα κεφάλαια και κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε ένα θέμα. Διάστημα, τροχοί, αριθμοί, φως, ήχος, σωματίδια, ιατρική, υλικά, ενέργεια και ζωή είναι οι δέκα ενότητες που περιλαμβάνει το βιβλίο. Αναλυτικό τόσο όσο πρέπει, περιγράφει τα μεγάλα επιτεύγματα της ανθρωπότητας από τους αρχαίους μέχρι και τους πιο σύγχρονους πολιτισμούς. Τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν για τα άλματα της τεχνολογίας και για το πώς κάθε ανακάλυψη βοήθησε την ανθρωπότητα κι επηρεάζει την καθημερινή μας ζωή.
Γραμμένο σε γλώσσα κατανοητή, καλύπτει ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και σίγουρα το παιδί δεν θα βαρεθεί, καθώς έχει πολλά να ανακαλύψει. Εξαιρετική και η εικονογράφηση, με έμφαση στη λεπτομέρεια — θα δώσει επιπλέον υλικό στους μικρούς αναγνώστες. Το κείμενο είναι της Lisa Jane Gillespie σε μετάφραση της Αγγελικής Τζαβάρα και η εικονογράφηση της Yukai Du.
Ο Πέτρος έχει ενθουσιαστεί με το συγκεκριμένο βιβλίο. Το διαβάζει και μετά έρχεται και μας βομβαρδίζει με όλες τις καινούριες πληροφορίες που έχει μάθει. Και φυσικά έχει ακόμα περισσότερες ερωτήσεις, τις οποίες κρατάει για το βράδυ που θα γυρίσει ο μπαμπάς. Και τότε βλέπουν ξανά και αναλύουν όλα όσα του έκαναν εντύπωση.
Πρόκειται μια πάρα πολύ προσεγμένη έκδοση που πραγματικά αξίζει να αποκτήσετε. Εξαιρετική ιδέα και για δώρο, τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές. Απευθύνεται σε παιδιά από οκτώ ετών και σίγουρα θα αποτελέσει αφορμή για πολλές συζητήσεις.
* * *
Εδώ άλλες Προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς
from dimart https://ift.tt/2PPB15l
via IFTTT
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018
Ένα μικρούτσικο πρόβλημα
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Τι γνωρίζουμε για τον ανθρώπινο εγκέφαλο; «Κάθε μέρα και περισσότερα» είναι μία απάντηση που ισχύει μεν, υπεκφεύγει δε. Ο νευροφυσιολόγος Ντέιβιντ Χιούμπελ [David Hubel] έγραφε το 1978: «Οι γνώσεις μας για τον εγκέφαλο βρίσκονται σε πολύ πρωτόγονη κατάσταση. Ενώ για ορισμένες περιοχές έχουμε αναπτύξει κάποιο είδος λειτουργικής αντίληψης, υπάρχουν άλλες, με μέγεθος ίσο με τη γροθιά μας, για τις οποίες μπορούμε σχεδόν να πούμε ότι διαθέτουμε το ίδιο επίπεδο γνώσεων με εκείνο που αντιστοιχούσε στις γνώσεις για την καρδιά προτού αντιληφθούμε ότι λειτουργεί ως αντλία αίματος». Από το 1978 είναι απολύτως βέβαιο ότι οι γνώσεις μας (γενικά, άρα και για τον ανθρώπινο εγκέφαλο ειδικά) έχουν αυξηθεί, και μάλιστα εκθετικά. Εντούτοις, εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκέφαλου. Το γεγονός ότι αυτή η παραδοχή προέρχεται από έναν ανθρώπινο εγκέφαλο δεν πρέπει να μας απασχολήσει εδώ, αν είναι να κάνουμε δουλειά. Αλλιώς θα μπλέξουμε: ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν γνωρίζει πολλά πράγματα για τον εαυτό του; Πρόβλημα! Και μάλιστα μεγάλο. Ας το παρακάμψουμε επί του παρόντος και ας καταπιαστούμε μ’ ένα μικρούτσικο πρόβλημα.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 παιζόταν στην ελληνική τηλεόραση (στο MEGA) ένα τηλεπαιχνίδι που λεγόταν Το Μεγάλο Παζάρι και το παρουσίαζε ο Αντρέας Μικρούτσικος. Είχαν μάλιστα περάσει στον καθημερινό λόγο διάφορες ατάκες από εκεί, όπως «την κουρτίνα ένα ή το κουτί δύο;» (δίλημμα) και «πέτυχα Ζονκ» (γκαντεμιά). Η κεντρική ιδέα είχε ως εξής: ο παίκτης είχε να επιλέξει μεταξύ τριών πραγμάτων (κουρτίνες και κουτιά), ένα εκ των οποίων έκρυβε κάποιο δώρο. Αν το πετύχαινε, το κέρδιζε. Η δουλειά του παρουσιαστή ήταν είτε να μπερδέψει τον παίκτη, για να χάσει, είτε να τον βοηθήσει, για να κερδίσει – αναλόγως.
Το παιχνίδι ήταν διασκευή του πολύ επιτυχημένου αμερικάνικου τηλεπαιχνιδιού Let’s Make a Deal, το οποίο παιζόταν από το 1963 μέχρι το 1976 και, ελαφρώς παραλλαγμένο, από το 1980 μέχρι το 1991, και το παρουσίαζε ο Μόντι Χολ [Monty Hall]. O μόνος λόγος που αξίζει να θυμόμαστε σήμερα αυτή την τεράστια τηλεοπτική επιτυχία των τριών δεκαετιών και των 4.500 επεισοδίων είναι ένα ζήτημα μαθηματικών πιθανοτήτων. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Υπάρχει στην Αμερική ένα περιοδικό, το Parade, που κυκλοφορεί ως ένθετο και διανέμεται κάθε Κυριακή μαζί με περίπου 700 εφημερίδες , με συνολικό τιράζ πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα. Εντυπωσιακά τα νούμερα, αναμφίβολα. Μία από τις μακροβιότερες και πλέον επιτυχημένες μόνιμες στήλες στο Parade λέγεται «Ask Marilyn» («Ρώτα τη Μέριλιν»). Εκεί δημοσιεύονται ερωτήσεις που στέλνουν οι αναγνώστες, συνοδευόμενες από τις απαντήσεις της Μέριλιν του τίτλου.
Οι ερωτήσεις αφορούν συνήθως πρακτικά ζητήματα, αλλά συχνά έχουν φιλοσοφικές ή επιστημονικές (ή επιστημονικοφανείς, έστω) ή μαθηματικές προεκτάσεις. Παραδείγματα:
Ποια η διαφορά μεταξύ άγνοιας και αθωότητας;
Αληθεύει ότι δεν υπάρχουν ούτε δύο νιφάδες χιονιού που να είναι ακριβώς ίδιες;
Μια φίλη μου είναι έγκυος και γνωρίζει ότι είναι διζυγωτικά. Ποια είναι η πιθανότητα να είναι κορίτσι τουλάχιστον το ένα από τα μωρά;
Η Μέριλιν, από τις χιλιάδες ερωτήσεις που δέχεται εβδομαδιαίως, επιλέγει με τα δικά της κριτήρια, και απαντά σε μία ή δύο τη φορά. Μία από αυτές τις απαντήσεις θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Αλλά προέχει να γνωρίσουμε στοιχειωδώς τη Μέριλιν.
Η Μέριλιν βος Σάβαντ [Marylin vos Savant] έχει γεννηθεί στο Σεντ Λούις του Μισούρι το 1946. Μετά το κολέγιο, σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις, αλλά δυο χρόνια αργότερα παράτησε τις σπουδές της για να δουλέψει κοντά στον πατέρα της ως σύμβουλος επενδύσεων. Στη δεκαετία του ’80 παράτησε και τις επενδύσεις, και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, αποφασισμένη να γίνει συγγραφέας. Και τα κατάφερε: από το 1985 μέχρι το 2002 έγραψε δέκα βιβλία, ενώ από το 1986 κρατάει την εβδομαδιαία στήλη «Ask Marylin» στο Parade.
Η Μέριλιν είναι χωρίς αμφιβολία πανέξυπνη. Η ίδια ισχυρίζεται ότι το πρώτο τεστ νοημοσύνης που έκανε, το 1956 σε ηλικία 10 ετών, έβγαλε ότι είχε IQ 228 και πνευματική ηλικία 23 ετών. Το 228 είναι το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο σκορ όλων των εποχών, γεγονός που της χάρισε μια θέση στο Βιβλίο Γκίνες. (Η κατηγορία αυτή έχει πλέον καταργηθεί γιατί τα σχετικά τεστ έχουν κριθεί αναξιόπιστα, αλλά το γεγονός παραμένει: κανείς ποτέ δεν είχε πιάσει παραπάνω από τη Μέριλιν μέχρι τότε.) Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του’ 80, ξαναέκανε μια νέα βελτιωμένη εκδοχή του τεστ νοημοσύνης και έπιασε 186. Και πάλι πολύ υψηλό σκορ. (Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, το IQ του Άλμπερτ Άινσταϊν [Albert Einstein] υπολογίζεται κάπου μεταξύ 160 και 190, ενώ ο Σέλντον Κούπερ [Sheldon Cooper], o φανταστικός χαρακτήρας ενός ιδιοφυούς θεωρητικού φυσικού που υποδύεται ο Τζιμ Πάρσονς [Jim Parsons] στην τηλεοπτική σειρά The Big Bang Theory, υποτίθεται ότι έχει IQ 187.) Είναι σαφές ότι η νοημοσύνη της Μέριλιν είναι πολύ (πάρα πολύ!) πάνω από τον μέσο όρο, ο οποίος στη συγκεκριμένη κλίμακα μέτρησης είναι περίπου 100.
Την Κυριακή, 9 Σεπτεμβρίου 1990, η Μέριλιν απάντησε μέσω της στήλης της στην εξής ερώτηση:
Ας υποθέσουμε ότι οι παίκτες ενός τηλεπαιχνιδιού έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε τρεις πόρτες: πίσω από τη μία πόρτα υπάρχει ένα αυτοκίνητο, ενώ πίσω από τις άλλες δύο κρύβεται μια κατσίκα. Όταν ο παίκτης επιλέγει μια πόρτα, ο παρουσιαστής, που γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από κάθε πόρτα, ανοίγει μία από τις πόρτες που δεν έχουν επιλεγεί και εμφανίζεται μια κατσίκα. Στη συνέχεια λέει στον παίκτη: «Μήπως θέλετε να επιλέξετε την άλλη κλειστή πόρτα;» Συμφέρει τον παίκτη να αλλάξει την αρχική του επιλογή;
Είναι φανερό ότι η ερώτηση είναι εμπνευσμένη από το Let’s Make a Deal. Διαισθητικά, η ερώτηση φαίνεται περιττή. Σκέφτεται ο μέσος άνθρωπος: Μετά την παρέμβαση του παρουσιαστή, έχουν μείνει δύο πόρτες. Πίσω από μία απ’ αυτές υπάρχει ένα αυτοκίνητο και πίσω από την άλλη μια κατσίκα. Όποια και να επιλέξω, οι πιθανότητές μου να κερδίσω το αυτοκίνητο είναι 50-50. Πιο απλό δεν γίνεται.
Και όμως, η Μέριλιν (που, όπως είπαμε, δεν είναι ο μέσος άνθρωπος) απάντησε, με αποδείξεις, ότι ο παίκτης αυξάνει τις πιθανότητές του να πέσει στο αυτοκίνητο αν αλλάξει την αρχική του επιλογή. Σοκ!
Το κυρίαρχο στερεότυπο θέλει ο μέσος Αμερικανός να πιστεύει σε διάφορα περίεργα πράγματα: η Γη είναι επίπεδη, ο Έλβις ζει, ο Τραμπ κάνει για Πρόεδρος – τέτοια. Εδώ στην Ευρώπη θεωρούμε, με κάποια δόση υπερβολής ασφαλώς, τον κάτοικο της Βαθιάς Αμερικής αφελή, αμόρφωτο και κακόγουστο. Και σίγουρα δεν τον έχουμε ικανό να μπει στη διαδικασία να αμφισβητήσει μια μαθηματική απόδειξη. Και όμως αυτό ακριβώς συνέβη. Εκείνη την 9η/9ου/1990 έχουμε ένα συμβάν που προκάλεσε μια πρωτοφανή ομοφωνία του Αμερικανικού λαού: σε ποσοστό 92% οι Αμερικανοί πίστευαν ότι η Μέριλιν δεν είχε δίκιο.
Το ποσοστό προκύπτει από τις πάνω από 10.000 επιστολές (διαμαρτυρίας, κυρίως) αναγνωστών στο περιοδικό. Εννιά στους δέκα επιστολογράφους τα έχωναν (με διάφορους βαθμούς κοσμιότητας) στη Μέριλιν και δήλωναν πνευματικά προδομένοι. Ιδιαίτερα οι καθηγητές μαθηματικών τα είχαν πάρει στο κρανίο: 1.000 από τις επιστολές διαμαρτυρίας ήταν γραμμένες από μαθηματικούς. Ένας από αυτούς, από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον, της έγραψε:
«Τα κάνατε θάλασσα. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω: αν δειχθεί ότι μια πόρτα δεν είναι η σωστή, αυτή η πληροφορία μετατρέπει την πιθανότητα καθεμίας από τις δύο άλλες επιλογές που απομένουν –καμιά από τις οποίες δεν έχει λόγους να είναι πιο πιθανή από την άλλη– σε 1/2. Ως επαγγελματίας μαθηματικός, ανησυχώ ιδιαίτερα για τις ελλιπείς μαθηματικές δεξιότητες του κοινού. Σας παρακαλώ να βοηθήσετε να βελτιωθεί η κατάσταση ομολογώντας το λάθος σας και όντας πιο προσεκτική στο μέλλον».
Αυστηρός ο κύριος καθηγητής. Αλλά η Μέριλιν επέμενε ότι είχε δίκιο. Και το αποδείκνυε η γυναίκα! Το παράδοξο ονομάστηκε «το Πρόβλημα του Μόντι Χολ» (χωρίς ο Μόντι Χολ να έχει κανένα πρόβλημα, υποθέτω) και έχουν γραφτεί γι’ αυτό αναρίθμητα άρθρα. Σήμερα ουδείς εχέφρων άνθρωπος αμφισβητεί την ορθότητα του συλλογισμού της Σάβαντ. Εντούτοις, αρχικά η απόδειξή της ελάχιστους έπεισε. Η διαίσθηση των περισσότερων αρνιόταν να δεχτεί κάτι που στο μυαλό τους ήταν προφανές: δύο οι πόρτες, διαλέγω τη μία, έχω πιθανότητες 50-50· δηλαδή, έλεος! Ακολούθησαν και άλλοι επώνυμοι πανεπιστημιακοί, απ’ όλη την Αμερική: «Έχω πάθει σοκ. Σας έχουν διορθώσει τόσοι μαθηματικοί κι εσείς δεν αντιλαμβάνεστε στο λάθος σας», της έγραψε ένας από το Πανεπιστήμιο του Ντίκινσον. Κάποιος άλλος, από το Τζορτζτάουν, ήταν πιο επιθετικός: «Πόσοι εξοργισμένοι μαθηματικοί χρειάζονται για να αλλάξετε γνώμη;» Ένας τρίτος, από το Ινστιτούτο Ερευνών του Αμερικανικού Στρατού, της έγραψε μια μεγάλη αλήθεια: «Αν όλοι αυτοί οι διδάκτορες κάνουν λάθος, η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα». Και όντως έκαναν λάθος, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Και όντως η χώρα τους έχει σοβαρό πρόβλημα, όπως βλέπουμε συνέχεια.
Πάντως, για να είμαι δίκαιος, φαίνεται πως υπάρχει μια εγγενής, εκ κατασκευής, ατέλεια στον ανθρώπινο εγκέφαλο όταν αυτός καλείται να επεξεργαστεί προβλήματα πιθανοτήτων. Το αυτό ισχύει και για τον εγκέφαλο των μαθηματικών: άνθρωποι είναι κι αυτοί! Ο συγγραφέας Μάρτιν Γκάρντνερ [Martin Gardner], γνωστός κυρίως ως επινοητής μαθηματικών γρίφων, ο οποίος είχε ήδη από το 1959 ασχοληθεί με το ίδιο ακριβώς πρόβλημα σε ένα άρθρο του στο Scientific American (χωρίς όμως να προκληθεί τέτοιος σάλος στη μαθηματική κοινότητα, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι επιστήμονες διαβάζουν με μεγαλύτερο ζήλο τα περιοδικά ποικίλης ύλης απ’ ό,τι τα εξειδικευμένα περιοδικά του τομέα τους), έγραφε σχετικά: «σε κανέναν άλλο κλάδο των μαθηματικών δεν είναι τόσο εύκολο να κάνουν γκάφες οι ειδικοί όσο στη θεωρία των πιθανοτήτων».
Προς επίρρωση του αφορισμού του Γκάρντνερ, ένας σπουδαίος μαθηματικός, ο Ούγγρος Πωλ Έρντος [Paul Erdős], όταν άκουσε ότι η Μέριλιν ισχυριζόταν πως σε συμφέρει ν’ αλλάξεις επιλογή στο «Πρόβλημα του Μόντι Χολ», χωρίς κανέναν δισταγμό διαφώνησε έντονα μαζί της: «Αυτό είναι αδύνατον», είπε. Όταν του έδειξαν τη μαθηματική απόδειξη, στράβωσε ακόμα περισσότερο γιατί δεν μπορούσε να βρει λάθος. Είχε κι αυτός στη διαίσθησή του μεγαλύτερη εμπιστοσύνη απ’ όση όφειλε. Δεν αποκλείεται να έπεισε τον εαυτό του ότι λάθος υπήρχε, έστω κι αν εκείνος αδυνατούσε να το βρει. Τότε, ένας άλλος μαθηματικός, ετοίμασε μια προσομοίωση σε υπολογιστή και μαζί με τον Έρντος «έτρεξαν» εκατοντάδες δοκιμές. Και, φυσικά, ακολουθώντας τη συμβουλή της Μέριλιν (δηλαδή, αλλάζοντας επιλογή όταν έμεναν δύο οι πόρτες), κέρδισαν διπλάσια αυτοκίνητα απ’ όσα όταν δεν την ακολουθούσαν. Μόνον έτσι πείστηκε ο Έρντος ότι η Μέριλιν είχε δίκιο. Και μιλάμε για έναν από τους σημαντικότερους μαθηματικούς του 20ου αιώνα! Ο Έρντος μπορεί να ήταν εκκεντρικός, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί τις μαθηματικές του ικανότητες.
Paul Erdős
Μέσα από τη στήλη της στο Parade, η Μέριλιν εξήγησε τη θέση της μία, δύο, τρεις φορές – μέχρι που κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει την υπόθεση ούτε στο εφετείο, οπότε αποφάσισε να μην ξανασχοληθεί με το θέμα (χωρίς βέβαια να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος – γιατί δεν έκανε λάθος!).
Ήρθε η ώρα να δούμε τη λύση της Μέριλιν βος Σάβαντ στο «Πρόβλημα του Μόντι Χολ» (γιατί κι εμείς, έχω την εντύπωση, αδυνατούμε να πιστέψουμε κάτι τόσο κόντρα στη διαίσθησή μας). Επειδή η τυπική μαθηματική απόδειξη θα απέκλειε αρκετούς αναγνώστες, θα κάνουμε τη δουλειά μας πρακτικά: ας υποθέσουμε ότι εγώ είμαι ένας παίκτης στο Μεγάλο Παζάρι κι έχω να αντιμετωπίσω την κλασική ρουτίνα του παρουσιαστή Μικρούτσικου.
Σκέφτομαι: Βρίσκομαι μπροστά σε 3 κουρτίνες. Πίσω από τη μία υπάρχει ένα αυτοκίνητο και πίσω από τις άλλες δύο υπάρχει στη μία ο Μίστερ Ζονκ και στην άλλη ένα σακί πατάτες. Ο δυνατές εκβάσεις είναι 3: το αυτοκίνητο βρίσκεται είτε πίσω από την κουρτίνα 1, είτε πίσω από την κουρτίνα 2, είτε πίσω από την κουρτίνα 3.
Κάθε δυνατότητα έκβασης έχει πιθανότητα 1 στις 3. Άρα έχω 33,3% πιθανότητες να μαντέψω πού βρίσκεται το αυτοκίνητο. Ας υποθέσουμε ότι διαλέγω την κουρτίνα 1.
Μόλις επιλέξω πόρτα, ο Μικρούτσικος ανοίγει μία από τις δύο κουρτίνες που δεν κρύβουν το αυτοκίνητο – ας πούμε, την κουρτίνα 3, πίσω από την οποία βρίσκεται το σακί με τις πατάτες. Εδώ τα πράγμα θέλει σκέψη. Με δεδομένο ότι ο Μικρούτσικος ξέρει τι βρίσκεται πίσω από κάθε κουρτίνα, η επιλογή του ν’ ανοίξει την κουρτίνα 3 δεν είναι τυχαία. Αυτή η πληροφορία είναι κρίσιμη: την κρατάω.
Τώρα, υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: είτε έχω μαντέψει σωστά με τη μία και το αυτοκίνητο βρίσκεται όντως πίσω από την κουρτίνα 1 (σενάριο «φάρδος» – 33,3%) είτε έχω πέσει έξω και το αυτοκίνητο βρίσκεται πίσω από την πόρτα 2 (σενάριο «βάθος» – 66,6%).
Στη συνέχεια, ο Μικρούτσικος κάνει το γνωστό του κόλπο: με ρωτάει αν θέλω ν’ αλλάξω κουρτίνα. Αν επιμείνω στην κουρτίνα 1 και το αυτοκίνητο βρίσκεται όντως εκεί (σενάριο «φάρδος), όλα καλά: το πήρα το αμαξάκι. Όμως η αρχική πιθανότητα αυτής της δυνατότητας ήταν 1 στις 3. Αντίθετα, το σενάριο «βάθος», έχει διπλάσιες πιθανότητες: 2 στις 3. Εδώ θέλει προσοχή.
Ο Μικρούτσικος ξέρει ποιο από τα δύο σενάρια παίζει. Αν παίζει το σενάριο «φάρδος», δεν έχει σημασία ποια από τις κουρτίνες 2 και 3 θ’ ανοίξει: καμία δεν κρύβει το αυτοκίνητο. Εδώ η διαδικασία παραμένει τυχαία. Αν, όμως, παίζει το σενάριο «βάθος», τότε ο Μικρούτσικος είναι υποχρεωμένος ν’ ανοίξει την κουρτίνα εκείνη ανάμεσα στις 2 και 3 που δεν κρύβει αυτοκίνητο. Αυτό σημαίνει ότι τώρα πια η διαδικασία δεν είναι τυχαία. Ο Μικρούτσικος επιλέγει συνειδητά να μην ανοίξει την κουρτίνα 2, γεγονός που καθιστά βέβαιο το ότι, αν αλλάξω επιλογή, θα κερδίσω το αυτοκίνητο. Άρα, στο σενάριο «βάθος», θα κερδίσω μόνο αν αλλάξω επιλογή. Αλλάζει αυτή η εξέλιξη τα δεδομένα; Ναι. Ναι! ΝΑΙ!
Πάμε πάλι: Αν παίζει το σενάριο «φάρδος», θα χάσω αν αλλάξω επιλογή. Αν παίζει το σενάριο «βάθος», θα κερδίσω αν αλλάξω επιλογή. Τι με συμφέρει να κάνω, δεδομένου ότι εγώ, αντίθετα με τον Μικρούτσικο, δεν γνωρίζω ποιο σενάριο παίζει; Τι με συμφέρει, σε κάθε σενάριο;
Με συμφέρει ν’ αλλάξω επιλογή. Και να γιατί: Αν παίζει το σενάριο «φάρδος», θα χάσω. Όμως, το σενάριο «φάρδος» έχει τις μισές πιθανότητες από το σενάριο «βάθος» (1 στις 3 το πρώτο, 2 στις 3 το δεύτερο). Ελπίζοντας ότι το σενάριο που παίζει είναι το πιθανότερο, δηλαδή το σενάριο «βάθος», αλλάζω επιλογή, κι από κει που είχα 33,3% πιθανότητες (σενάριο «φάρδος» ) και πριν και μετά την παρέμβαση του Μικρούτσικου), τώρα οι πιθανότητες μου έχουν διπλασιαστεί και είναι 66,6%! Είμαι με κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι – αρκεί να μην έχω βρει τη σωστή κουρτίνα με τη μία. (Εδώ, δηλαδή, με συμφέρει να είμαι καταρχάς γκαντέμης. Κανένα πρόβλημα: είμαι γκαντέμης.)
Συμπέρασμα: Σε κάθε περίπτωση, όπου κι αν κρύβεται το αυτοκίνητο, αν αλλάζω επιλογή μετά την παρέμβαση του Μικρούτσικου, θα κερδίσω 2 στις 3 φορές. Κι αυτό είναι απείρως προτιμότερο από τη 1 στις 3 φορές, που είναι οι πιθανότητες μου αν δεν αλλάξω επιλογή (σενάριο «φάρδος»).
Όλα όσα προηγήθηκαν είναι η απάντηση της Μέριλιν βος Σάβαντ με δικά μου λόγια. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Μέριλιν τα είπε μια χαρά. Και πέσανε να τη φάνε γιατί η λύση της αντιβαίνει στην ανθρώπινη διαίσθηση. Και γιατί, από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα σκεφτεί κάτι και διαμορφώσει γνώμη, αρχίζει να μαζεύει πραγματικά ή επινοημένα παραδείγματα τα οποία επαληθεύουν την ήδη διαμορφωμένη γνώμη του. Αν, στην πορεία, προκύψουν παραδείγματα που διαψεύδουν τη γνώμη αυτή, ακόμα και όταν τα παραδείγματα αυτά είναι αδιαμφισβήτητα και συσσωρευτούν σε βαθμό που δύσκολα μπορεί να τα αγνοήσει κανείς, ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να μην αλλάξει γνώμη, είτε τα αγνοεί είτε τα απορρίπτει με ό,τι δικαιολογία βρει πρόσφορη.
Όμως η γνώμη δεν είναι γνώση. Και –ακόμα χειρότερα– η αποδεδειγμένα λανθασμένη γνώμη, στην οποία κανείς επιμένει εμμονικά, λέγεται προκατάληψη. Συνεπώς, τιμή και δόξα στη Μέριλιν βος Σάβαντ που δεν δίστασε να τα βάλει με μια σημαντική μερίδα της αμερικανικής (και όχι μόνο) ακαδημαϊκής (και ξανά όχι μόνο) κοινότητας, υπερασπιζόμενη το δίκιο της. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι σίγουρος ότι, αν ποτέ βρεθώ αντιμέτωπος με τον Αντρέα Μικρούτσικο σ’ αυτό το παιχνίδι, σε μια άλλη ζωή ενδεχομένως, θα αλλάξω επιλογή χωρίς δισταγμό. Ελπίζω να την αλλάξω, έστω και διστακτικά. Γιατί η λογική λέει ότι αυτό με συμφέρει να κάνω. Αν, τώρα, τελικά πίσω από την κουρτίνα της τελικής μου επιλογής βγει ο Μίστερ Ζονκ (γιατί τζόγος είν’ αυτός – δεν γίνεται να κερδίζεις πάντα!), ελπίζω να βρω το κουράγιο να σηκώσω στωικά τους ώμους μου και να πω, «Έπαιξα κι έχασα».
Αν είναι να παίξεις, τουλάχιστον φρόντισε να μεγιστοποιήσεις τις πιθανότητές σου, φρόντισε δηλαδή να είσαι άξιος της τύχης σου – κι ας χάσεις. Πιστεύω ότι μ’ αυτό θα συμφωνούσε και ο ίδιος ο Μικρούτσικος, ο οποίος, πέρα (και, ίσως, πάνω) απ’ όλα τ’ άλλα, είναι και μαθηματικός.
* * *
Σημειώσεις:
(1) Αυτή η Μικροϊστορία οφείλει πολλά στο «Κεφάλαιο 3: Βρίσκοντας τον δρόμο σας σ’ έναν χώρο δυνατοτήτων», σσ. 40-57, του Leonard Mlodinow, Τα Βήματα του μεθυσμένου. Πώς η τυχαιότητα κυβερνά τη ζωή μας, μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2017. Για τις πηγές των παραθεμάτων, παραθέτω με τη σειρά μου στις σημειώσεις του Μλόντινοφ για το «Κεφάλαιο 3», στις σσ. 218-219. (Και με την ευκαιρία: το βιβλίο αυτό είναι απολαυστικό – και η ανάγνωσή του δεν προαπαιτεί γνώσεις μαθηματικών.)
(2) Το παράθεμα της πρώτης παραγράφου είναι από κείμενο του Χιούμπελ και το έχω πάρει από το John Searle, Νους, Εγκέφαλος και Επιστήμη, μετάφραση: Κώστας Χατζηκυριάκου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 1994, σ. 3. Δυστυχώς, ο Σιρλ δεν αναφέρει λεπτομέρειες για την πηγή του, ούτε σε υποσημείωση ούτε στη βιβλιογραφία.
(3) Για τη Μέριλιν βος Σάβαντ, εκτός από το εξαιρετικό βιβλίο του Μλόντινοφ, το οποίο έχω ήδη αναφέρει, άντλησα υλικό και από τα λήμματα της Wikipedia «Marylin vos Savant» και «Monty Hall Problem». Όποιος ενδιαφέρεται, θα βρει εκεί συνδέσμους που θα τον οδηγήσουν στην πολυπλόκαμη συζήτηση επί του θέματος.
(4) Γράφοντας αυτό το κείμενο, κατά σύμπτωση είδα μια ταινία σχετική με τζόγο, όπου γίνεται αναφορά στο «Πρόβλημα του Μόντι Χολ» (αναφέρεται ως «Πρόβλημα του Τηλεπαιχνιδιού», αλλά μιλάει για το ίδιο ακριβώς πράγμα). Η ταινία λέγεται «21» (2008), είναι σκηνοθετημένη από τον Ρόμπερτ Λούκετιτς [Robert Luketic], βασίζεται στο βιβλίο Bringing down the House: The Inside Story of Six MIT Students Who Took Vegas for Millions του Ben Mezrich (έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά: Μπεν Μέζριτς, 21, μετάφραση: Μαριλένα Κορωναίου, Τραυλός, Αθήνα 2008) και αφηγείται την πραγματική ιστορία μιας ομάδας φοιτητών του ΜΙΤ που προσπάθησαν να κάνουν την τύχη τους μετρώντας φύλλα στο μπλακ τζακ σε καζίνα του Λας Βέγκας. Στο σύντομο βίντεο που ακολουθεί θα βρείτε τη σκηνή όπου εξηγείται συνοπτικά το πρόβλημα με τις 3 πόρτες. (Αν θέλετε υπότιτλους, ψάξτε την ταινία, η οποία παρεμπιπτόντως βλέπεται ευχάριστα, χωρίς να είναι κάτι το εξαιρετικό).
(5) Τέλος, στο παρακάτω (επίσης σύντομο) βίντεο του BBC, ο μαθηματικός και συγγραφέας Μάρκους ντι Σάτοϊ [Marcus du Sautoy] εξηγεί πρακτικά το πρόβλημα στον ηθοποιό Άλαν Ντέιβις [Alan Davies]. (Ούτε αυτό έχει υπότιτλους, αλλά η εικόνα τα λέει όλα.)
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Μικροϊστορίες των επιστημών και της φιλοσοφίας
from dimart https://ift.tt/2AfcfRy
via IFTTT
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018
Το ποίημα της εβδομάδας 21/11
Όταν τα δέντρα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων
—Αργύρης Χιόνης—
Θα ‘ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες του και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που πριν ήτανε τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουν τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουνε μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δε θα φυτρώσει.
* * *
Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων
from dimart https://ift.tt/2QUXeeG
via IFTTT
Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018
Βία
—του Γιώργου Τσακνιά για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Ούτε μαχαίρι, ούτε κλοπιμαία, ούτε ναρκωτικά. Αντίθετα, ένα ιατροδικαστικό πόρισμα που βεβαιώνει ότι ο Ζακ πέθανε από την καρδιά του, εξ αιτίας των πολλαπλών χτυπημάτων που δέχτηκε: κοινώς, τον σκότωσαν στο ξύλο. Το τι πρέπει να γίνει σε επίπεδο έρευνας και εν συνεχεία δίκης είναι προφανές — νομίζω δε ότι θα βγει η άκρη: παραείχε πολύ κόσμο γύρω γύρω, μου φαίνεται απίθανο να μη μαθευτεί τελικά ολόκληρη η αλήθεια. Αλλά, ρε παιδί μου, σε ανθρώπινο επίπεδο: κάποιος που στην πραγματικότητα δυσφορεί με την ανατροπή του αρχικού μεθοδευμένου σεναρίου περί απόπειρας ληστείας από ένα λούμπεν μαστουρωμένο άτομο, κάποιος που θα ήθελε να είναι έτσι τα πράγματα, τώρα δεν αμφιβάλλει κάπως; Κυρίως, δεν αισθάνεται λίγο περίεργα; Δεν μπαίνει στη θέση ενός παιδιού —ή του γονιού ενός παιδιού— που είχε αυτό το φριχτό τέλος; Δεν ανησυχεί με αυτή τη βιασύνη να δικαιολογηθεί η «άμυνα» και η «προστασία της περιουσίας» ανθρώπων που «έχουν αγανακτήσει από την εγκληματικότητα στην περιοχή» — όροι που ήδη έχει καταδειχτεί ότι δεν συνέτρεχαν;
Δεν έχω τρόπο να το αποδείξω, αλλά πιστεύω πως η ομοφοβία παίζει τεράστιο ρόλο στη δυσφορία πολλών ανθρώπων να παραδεχτούν ότι ο Ζακ ήταν το θύμα ενός βάναυσου εγκλήματος. Και πάντως πραγματικά αναρωτιέμαι από καθαρά ανθρώπινη σκοπιά και προσπαθώ να μπω στο μυαλό των ανθρώπων: είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια συναισθηματική νέκρωση; Είμαι από εκείνους που δεν συμφωνούν με τον απαξιωτικό όρο «νοικοκυραίοι» για πολλούς λόγους —τον θεωρώ μεταξύ άλλων ως επίδειξη ενός άκρως υποκριτικού μικροαστικού ναρκισσισμού— με τρομάζει όμως η ευκολία της θεωρητικής αποδοχής της βίας για τον όποιο Άλλο, έστω για τον εγκληματία, από μεγάλο μέρος των συμπολιτών μου, των ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους ζω. Προσωπικά η βία μού είναι αδιανόητη και για τον εγκληματία, αλλά εδώ η ανατροπή του σεναρίου και η αθωότητα του Ζακ απομακρύνουν κάθε είδους πρόσχημα, έστω και ηθικά παρατραβηγμένο, και μας τρίβουν το πρόβλημα της αποδοχής της βίας στη μούρη — τουλάχιστον εγώ έτσι το αισθάνομαι.
Η φρικαλέα αυτή ιστορία πρέπει πρώτα απ’ όλα να τελειώσει με τη δικαίωση του θύματος, δηλαδή του Ζακ. Σε δεύτερο επίπεδο, πιστεύω πως αναδεικνύει πλήρως την παράνοια στην οποία διολισθαίνουμε αργά αργά εδώ και χρόνια, την εξοικείωση με το κακό, με τη βία, πάντα βέβαια με την ψευδαίσθηση ότι «αυτά συμβαίνουν στους άλλους» — λες κι έτσι δεν πειράζει. Κι όμως, η βία είναι κάτι τρομαχτικό και, κυρίως, κάτι εντελώς πραγματικό. Και γι’ αυτό σιγά σιγά καλό είναι να ξαναθυμηθούμε το πραγματικό περιεχόμενο των λέξεων: βία δεν είναι ούτε οι φόροι, ούτε τα μνημόνια, ούτε οι τράπεζες, όπως χούντα δεν ήταν και δεν είναι καμία κυβέρνηση από τον Ιούλιο του 1974 μέχρι σήμερα· αυτά μπορεί να είναι για άλλον καλά, για άλλον κακά, ψυχρά κι ανάποδα — αλλά σε κάθε περίπτωση είναι κάτι άλλο. Χούντα ήταν η επτάχρονη δικτατορία, που σε έπαιρνε νύχτα από το σπίτι σου και σε πήγαινε στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας για να σε βασανίσει απάνθρωπα· και βία είναι να είσαι πεσμένος κάτω και να σε κλωτσάνε στο πρόσωπο ξανά και ξανά, να πονάς και να ματώνεις και να χάνεις έτσι άδικα τη ζωή και τα νιάτα σου.
Αυτό που προσπαθώ να διατυπώσω δεν είναι μια γενική ηθικολογική καταδίκη της «βίας από όπου κι αν προέρχεται», κατά το στερεότυπο που έχουμε για να συνεννοούμαστε, το οποίο εύκολα καταρρίπτεται ή υποσκάπτεται με ειρωνείες και με αναγωγές σε ιστορικές αναλογίες. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί — ή, ίσως, είναι ακριβώς εκεί: στο αν έχουμε συναίσθηση των ιστορικών συνθηκών του εδώ και τώρα. Γιατί το δικό μας εδώ και τώρα περιλαμβάνει μεγάλες —και μάλιστα πλειοψηφικές, πιστεύω— δόσεις εθνικισμού, πατριαρχίας και ομοφοβίας· αυτά τα χαρακτηριστικά κυριαρχούν στην δική μας κοινωνία και σε αυτά κυρίως έχουν αντανακλαστικά τα μεγάλα ακροατήρια. Ακριβώς γι’ αυτό, η θεωρητική αποδοχή της βίας πρέπει να παραμείνει αποκλειστικά στην ατζέντα της ακροδεξιάς· όλοι οι άλλοι ας θυμόμαστε πως δεν είναι και πολύ έξυπνο ή αποτελεσματικό να προσπαθούμε να σπάσουμε τον τοίχο με το κεφάλι μας, ιδίως όταν υπάρχει πόρτα που μπορούμε να την ανοίξουμε από το πόμολο: η διαρκής υπεράσπιση και διεύρυνση της δημοκρατικής νομιμότητας.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα
from dimart https://ift.tt/2PDmwkW
via IFTTT